Σ΄ ένα κόσμο χωρίς μαγεία, χωρίς πίστη, χωρίς ελπίδα, χωρίς θεό και μοναδική αλήθεια, σε ένα κόσμο χαώδη και κατακερματισμένο, πώς μπορεί η ιστορία να είναι ή να φαντάζει επική; Ούτε και να καμώνεται μπορεί. Στη νεότητά της η ιστορία υπήρξε επική. Τώρα όμως στην ωριμότητά της δεν μπορεί παρά να είναι ειρωνική, σαρκαστική, σχετικιστική, τραγική. Ίσως οι επικοί τρόποι να ξανακάνουν την εμφάνισή τους στη σκηνή της ιστοριογραφίας όταν φουσκώσουν και πάλι τα πανιά των οραματισμών και το ποτάμι της δικαιοσύνης κυλήσει ορμητικό, όταν οι άνθρωποι πιστέψουν στις δυνάμεις τους και εκφράσουν τη συλλογική σκέψη και δημιουργικότητά τους, όταν κατορθώσουν να λυτρωθούν από το άγος και το άχθος του παρελθόντος, όταν η ουτοπία αρχίσει να θαμποχαράζει.



«Η ιστορία μπορεί να μας βοηθήσει. Μπορεί, επίσης, να είναι πολύ επικίνδυνη. Είναι περισσότερο σώφρον να αντιμετωπίζουμε την ιστορία όχι ως σωρό νεκρών φύλλων ή συλλογή σκονισμένων έργων τέχνης, αλλά ως μικρή λίμνη, μερικές φορές ευεργετική, συχνά θειούχο, που, χωμένη κάτω από το παρόν, διαμορφώνει σιωπηλά τους θεσμούς μας, τον τρόπο που σκεπτόμαστε, το τι μας αρέσει και τι δεν μας αρέσει. Απευθυνόμαστε σε αυτήν [....] για επιβεβαίωση, για να πάρουμε μαθήματα και πληροφορίες. Η επιβεβαίωση, είτε πρόκειται για προσδιορισμό της ταυτότητας ομάδων, για αιτήματα ή για δικαίωση, σχεδόν πάντοτε προκύπτει από τη χρήση του παρελθόντος. [...] Το παρελθόν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σχεδόν για όλα τα πράγματα που θέλουμε να κάνουμε στο παρόν. Κάνουμε κακή χρήση του όταν δημιουργούμε ψέματα για το παρελθόν ή γράφουμε την ιστορία με τρόπο που να παρουσιάζεται μόνο η δική μας άποψη».

Margaret Macmillan, Χρήση και κατάχρηση της ιστορίας, μετάφραση Μίνα Καρδαμίτσα – Ψυχογιού, Ινστιτούτο του Βιβλίου – Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2012, 11 [πρώτη έκδοση στην αγγλική γλώσσα 2009]


«Σ’ έναν κόσμο γεμάτο αβεβαιότητες η ιστοριογραφία μπορεί να κινηθεί προς απρόβλεπτες κατευθύνσεις». Georg Iggers.


«Προχωρήστε και να ξέρετε ότι σ’ ένα όχι και τόσο μακρινό μέλλον θα ανοίξουν και πάλι οι πλατιοί δρόμοι μέσα από τους οποίους θα βαδίσει ο ελεύθερος άνθρωπος για να χτίσει μια καλύτερη κοινωνία». Σαλβαδόρ Αλιέντε.


«Ο θάνατος ταιριάζει στα μουσεία. Σε όλα τα μουσεία, όχι μόνο σ’ ένα Μουσείο Πολέμου. Κάθε έκθεση –πίνακες, γλυπτά, αντικείμενα, μηχανήματα- είναι μια νεκρή φύση και οι άνθρωποι που συνωστίζονται στις αίθουσες, γεμίζοντάς τες και αδειάζοντάς τες σαν σκιές, εξασκούνται στη μελλοντική οριστική διαμονή τους στο μεγάλο Μουσείο της ανθρωπότητας, του κόσμου, όπου ο καθένας είναι μια νεκρή φύση. Πρόσωπα σαν φρούτα που κόπηκαν από το δέντρο και τοποθετήθηκαν γερτά πάνω σ’ ένα πιάτο».

Κλαούντιο Μάγκρις, Υπόθεση αρχείου, μετάφραση-σημειώσεις Άννα Παπασταύρου, Καστανιώτη, Αθήνα 2017, 10


O τίτλος "Der Doppelgänger" στο οικείο lieder δόθηκε από τον Schubert. Στο βιβλίο του Heine's Buch der Lieder (1827) το σχετικό ποίημα είναι άτιτλο, προκαλώντας στο τέλος μια έκπληξη.

Γερμανικό πρωτότυπο

Still ist die Nacht, es ruhen die Gassen,
In diesem Hause wohnte mein Schatz;
Sie hat schon längst die Stadt verlassen,
Doch steht noch das Haus auf demselben Platz.

Da steht auch ein Mensch und starrt in die Höhe,
Und ringt die Hände, vor Schmerzensgewalt;
Mir graust es, wenn ich sein Antlitz sehe, -
Der Mond zeigt mir meine eigne Gestalt.

Du Doppelgänger! du bleicher Geselle!
Was äffst du nach mein Liebesleid,
Das mich gequält auf dieser Stelle,
So manche Nacht, in alter Zeit?



Αγγλική μετάφραση

The night is quiet, the streets are calm,
In this house my beloved once lived:
She has long since left the town,
But the house still stands, here in the same place.

A man stands there also and looks to the sky,
And wrings his hands, overwhelmed by pain:
I am terrified – when I see his face,
The moon shows me my own form!

O you Doppelgänger! you pale comrade!
Why do you ape the pain of my love
Which tormented me upon this spot
So many a night, so long ago?


«Ούτε η αυταπάτη, ούτε η απάτη, ούτε το ψέμα λείπουν από την πανεπιστημιακή και επιστημονική ζωή».


Πιερ Βιντάλ-Νακέ

Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2013

Φωτογραφίες από την εκδήλωση
















Φωτογραφίες του Χρήστου Όροβα

Η ομιλία του Καθηγητή Γ.Κόκκινου για το ντοκιμαντέρ "Φλώρινα των Τεχνών & των Παθών"


Γνώριζα τη Σοφία Αντωνακάκη ως εμπνευσμένη και μαχητική φωτογράφο και ομολογώ ότι αιφνιδιάστηκα όταν προ ολίγου καιρού έγινα προνομιακός παραλήπτης της ταινίας τεκμηρίωσης που παρουσιάζουμε σήμερα. 

Ήδη από την πρώτη φορά που την παρακολούθησα, κυρίως όμως από τη δεύτερη, όταν και την ενέταξα στο πλαίσιο των πρακτικών ασκήσεων των τελειόφοιτων μελλοντικών εκπαιδευτικών του Τμήματος στο οποίο υπηρετώ, όπου προσεγγίζουμε επίμαχα και τραυματικά ιστορικά γεγονότα, διαπίστωσα με μεγάλη ευχαρίστηση ότι επρόκειτο για μια πολύπτυχη και πολυδιάστατη δημιουργία.

Πρώτα απ’ όλα σε επίπεδο αισθητικής σύλληψης και υλοποίησης, δεδομένου ότι η φωτογραφία -συνομιλώντας με τη μουσική- κατορθώνει να μας κάνει να διεισδύσουμε διακριτικά στον ιδιαίτερο παλμό και στην ψυχή του τοπίου, των μορφών και των διάχυτων ρευστών περιγραμμάτων που συναρθρώνουν το φυσικό και το συμβολικό κεφάλαιο της Φλώρινας. Από αυτή την άποψη, θεωρώ ιδιαίτερα εύστοχο τον τρόπο που ο κινούμενος κινηματογραφικός φακός, στην αρχή της ταινίας, μας εισάγει, σαν σε τελετουργία μύησης, στην ιδιαίτερη ατμόσφαιρα της πόλης. Κατά δεύτερο λόγο, σε επίπεδο απεικόνισης, ανάλυσης, σύνθεσης και ερμηνείας όπου το ευφάνταστο σενάριο, το νευρώδες και στιβαρό μοντάζ, οι διαδοχικές και κλιμακούμενης δραματικότητας αντιστίξεις, ο αφηγηματικός ρυθμός που άλλοτε επιταχύνει κι άλλοτε επιβραδύνει, η λειτουργική ενσωμάτωση του παρένθετου υλικού, συγκροτούν το πλαίσιο για την κατάδυσή μας στις διάφορες χρονικότητες του παρελθόντος και στις αποκλίνουσες βιωματικές εμπειρίες των ανθρώπων.

Αν και δεν θα έπρεπε ενδεχομένως να δηλωθεί από τον υποφαινόμενο, αφού συνιστά κοινοτοπία, εντούτοις, για λόγους που ελπίζω να αντιληφθείτε στη συνέχεια, επέλεξα να επιμείνω στη λειτουργία της ταινίας πρωτίστως ως μαρτυρίας για την εποχή της και ταυτόχρονα ως ιδιαίτερης και αποφασιστικής καμπής στη διαμόρφωση της επώδυνης αυτοσυνειδησίας της πόλης ή τουλάχιστον ενός ικανού τμήματος των κατοίκων της.
Η ταινία έχει προδήλως πολεμολογικό χαρακτήρα, διότι μάχεται για την απομυθοποίηση και τον αποφενακισμό ερμηνειών που δέσποσαν κατά το παρελθόν και ταυτοχρόνως για τη δικαίωση της ερμηνείας που η ίδια προτείνει. Υπό το πρίσμα αυτό, το πλεονέκτημά της συνίσταται ακριβώς στο γεγονός ότι δεν αποκρύπτει τεχνηέντως, αλλά –το αντίθετο- επισημαίνει διαρκώς την ιστορικότητά της, τις συνθήκες παραγωγής και τα ερευνητικά και ιδεολογικά μελήματα της δημιουργίας της. Με άλλα λόγια, οι δημιουργοί και οι συντελεστές της απορρίπτουν κάθε μορφή επιστημολογικής ουσιοκρατίας, αρνούνται προγραμματικά την ταύτιση μεταξύ ερμηνείας και πραγματικότητας, που θα προσέδιδε, ως γνωστόν, στο πλαίσιο των συμβατικών κωδίκων, αληθοφάνεια στο εγχείρημά τους. Όμως παραδόξως το στοιχείο αυτό τους κάνει περισσότερο ευαίσθητους στην πολυχρωμία της ιστορίας και πιστεύω πιο δίκαιους στην αποτύπωση και την αποτίμηση των ιστορικών δρωμένων που βαραίνουν την πολιτισμική κληρονομιά της ακριτικής τους πόλης.

Πρόκειται για μια ταινία που ευλόγως μπορεί και πρέπει να θεωρηθεί δοκίμιο μικρο-ιστορίας του πολιτικού φαινομένου, όπως επίσης τοπικής ιστορίας ή και κοινωνιολογίας της διανόησης. Και τούτο στον βαθμό που προσεγγίζει τη μεταπολεμική και ειδικά τη μεταπολιτευτική κυρίως ιστορία της Φλώρινας επικεντρώνοντας τον φακό τόσο στις αντίπαλες ιδεολογικοπολιτικές στοχεύσεις, όσο και κυρίως στους μηχανισμούς συγκρότησης και στην ιστορική διαδρομή μιας τοπικής καλλιτεχνικής και διανοητικής πρωτοπορίας, η οποία σε ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες κατορθώνει με τον ενδιάθετο δυναμισμό της και χωρίς ουσιαστικές πολιτικές συμμαχίες να συγκεράσει δημιουργικά την αισθητική έκφραση με το αίτημα του κριτικού ιστορικού στοχασμού και της συλλογικής αυτογνωσίας. Κάτι που επιτυγχάνει διαμορφώνοντας παράλληλα και το πρόσφορο έδαφος, αλλά και το κλίμα για την κοινωνική της αναπαραγωγή και τη μελλοντική της ηγεμονία, αν και δείχνει ενίοτε εγκλωβισμένη σε μια δυστυχισμένη συνείδηση που ορίζεται από μια αίσθηση ματαίωσης ή αδύνατης ανατροπής του καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων. Θεσμοί που σχηματίστηκαν και ενηλικιώθηκαν με ιδιωτική πρωτοβουλία, αλλά και η καθοριστική συμβολή του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας συνιστούν, κατά τη γνώμη μου, τους βασικούς αρμούς μιας συλλογικής απελευθερωτικής νοηματοδοτικής πρακτικής, η οποία, καθώς αναδεικνύει το σύνθετο και εσωτερικά ετερογενές τοπίο του χώρου της εμπειρίας της πόλης, διευρύνει συγχρόνως και τον ορίζοντα προσδοκιών της κοινωνίας των πολιτών. Με τον τρόπο αυτό και όπως υποδόρια διαφαίνεται στην ταινία, αρθρώνεται ένα νέο συλλογικό υποκείμενο, μια νέα ευαισθησία, ένας νέος αξιακός προσανατολισμός που γεφυρώνει τη γενιά του Εμφυλίου, με αυτή του Πολυτεχνείου και αυτή της πρώτης Μεταπολίτευσης δημιουργώντας και μια εναλλακτική πολιτιστική παράδοση.

Η κύρια όμως συμβολή αυτής της ταινίας σχετίζεται με τον –επιτρέψτε μου να πω- «θεραπευτικό ρόλο» της: σπάζει το «κακό σπυρί» που εξακολουθούσε να διογκώνεται και να κακοφορμίζει στο σώμα και την ψυχή της πόλης, αφήνει το πύον να χυθεί, καθαρίζει την πληγή, προετοιμάζει τις συνθήκες επούλωσής της, μολονότι το ίχνος της πληγής δεν πρόκειται να σβηστεί, δεν θα χαθεί από τη στρωματογραφία της επώδυνης μνήμης της. Από αυτή την ερμηνευτική προοπτική, η ταινία είναι ένα δοκίμιο για το ιστορικό και το πολιτισμικό τραύμα, για την επίσημη και τη συλλογική μνήμη, για τη διχασμένη και την παρεμποδιζόμενη μνήμη, για τους θεσμούς και τους μηχανισμούς που τις συγκροτούν και τις αναπαράγουν διαγενεακά, για τους συμβολικούς πολέμους που ξεσπούν όλο και συχνότερα –με σημείο επίτασης τη δημιουργική παρουσία στην πόλη του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Συμβολικοί πόλεμοι για την ιστορία, την κουλτούρα και τη μνήμη, στο πλαίσιο των οποίων ανταγωνιζόμενα ιδεολογικοπολιτικά μέτωπα, θεσμοί, όπως η Εκκλησία και η εκπαίδευση, κοινότητες μνήμης, θυματοποιημένες ομάδες και ομάδες συμφερόντων εμπλέκονται με ανταγωνιστικές αξιώσεις ισχύος σε μια διαπάλη για δημόσια ορατότητα, αναγνώριση ή ηγεμονία με επίδικο στοιχείο τη νοηματοδότηση του παρελθόντος, που σημαίνει τον έλεγχο του περιεχομένου της ιστορικής ταυτότητας και συνείδησης.

Οι Pockock και Skinner μας δίδαξαν να αντιμετωπίζουμε το πεδίο της κουλτούρας, των ιδεών και της διανόησης σαν ένα δυναμικό πλέγμα σχέσεων που κυριαρχείται από τη λογική της διαπάλης, του πολέμου θέσεων, του προσπορισμού συμβολικής ισχύος, της δράσης και της αντίδρασης. Με άλλα λόγια, οι διανοητικές πραγματώσεις και τα καλλιτεχνικά τεχνουργήματα πρέπει να νοούνται σαν κόμβοι νοήματος σε δίκτυα σχέσεων που προσδιορίζονται από συμφέροντα, αντινομίες και κοσμοθεωρητικές και ιδεολογικές πολικότητες. Έχουν δηλαδή από την ίδια τους τη σύλληψη, επιτέλεση ή δημιουργία σχεσιοκρατικό χαρακτήρα. Η παραγωγή, η προβολή και η απήχηση της ταινίας της Αντωνακάκη δεν μπορεί να ξεφεύγει από αυτόν τον κανόνα. Είναι τυχαίο άραγε ότι η διάχυση των μηνυμάτων της στο τοπικό και το αθηναϊκό κοινό συνοδεύτηκε από τη δωρεάν διάθεση τομιδίου με τα κηρύγματα και τις διδαχές του Αυγουστίνου Καντιώτη με το κυριακάτικο φύλλο εφημερίδας του πρωθυπουργικού ιδεολογικού περιβάλλοντος; 

Ρητορικό το ερώτημα και προφανής η απάντηση.

Η αντίστιξη αυτή είναι πολλαπλά χρήσιμη για να θέσουμε στο μικροσκόπιο του ενδιαφέροντος τις αποκλίνουσες νοηματοδοτήσεις του παρελθόντος κατανοώντας τις αφετηρίες και τις σκοπεύσεις τους, οι οποίες πάντοτε έχουν να κάνουν είτε με τη νομιμοποίηση είτε με την απονομιμοποίηση ιεραρχιών και δομών εξουσίας. Στην περίπτωσή μας, οι συνασπισμένες συντηρητικές και αντιδραστικές δυνάμεις, οι οποίες ούτως ή άλλως είναι εγκλωβισμένες σε ανελαστικές μορφές παραδοσιακής ή παραδειγματικής ιστορικής συνείδησης, ομογενοποιούν αυθαίρετα τον ιστορικό χρόνο και βλέπουν στο παρελθόν ένα αιώνιο και αδιαμφισβήτητο πρότυπο, ένα «χρυσό αιώνα» ή, στην καλύτερη περίπτωση, έναν αενάως ισχύοντα κανόνα. Στον αντίποδα, το πιστοποιεί η ίδια η κοινωνική λειτουργία της ταινίας της Αντωνακάκη, άλλες ομάδες ψηλαφούν κριτικές ή και γενετικές μορφές ιστορικής συνείδησης, που θέτουν στο προσκήνιο τον διάλογο του εκάστοτε παρόντος με το παρελθόν, επιμένουν στην αποκωδικοποίηση της σχέσης εξουσίας και γνώσης, αναδεικνύοντας την ετερογένεια του παρελθόντος και, παράλληλα, την πολυσημία και τη ρευστότητα της ιστορικής ερμηνείας. Όμως, από μια άλλη γωνία παρατήρησης, η ύπαρξη τόσο των πρώτων όσο και των δεύτερων, δηλαδή τόσο της αρχαϊκότητας, της παραδοσιοκρατίας, των νοοτροπιακών αδρανειών και της ιδεολογικής χειραγώγησης, όσο και των εγχειρημάτων καινοτόμου αναστοχασμού, ρηξικέλευθης δημιουργίας και συλλογικής αυτογνωσίας, μας πείθει για την αλήθεια αυτού που οι ιστορικοί και οι φιλόσοφοι ονομάζουν «συγχρονία του ασύγχρονου». Το μαύρο και το λευκό, το κόκκινο και το γαλάζιο κολυμπούν σαν χρυσόψαρα στην ίδια γυάλα. Και αυτό μας το δείχνει εύγλωττα και παραστατικά η ταινία.

Αλλά και ο Μιχαήλ Μπαχτίν μας έμαθε να διακρίνουμε την εγγενή αντιστικτική, ετερογλωσσική και πολυφωνική διαλογική σχέση που διέπει, με επιτομή το μυθιστόρημα, τις ιδέες και τις αισθητικές ενσαρκώσεις τους. Με την έννοια αυτή, η ταινία για την οποία συζητούμε εμπεριέχει και υπερβαίνει ταυτόχρονα την ετερότητα και τις καταστατικές αντιθέσεις  που τη δημιούργησαν. Βάζει ταφόπλακα στην σιωπή, την ακύρωση του ορθολογισμού, στον τρομοκρατικό ιδεολογικό κομφορμισμό, τον επαρχιωτισμό, στην ψυχροπολεμική υστερία και την ιδεοληψία των συμπαγών και αδιαπέραστων συνόρων, στην συνωμοσιολογία, στον πτωχοπροδρομισμό, τον ξενόφοβο εθνικισμό, στην αγριότητα της αμάθειας, την σύμπτυξη του ιστορικού χρόνου σε ένα μουμιοποιημένο παρελθόν που στοιχειώνει το παρόν και δεν το αφήνει να αναπνεύσει.  
Θεωρώ ότι η ταινία αυτή αποτελεί την ευτυχέστερη ίσως στιγμή στην προσπάθεια κριτικής επεξεργασίας του συλλογικού τραύματος που διαπερνά την ταυτότητα της Φλώρινας και το οποίο προσδιορίζεται από δυο πόλους, το μειονοτικό ζήτημα και τον Εμφύλιο πόλεμο. Αν ευσταθεί στην περίπτωσή μας η εφαρμογή του σχήματος του Henry Rousso για τη σχέση μιας κοινωνίας με το ιδρυτικό τραυματικό γεγονός, το οποίο, ως γνωστόν, στην αρχή αποκρύπτεται και απωθείται, στη συνέχεια εμφανίζεται σπασμωδικά κυρίως στο πεδίο της αισθητικής δημιουργίας μέχρις ότου τεθεί στο επιστημονικό στόχαστρο, με το κίνδυνο πάντως να καταστεί στο τέλος μνημονική εμμονή και συλλογική ψύχωση, τότε μπορούμε να ισχυριστούμε, όπως μας υποδεικνύει άλλωστε και η ταινία, τα εξής: πρώτον, ότι το στάδιο της απώθησης / αποσιώπησης του τραύματος διήρκεσε στη Φλώρινα από το τέλος του Εμφυλίου έως και την πρώτη Μεταπολίτευση, όταν άρχισε να διαμορφώνεται και να δηλώνει διακριτικά την παρουσία της η καλλιτεχνική πρωτοπορία της πόλης. Δεύτερον, ότι η ζωτικότητα αυτής της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας και οι θεσμοί και οι προσδοκίες που δημιούργησε αποτελούν την αφετηρία και τις πρώτες σπασμωδικές αναλαμπές ή, αν θέλετε, τις πρώτες αποσπασματικές ρήξεις του πέπλου της «αιδήμονος σιωπής» που περιέβαλλε την πόλη, εισάγοντας εκ των πραγμάτων τη συλλογική μνήμη στο στάδιο της κριτικής επεξεργασίας του τραύματος. Τρίτον, ότι το πλήρες στάδιο της επεξεργασίας του τραύματος ξεκίνησε σχετικά πρόσφατα. Έχω τη γνώμη ότι δύο από τις σημαντικότερες τομές αυτού του τρίτου σταδίου διερεύνησης της επίμαχης και τραυματικής μνήμης είναι η έκδοση του βιβλίου Ο πληθυσμός των αγαλμάτων από τους ιστορικούς Ανδρέα Ανδρέου και Ιφιγένεια Βαμβακίδου, καθώς και η ταινία της Αντωνακάκη, χωρίς βεβαίως να παραγνωρίζω την ουσιαστική συμβολή και άλλων ιστορικών στη μελέτη των κοινωνικών και εκπαιδευτικών δρωμένων, καθώς και της δομικής πολυπολιτισμικής συγκρότησης της πόλης. Βεβαίως θα έλπιζα να μην ακολουθήσει ποτέ το τέταρτο στάδιο αυτής της οδυνηρής συλλογικής διεργασίας, δηλαδή αυτό του πληθωρισμού της μνήμης και του ατελεύτητου διαγκωνισμού ανταγωνιστικών μνημών. 
                       
Γιώργος Κόκκινος
Καθηγητής Ιστορίας και Διδακτικής της Ιστορίας
Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Η Φλώρινα των Τεχνών & των Παθών στην Αθήνα


Δεκάδες Φλωρινιώτες της Αθήνας παρακολούθησαν χθες το μεσημέρι, στη μεγάλη αίθουσα προβολών της Ταινιοθήκης της Ελλάδος, το ντοκιμαντέρ της Σ.Αντωνακάκη και Γ.Ντάλη, "Φλώρινα των Τεχνών & των Παθών".

 Αμέσως μετά την προβολή μίλησαν οι: Νίκος Κωνσταντόπουλος, Δικηγόρος, πρ. Πρόεδρος «Συνασπισμού», Γιώργος Κόκκινος, Ιστορικός, Καθηγητής Πανεπιστημίου, Στέλιος Κούλογλου, Δημοσιογράφος. Την εκδήλωση συντόνισε ο Καρδιοχειρουργός Παντελής Αργυριάδης. Παρεμβάσεις έκαναν ο βουλευτής Φλώρινας του ΣΥ.ΡΙΖ.Α - Ε.Κ.Μ Θανάσης Γερμανίδης, ο πρώην βουλευτής Γιώργος Λιάνης, η πρόεδρος του Συλλόγου Φλωρινιωτών Αθήνας Ελευθερία Παναγιωτίδου και άλλοι καλεσμένοι. 

Παρακολουθήστε τα πιο χαρακτηριστικά σημεία της εκδήλωσης

http://florineanews.blogspot.gr/2013/02/video_25.html





Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2013

Ιστορία και Ψυχολογία: Τρεις Γάμοι και ένα Μέλλον τουKenneth J. Gergen



        Ιστορία και Ψυχολογία

   Τρεις Γάμοι και ένα Μέλλον

Kenneth J. Gergen

Aπόδοση: Διαμάντης Θέοφιλος

Η επιστήμη της ψυχολογίας και η επιστήμη της ιστορίας δεν ήταν πάντα φιλικοί συνοδοιπόροι. Για πολλούς ιστορικούς, η ψυχολογία υπήρξε ένα ύποπτο εγχείρημα, ένα ανομοιογενές νεογνό στον κόσμο της διανόησης, που διεκδικούσε για τον εαυτό του την ιδιότητα της φυσικής επιστήμης. Επιπλέον, το έμμεσο πρόγραμμα της ψυχολογίας κατείχε ηγεμονική θέση. Στην προκειμένη περίπτωση, εάν η επιστήμη της ψυχολογίας παρέχει θεμελιώδη γνώση όσον αφορά την ανθρώπινη συμπεριφορά και η ιστορική έρευνα είναι σε μεγάλο βαθμό προσηλωμένη στην κατανόηση ακριβώς αυτής της συμπεριφοράς κατά την πάροδο του χρόνου, τότε η ιστορία μοιάζει να έχει ενσωματωθεί από την επιστήμη πρωταρχικά και επικουρικά. Η στάση της ψυχολογίας έναντι της ιστορίας υπήρξε εξίσου απόμακρη. Ως τέκνο του πολιτιστικού μοντερνισμού, η επιστήμη της ψυχολογίας αντιμετώπισε την ιστορική έρευνα με λίγη παραπάνω ανεκτική κοσμιότητα. Η ψυχολογία υπήρξε ένα εγχείρημα που πάσχισε για τη διατύπωση γενικών νόμων μέσω επιστημονικών (και ευρύτερα πειραματικών) μεθόδων. Εξαιτίας της προσφάτως διαμορφωμένης δέσμευσης στην εμπειρική μεθοδολογία, προγενέστερη επιστημονική εργασία πάνω στη σκέψη ή και η εργασία σχετικά με προγενέστερες νοοτροπίες αναγκαστικά συνδυάστηκε. Κατά μία σημαντική έννοια, το παρελθόν αποτελούσε ένα εμπόδιο για να ξεπεραστεί. Οι ψυχολόγοι θα μπορούσαν να εξετάσουν ιστορικές αναφορές προγενέστερων καιρών αναζητώντας ενδιαφέρουσες υποθέσεις ή ανέκδοτα, αλλά τα αποτελέσματα πιθανότατα θα επιβεβαίωναν την ευρέως διαδεδομένη υποψία ότι η σύγχρονη έρευνα – ελεγχόμενη και συστηματική – ήταν πολύ ανώτερη στα συμπεράσματά της. Κατά την άποψη των ψυχολόγων, οι ιστορικοί είναι οπισθοδρομικοί, ενώ η κύρια έμφαση της έρευνας θα έπρεπε να δοθεί στη δόμηση γνώσης για το μέλλον.
   Σιγά - σιγά, παρόλα αυτά, αυτές οι διεπιστημονικές αντιπάθειες έχουν αρχίσει να υποχωρούν. Με την εμφάνιση νέων πολιτιστικών πλαισίων– παγκοσμιοποίηση, οικολογία, πληροφοριακή έκρηξη, πολυ-πολιτισμικότητα και μεταμοντερνισμός μεταξύ άλλων – αντιμετωπίζουμε με αυξανόμενη ευαισθησία την τεχνητή και συχνά αποκρυπτική δουλικότητα της πρακτικής. Ο διαχωρισμός και η εξειδίκευση λανθασμένα αλλά με αυξανόμενο ρυθμό αντικαθίστανται από την περιέργεια, το διάλογο, και από μια αίσθηση αισιοδοξίας για νέες και ενδιαφέρουσες προοπτικές. Είναι με τη μορφοποίηση αυτού του μέλλοντος που στοιχειοθετείται το παρόν κεφάλαιο. Ένα πάντρεμα της ιστορίας με την ψυχολογία μπορεί να πάρει πολλές μορφές και η αναστοχαστική ανησυχία για τις διαφορετικές τους δυνατότητες και αδυναμίες είναι απαραίτητη. Είναι απλώς ένα ζήτημα πνευματικής και επιστημονικής υπόσχεσης. Μακροχρόνιες παραδόσεις κρέμονται από μια κλωστή – για να ενδυναμωθούν ή να διαλυθούν ανάλογα. Αυτές οι παραδόσεις συνδέονται περαιτέρω με ευρύτερες κοινωνικές πρακτικές που έχουν ηθικές και πολιτικές συνέπειες. Με την επιλογή της μεθοδολογίας της έρευνάς μας, δημιουργούμε ένα πολιτιστικό μέλλον.
  Έχοντας υπόψη αυτούς τους συλλογισμού καταλήγω στο ότι υπάρχουν οι εξής κατευθύνσεις: η ιστορία ως ψυχολογική έκφραση, η ιστορία ως πρόγονος της ψυχολογίας και ο ρόλος της ψυχολογίας ως ιστορίας. Όπου αυτό είναι δυνατό, θα διατηρήσουμε ζητήματα των συναισθημάτων στο προσκήνιο. Παρόλα αυτά, όπου η βιβλιογραφία μας κατευθύνει σε άλλες ψυχολογικές καταστάσεις και συνθήκες, διαπιστώνουμε ότι τα συμπεράσματα είναι επίσης σχετικά με τα συναισθήματα. Δεν θα προσποιηθώ ότι είμαι αμερόληπτος σε αυτή την ανάλυση. Μάλιστα, το ζήτημα της ηθικής και πολιτικής αμεροληψίας είναι κεντρικής σημασίας για την συζήτηση. Παράλληλα, δεν ισχυρίζομαι ότι διαθέτω διορατικότητα σε αυτά τα θέματα. Αυτές οι παρατηρήσεις δεν προορίζονται ως οριστικές – η λήξη του ζητήματος – αλλά ως προσκλήσεις για συλλογικό προβληματισμό με σκοπό την οικοδόμηση ενός βιώσιμου μέλλοντος.


                                    Η Ιστορία ως Έκφραση της Ψυχολογίας

Ο κύριος προβληματισμός μου στην παρούσα ανάλυση είναι το σύνολο των παραδοχών που παραδοσιακά θεμελιώνουν τη βασική έρευνα στα πεδία της ψυχολογίας και της ιστορίας. Αυτές οι παραδοχές, θα ισχυριστώ, ενώ προκαλούν ορισμένες μορφές επικοινωνίας μεταξύ ιστορίας και ψυχολογίας, είναι επίσης προβληματικές και περιοριστικές σε σημαντικά σημεία. Επιπλέον, εντός ορισμένων μορφών της ιστορικής ψυχολογίας, οι παραδοχές αυτές οδηγούν σε σημαντικές εναλλακτικές λύσεις. Για πολλούς, αυτές οι τελευταίες εξελίξεις αποτελούν σημαντικές απειλές για τα σχετικά πεδία. Ωστόσο, όπως ισχυρίζομαι, οι απειλές αυτές υπεραντισταθμίζονται από τα πολλαπλά πλεονεκτήματα, τόσο στην ιστορική/ψυχολογική έρευνα όσο και στην κοινωνική ζωή γενικότερα.
   Ας αναλογιστούμε εν συντομία αρκετές βασικές παραδοχές που παραδοσιακά συνδέουν αυτά τα πεδία. Δεν θα καθορίσω την έκταση με κάθε λεπτομέρεια σε αυτό το δοκίμιο, καθώς το υποθετικό παράδειγμα είναι καλά επεξεργασμένο εντός της φιλοσοφίας της επιστήμης του εικοστού αιώνα (όπως αναδύεται από το θετικισμό της δεκαετίας του 1920 και επεκτείνεται μέσω του λογικού εμπειρισμού στις Ποπερικές αιτιολογίες του επικριτικού ορθολογισμού) και βαθιά ριζωμένο ως έμμεσο εποικοδόμημα στο πλαίσιο των καθημερινών δραστηριοτήτων των μελετητών και των ίδιων των επιστημόνων. Ανακεφαλαιώνοντας, εν συντομία, τέσσερις από τις βασικές υποθέσεις εργασίας που εντοπίζονται εντός τεράστιων κλάδων των επιστημονικών πεδίων σήμερα, βρίσκουμε αντιστοιχίες με τα ακόλουθα:
1.     Ένα ανεξάρτητο θεματικό αντικείμενο. Μέχρι τα τελευταία χρόνια, οι ιστορικοί και οι ψυχολόγοι έχουν ουσιαστικά παραδεχτεί την ύπαρξη του αντικειμένου τους ανεξάρτητα από τα ιδιαίτερα πάθη και τις τάσεις του ερευνητικού παράγοντα. Αυτό το άκαμπτο αντικείμενο – δεδομένης της φύσης – πρέπει να καταγράφεται, να μετριέται, να περιγράφεται και να αναλύεται. Η εμπειρία από το αντικείμενο αυτό μπορεί να παρέχει μια επαγωγική βάση για την παραγωγή γνώσης ή την κατανόηση. Αντικρουόμενες αντιλήψεις μπορούν να συγκριθούν με το φάσμα των ήδη  υπαρχουσών ώστε να καθορίσουν τη σχετική ισχύ τους.   
2.     Ένας ουσιοκρατικός τρόπος σκέψης. Οι ιστορικοί έχουν σε μεγάλο βαθμό συμφωνήσει με τους ψυχολόγους στη θεώρηση ότι μεταξύ των σημαντικών θεμάτων που πρέπει να διερευνηθούν υπάρχουν ειδικά νοητικές διεργασίες, οι πρόγονοί τους και οι εκδηλώσεις τους. Επειδή η ανθρώπινη δράση βασίζεται σε ένα ψυχολογικό υπόβαθρο (συμπεριλαμβανομένων, για παράδειγμα, του συναισθήματος, της σκέψης, της πρόθεσης και του κίνητρου), ένας φωτισμός της ψυχολογικής λειτουργίας είναι απαραίτητος για την ιστορική γνώση (για να μην γίνει η ιστορία ένα απλό χρονικό γεγονότων). Η πνευματική διεργασία είναι το επίκεντρο της επιστήμης της ψυχολογίας.
3.     Κατανόηση ως αντικειμενικό και συσσωρευτικό. Οι ψυχολόγοι έχουν προσπαθήσει πάρα πολύ για να διασφαλίσουν την αντικειμενική εκτίμηση στο αντικείμενό τους. Χρήση οργάνων, ηλεκτρονικός έλεγχος, πειραματικός σχεδιασμός και δοκιμαστικές μελέτες επικύρωσης είναι μόνο μερικά από τα εχέγγυα της αντικειμενικότητας. Παρόλο που λίγοι ιστορικοί θα ισχυρίζονταν ότι στον κόσμο του παρελθόντος υπάρχει διαφάνεια, οι περισσότεροι θα συμφωνούσαν ότι μέσα από την εξέταση των χειρογράφων, των γραμμάτων, των ημερολογίων και άλλων χειροποίητων αντικειμένων, μπορεί κανείς να διαμορφώσει απόψεις για το παρελθόν που ρίχνουν όλο και περισσότερο φως στα πραγματικά γεγονότα. Η αντικειμενική κατανόηση ίσως να μην είναι πλήρως εφικτή, αλλά ο στόχος μπορεί να προσεγγιστεί σε μεγάλο βαθμό. Επιπλέον, και στα δύο πεδία η αντικειμενικότητα μας παρέχει τη θεμελίωση για συσσωρευτική γνώση. Με αυξανόμενη μελέτη ενός δεδομένου φαινομένου – είτε η ψυχολογική κατάθλιψη είτε η Μεγάλη Ύφεση – οι μελετητές μπορούν να πετύχουν πληρέστερα μια λεπτομερή κατανόηση.
4.     Αξία στην ουδετερότητα. Η διάχυτη τάση στην ιστορική και ψυχολογική έρευνα ήταν μια απαίτηση για ιδεολογική αμεροληψία. Για να είναι σίγουροι, οι μελετητές και οι επιστήμονες μπορούν να τρέφουν ισχυρές προσωπικές αξίες, αλλά αυτές δεν θα έπρεπε με κανένα τρόπο να επηρεάσουν τον προσδιορισμό των αποδεικτικών στοιχείων ή το αποτέλεσμα του θεματικού αντικειμένου. Η αναζήτηση της αντικειμενικότητας και στις δυο περιπτώσεις είναι ταυτοχρόνως συνδεδεμένη με μια αντίληψη της αντικειμενικότητας ως ελευθερίας από την ιδεολογία.
Σε μεγάλο βαθμό, αυτές οι κοινές παραδοχές είναι επίσης υπεύθυνες για την εμφάνιση μιας μικρής αλλά ισχυρής μετακίνησης προς την ιστορική ψυχολογία. Δίνοντας ευρεία αποδοχή στις μεταφυσικές υποθέσεις, ένα ευρύ φάσμα από συναρπαστικές και ενδιαφέρουσες εξερευνήσεις πάνω στις αλληλεπιδράσεις μεταξύ της ψυχολογικής διεργασίας και της ιστορικής αλλαγής έχει αναδυθεί. Θα είναι χρήσιμο για την παρούσα ανάλυση να θέσουμε πολλά από αυτά τα εγχειρήματα στο επίκεντρο της προσοχής και στη συνέχεια να εξετάσουμε πολλές προβληματικές επιπτώσεις. Με τα ζητήματα αυτά κατά νου, μπορούμε να στραφούμε σε δύο επιπλέον εξελίξεις που παρέχουν εναλλακτικές εκφάνσεις της ιστορίας και της ψυχολογίας.


Υποθέσεις στην Πράξη: Ιστορική Ψυχολογία

   Όπως φαίνεται, οι υποθέσεις που εξετάζονται εδώ ουσιαστικά προεικονίζουν τις κυρίαρχες τάσεις της έρευνας. Εάν υποθέσουμε την ύπαρξη ψυχολογικής διαδικασίας (οντότητες, μηχανισμοί, διαθέσεις κτλ), μέσα σε ένα αντικειμενοποιημένο ιστορικό πλαίσιο (το οποίο είναι ένα πλαίσιο που υπάρχει ανεξάρτητα από νοητική αναπαράσταση), τότε στρεφόμαστε σε αναλύσεις που αιτιολογικά συνδέουν τα πνευματικά δεδομένα με συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα ή πράξεις. Δύο βασικές μορφές έρευνας προτιμώνται: η πρώτη φωτίζοντας τις ρίζες της ψυχολογίας μέσω ιστορικά προσδιορισμένων δράσεων και η δεύτερη επικεντρωμένη στα ψυχολογικά αποτελέσματα συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών. Ενώ οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ ψυχολογικών και ιστορικών συνθηκών είναι σπάνιες αλλά αξιοσημείωτες, το μεγαλύτερο μέρος της έρευνας τείνει να ευνοήσει τη μία από τις αιτιακές αλληλουχίες ή την άλλη. Στην περίπτωση των απαρχών της ψυχολογίας, ίσως οι προγενέστερες προσπάθειες ήταν εκείνες των ψυχο-ιστορικών (βλέπε, για παράδειγμα, τον DeMause (1982), Loewenderg (1983), Brown (1959)), οι οποίοι κατά κανόνα δέχονται την ύπαρξη ποικίλων ψυχοδυναμικών διεργασιών και εστιάζουν την ανάλυση στους τρόπους με τους οποίους αυτές οι διεργασίες εκδηλώνονται σε διάφορα ιστορικά γεγονότα. Τέτοιες αναλύσεις μπορεί να εξετάζουν τις ψυχοδυναμικές συνθήκες των ανθρώπων σε μια συγκεκριμένη περίοδο της ιστορίας (για παράδειγμα, Fromm, 1941), ή την μεμονωμένη ψυχολογία σημαντικών ιστορικών στοιχείων (για παράδειγμα, Erikson, 1975). Ενώ το έργο του Martindale (ειδικά 1975, 1990) για τα ψυχολογικά κίνητρα που προκαλούν αισθητική εκτίμηση και ενδιαφέροντα αποτελεί την κυρίαρχη τάση στο μυαλό για την απαρχή της ιστορίας, το έργο του είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον όταν επιδιώκει κάποιος να αποδείξει ότι οι ψυχολογικές καταστάσεις δημιουργούν ένα πλαίσιο επιδράσεων οι οποίες επιστρέφουν για να τροποποιήσουν τον ίδιο τους το χαρακτήρα. Επομένως, για τον Martindale, υπάρχουν προβλέψιμες ιστορικές τροχιές που προέρχονται από τις ψυχολογικές – ιστορικές αλληλεπιδράσεις.
   Όλο και πιο διαδεδομένη, ωστόσο, είναι η έρευνα στην οποία οι πνευματικές καταστάσεις και εκφράσεις τοποθετούνται ως αποτελέσματα συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών. Το έργο αυτό δεν προτάσσει ότι οι ψυχολογικές διεργασίες είναι προϊόντα αυτών των συνθηκών, αλλά ο αναλυτής υποθέτει την ύπαρξη θεμελιωδών ψυχολογικών διεργασιών (π.χ. γνωστική, συναισθηματική, παρακινητική κ.τ.λ.) και θεωρεί το ιστορικό πλαίσιο ως έκφραση του περιεχομένου, του χαρακτήρα ή της έκφρασής τους. Στην πραγματικότητα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχει μια ιστορική υφή της ψυχολογίας. Εργασία αυτού του είδους έχει αναδυθεί από πολλές πηγές. Έχει υπάρξει ένας μακροχρόνιος προβληματισμός, για παράδειγμα, για τους τρόπους με τους οποίους οι διαδικασίες της ανάπτυξης του παιδιού τοποθετούνται μέσα σε συγκεκριμένα ιστορικά περιβάλλοντα (Aries, 1962, van den Berg, 1961, Kessen, 1990). Ευρείας κλίμακας έργα όπως εκείνα του Elias (1978) πάνω στη διαδικασία του εκπολιτισμού, του Ong (1982) πάνω στις μορφές γνωστικής λειτουργίας που χρησιμοποιούν προφορικό λόγο σε αντίθεση με την κουλτούρα της εκτύπωσης, και του Elder (1974) πάνω στις ψυχολογικές επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, αποτελούν σημαντικές συνεισφορές σε αυτή τη μορφή έρευνας. Ερευνητές όπως ο Simonton (1984, 1990) έχουν προσπαθήσει ακόμα και να δημιουργήσουν μέσα ποσοτικοποίησης ιστορικών μεταβλητών έτσι ώστε να προβλέψουν ιστορικά συγκεκριμένα επίπεδα δημιουργικότητας, ευφυΐας ή ηγεμονικότητας. Ίσως το πιο εκτεταμένο και συντονισμένο έργο εντός του πεδίου αυτού ήταν εκείνο των Stearns, το οποίο περιλαμβάνει την ιστορία τους για την οργή μέσα στο αμερικανικό πλαίσιο (Stearns, 1986), την εξέλιξη της ζήλιας στη σύγχρονη ιστορία (Stearns, 1989) και τη μοίρα των Βικτωριανών παθών στη ζωή του εικοστού αιώνα (Stearns, 1994). Περισσότερα υποδείγματα έρευνας σε αυτά τα διάφορα πεδία περιλαμβάνονται στο έργο Ιστορική Κοινωνική Ψυχολογία (Gergen, 1984).


                              Προσεγγίζοντας τα Όρια της Παράδοσης

   Όπως βλέπουμε, καθεμία από τις παραδοσιακές υποθέσεις που αναφέρθηκαν προηγουμένως είναι σαφώς εκδηλωμένη σε αυτά τα στοιχεία της έρευνας. Καθεμία θεωρεί την ανεξάρτητη ύπαρξη του αντικειμένου της, την ψυχή, ως ένα «φυσικό είδος» διαθέσιμο στην επιστημονική αξιολόγηση, την έρευνα ως αντικειμενική και συσσωρευτική και το εγχείρημα της έρευνας όχι από μόνο του ιδεολογικά επενδυμένο. Ένας σημαντικός εμπλουτισμός της κατανόησης προήλθε από την αναζήτηση αυτών των υποθέσεων, συμπεριλαμβανομένης μεταξύ αυτών της μεγάλης ανάπτυξης των κοινωνικών/ συμπεριφορολογικών επιστημών ως σημαντικών πεδίων στο χώρο του πολιτισμού, μιας αναδυόμενης αίσθησης ενότητας στα ερωτήματα της γνώσης, στη σημαντικότητάς και του τρόπου με τον οποίο πρέπει να διερευνηθεί και να διδαχθεί και μάλιστα στο πλαίσιο ενός γιγαντιαίου φορέα αναζήτησης που χρησιμεύει στη διέγερση της διάνοιας, της φαντασίας και της κοινωνικής πρακτικής. Παρόλο που μπορούν να ειπωθούν πολλά ακόμα για αυτές τις προσπάθειες, είναι επίσης σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε τα όριά τους. Το ότι πρέπει να επικροτούμε τις παραδοσιακές προσπάθειες δεν είναι υπό συζήτηση. Εάν ένα μόνο παράδειγμα θα έπρεπε να επαρκεί είναι ένα άλλο ζήτημα.
   Τρία κρίσιμα ζητήματα απαιτούν προσοχή στο παρόν πλαίσιο. Κατ’ αρχάς, είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι οι υποθέσεις που οδηγούν στην ανάπτυξη αυτής της μορφής της έρευνας προέρχονται από μια ιστορικά τοποθετημένη σαφήνεια. Οι υποθέσεις όπως αρθρώνονται δίνουν την εντύπωση «πρώτων αρχών», αρχών που υπερβαίνουν το ιστορικό και πολιτισμικό πλαίσιο. Όμως, ο ιστορικά ευαίσθητος αναλυτής θα δώσει προσοχή στις κοινωνικές συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτές οι υποθέσεις εμφανίστηκαν και το ρόλο που ίσως έχουν διαδραματίσει εντός του πολιτικού και οικονομικού πλαισίου της εποχής. Οι «θεμελιώδεις» υποθέσεις, επομένως, αντλούν την εγκυρότητά τους όχι από υπερβατικές αλήθειες αλλά από συγκεκριμένες συνθήκες της κοινωνίας. Και αν αυτό ισχύει, τότε δεν υπάρχει καμία δεσμευτική αναγκαιότητα για τη διατήρησή τους και παράλληλα για τον αποκλεισμό άλλων. Ή πιο θετικά, επειδή είναι προαιρετικές μπορούν να είναι ανοιχτές σε ευρύ έλεγχο και ενδεχόμενες εναλλακτικές λύσεις.
   Τέτοιος έλεγχος ξεκινά στα σοβαρά όταν συνειδητοποιηθεί ότι αυτές οι βασικές υποθέσεις δεν παρέχουν κανένα μέσο για κρίσιμη αυτοκριτική. Τη στιγμή που τίθενται σε ισχύ, δεν υπάρχουν τρόποι αμφισβήτησης των παραδοχών τους ή κατανοητά διατυπωμένα ερωτήματα που να μην εμπίπτουν στην οντολογία που οριοθετούν. Εφόσον γίνει αποδεκτό ότι η γνώση  συσσωρεύεται μέσω εμπειρικής εκτίμησης των δεδομένων του κόσμου, είναι δύσκολο να αμφισβητήσουμε αυτήν την παραδοχή. Το να την αμφισβητήσουμε με δεδομένο ότι δεν εμπεριείχε την οντολογία (π.χ. για πνευματικούς λόγους) θα ήταν άσχετο με το εγχείρημα (π.χ. «απλός μυστικισμός»). Το να θέσουμε τον εμπειρισμό σε εμπειρικά τεστ θα ήταν εξίσου προβληματικό. Θα ήταν εννοιολογική σύγχυση να υποθέσουμε ότι οι εμπειρικές μέθοδοι θα μπορούσαν να αυταποδειχτούν ως αναληθείς.
   Ωστόσο, το πρόβλημα δεν περιορίζεται σε μια ανικανότητα για ενδοσκόπηση. Όπως ανακαλύπτουμε όταν το παράδειγμα τεθεί σε εφαρμογή, όλα τα ζητήματα που δεν εμπίπτουν στο οριοθετημένο πεδίο της εμπειρικής γνώσης τίθενται σε κίνδυνο. Συγκεκριμένα, οι κριτικοί προβληματίζονταν για καιρό σχετικά με την ανικανότητα της παραδοσιακής οπτικής να θέτει ερωτήματα τα οποία θα έχουν αξία για τους ανθρώπους. Εξαιτίας του ότι η γλώσσα της αξίας δεν μπορεί αδιαμφισβήτητα να συνδεθεί με γεγονότα στον υλικό κόσμο, τα ζητήματα αξίας έχουν σε μεγάλο βαθμό αφαιρεθεί από τη συζήτηση. Περαιτέρω, η αναζήτηση της γνώσης ασχολείται με το να οριοθετήσει το τι συμβαίνει ή συνέβαινε. Με άλλα λόγια, η αναζήτηση της γνώσης συνθέτει έναν κανόνα των «πρέπει». Η αντικειμενική έρευνα δεν υπεισέρχεται στο χώρο της ιδεολογικής προπαγάνδας. Παρόλα αυτά, οι κριτικοί επιμένουν, ότι στη δική του ή δική της επιλογή περιγραφικής ορολογίας, επεξηγηματικής βάσης, μέθοδο έρευνας και εκλογικευτικών τεχνικών, ο ή η επιστήμονας λειτουργεί στον κόσμο του αναπόφευκτου, διαμορφώνοντας το μέλλον προς το καλό ή το κακό. Παρά τους πρότερους ισχυρισμούς για την αξία της ουδετερότητας, οι επιδιώξεις της παραδοσιακής έρευνας είναι αναπόφευκτα ιδεολογικές. Πεδίο προβληματισμού αποτελεί η ανάγκη εύρεσης  μέσων για να αποκατασταθεί η αίσθηση της ηθικής και της πολιτικής ευθύνης σε τέτοιες προσπάθειες.
    Τίθεται ένα τελευταίο ζήτημα, λιγότερο βαθύ στην εφαρμογή, αλλά εξίσου σημαντικό. Αυτό αφορά τις τάσεις που κληροδοτούνται στις δεσπόζουσες επιστήμες της ιστορίας και της ψυχολογίας και στον τρόπο με τον οποίο επιλύονται στις διάφορες μορφές διεπιστημονικής εργασίας. Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί το γεγονός ότι η ψυχολογία υπήρξε γενικά, αλλά όχι συνολικά, μια επιστήμη με πρακτική τη γενίκευση. Με άλλα λόγια, βασική επιδίωξή της αποτελεί, η δόμηση γνώσης γύρω από την ανθρώπινη συμπεριφορά που να υπερβαίνει τον χρόνο και την κουλτούρα. Αντιθέτως, οι περισσότερες (εάν όχι όλες) οι ιστορικές αναλύσεις έτειναν στην συγκεκριμενοποίηση, απασχολούμενες με τις μοναδικές συνθήκες που υπήρξαν στις διαφορετικές χρονικές περιόδους. Με τους όρους της προηγούμενής μας συζήτησης, αυτές οι διαφορές στην ροπή δεν είναι χωρίς πολιτική σημασία. Για τις γενικεύουσες επιστήμες, μια σύλληψη της ανθρώπινης φύσης ως σχετικά σταθερής τείνει να υπερισχύει. Ως εκ τούτου, υπάρχει μια προτίμηση στην επεξήγηση των διαφόρων κοινωνικών προβλημάτων (π.χ. επιθετικότητα, φτώχεια, χρήση ναρκωτικών) σε όρους ατομικούς, κληροδοτούμενων τάσεων, με μια σχετική προτίμηση για κρατικό έλεγχο και πολιτικό συντηρητισμό («κανείς δεν μπορεί να αλλάξει την ανθρώπινη φύση αλλά μόνο να ελέγξει τις υπερβολές της»). Για τον επιστήμονα της συγκεκριμενοποίησης, η τάση είναι η αντίληψη της ανθρώπινης φύσης σαν πιο ευμετάβλητης και πολυδύναμης. Τα κοινωνικά προβλήματα είναι πιο πιθανό να κατανοηθούν με τους όρους της συγκεκριμένης σύνθεσης των περιστάσεων (π.χ. οικονομικές τάσεις και αξίες, ποιότητα διακυβέρνησης κ.τ.λ.) με λύσεις πολιτικής που στρέφονται υπέρ της συνεργασίας και της δημιουργικότητας έναντι του ελέγχου και της τιμωρίας.
   Σε αυτό το περίγραμμα εντοπίζουμε πολλές από τις προαναφερθείσες προσπάθειες που αντιμετωπίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά σαν αποτέλεσμα της έκφρασης ενός ορισμένου ψυχολογικού υποστρώματος και που τείνουν να προωθούν το συλλογικό υπέρ του συγκεκριμένου. Η ύπαρξη του συναισθήματος, για παράδειγμα, ποτέ δεν αμφισβητείται. Η έκφραση και το συναίσθημα συνιστούν το ιστορικό. Τέτοιες εκφράσεις μπορούν να ελεγχθούν, να διοχετευθούν ή να καταπιεστούν, αλλά το θεμέλιο παραμένει σταθερό. Έτσι, η ψυχολογική διαδικασία παραμένει μια κυρίαρχη δύναμη στην δημιουργία ιστορικών γεγονότων, και η ιστορία των ψυχολογικών διεργασιών μπορεί να γραφεί μόνο με όρους παραλλαγής του κεντρικού θέματος. Μπορούμε να εκτιμήσουμε πιο συνολικά αυτούς τους ισχυρισμούς συγκρίνοντας αυτόν τον αρχικό προσανατολισμό με έναν δεύτερο.


Η ιστορική σύσταση της ανθρώπινης ψυχής

   Σε σημαντικά σημεία, η δεύτερη ανάλυση της ψυχολογικής – ιστορικής έρευνας παρουσιάζει μια πιο ακραία εκδοχή της προσέγγισης της υφής που μόλις συζητήσαμε. Ωστόσο, αντί για το ιστορικό πλαίσιο που χρησιμεύει στο να δώσει περιεχόμενο ή συνθήκες έκφρασης σε ένα διαφορετικά καθορισμένο πεδίο ψυχολογικής λειτουργίας, εδώ βρίσκουμε ότι το ιστορικό συνιστά το πνευματικό. Αυτό σημαίνει ότι οι πνευματικές διεργασίες – τόσο η οντολογία του μυαλού όσο και οι συγκεκριμένες εκδηλώσεις – είναι υποπροϊόντα προγενέστερων ιστορικών συνθηκών. Αυτές οι συνθήκες μπορεί να είναι υλικές: για τους Μαρξιστές ιστορικούς, οι ψυχολογικές συνθήκες της προσωπικής αλλοτρίωσης και της ψευδούς συνείδησης είναι το συγκεκριμένο συμπέρασμα των συνθηκών εργασίας. Η αναδιαμόρφωση της εργασίας θα εξάλειφε ουσιαστικά αυτές τις συγκεκριμένες καταστάσεις του μυαλού. Για το μεγαλύτερο μέρος, ωστόσο, οι ερευνητές έχουν στραφεί στις κοινωνικές συνθήκες ως τους πρωταρχικούς παράγοντες διαμόρφωσης της ψυχολογικής διαδικασίας.
   Αυτή η προσέγγιση ήταν η πιο ελκυστική για ένα εύρος ψυχολογικών καταστάσεων που είναι είτε οριακές είτε αμφιλεγόμενες ως προς την κοινωνία γενικότερα. Επομένως, δεν είμαστε καθόλου ανήσυχοι από υποθέσεις της κοινωνικής ιστορίας της ρομαντικής αγάπης (για παράδειγμα, Hunt,1959, Kern,1992). Πιθανώς επειδή πολλοί αισθάνονται αβέβαιοι ότι ποτέ δεν έχουν ή θα έχουν την εμπειρία μιας τέτοιας κατάστασης και πιθανώς επειδή η ρομαντική αγάπη είναι ουσιαστικά προβληματική σε σχέση με ένα ιδεώδες του Διαφωτισμού ως μια λογική και αντικειμενική λειτουργία του μυαλού, υπάρχει μια συγκεκριμένη ανακουφιστική ακολουθία σε μια τέτοια ιστορικοποίηση.
   Ωστόσο, διανοητικά και ιδεολογικά διακυβεύματα τίθενται επιτακτικά όταν μια τέτοια ανάλυση στρέφεται σε ψυχολογικά κατηγορήματα πιο καίρια για τους δημόσιους θεσμούς μας. Για παράδειγμα, οι ριζικές συνέπειες των απόψεων του Lev Vygotsky (1978) για την ανθρώπινη ανάπτυξη δεν έχουν χαθεί στον επαγγελματία ψυχολόγο. Για τον Vygotsky, «Δεν υπάρχει τίποτα στο μυαλό που να μην είναι πρώτα από όλα στην κοινωνία» (142). Στην πραγματικότητα, για τον Vygotsky οι διαδικασίες της σκέψης και της μνήμης δεν υπάρχουν στη φύση, πριν από τον πολιτισμό, αλλά οφείλουν την ύπαρξή τους σε πολιτισμικούς προγόνους. Συγχρόνως, αυτή η άποψη λειτουργεί σαν μια ισχυρή «πρόσκληση» για ιστορική διερεύνηση. Ο ερευνητής μπορεί να επιχειρήσει να εντοπίσει μοναδικές ψυχολογικές καταστάσεις που υποφώσκουν στα ενδότερα του προσδιορισμού των πολιτιστικών συνθηκών που υπερτερούν σε μια ορισμένη χρονική περίοδο. Επί παραδείγματι, η περίπτωση της μητρικής στοργής, όπως ορίζεται από τον Badinter (1986). Η δική μου εργασία επιχειρεί να συνδέσει τις διαφορετικές έννοιες του εαυτού με προηγούμενες περιόδους και διερευνά την παρούσα ανάδυση αυτής της ευαισθησίας. Οι έρευνες των Harre και Finley-Jones αναφορικά με την ακηδία και τη μελαγχολία στο πρώιμο ευρωπαϊκό πλαίσιο είναι ομόλογες. Παρά το γεγονός ότι η διεπιστημονικότητα στο επίκεντρό της, με το έργο του Lutz σχετικά με την κοινωνική σύνθεση των συναισθημάτων, όπως στο φάγκο (= fago) και στο τραγούδι στον λαό Ifaluk του Ειρηνικού Ωκεανού, είναι ιδιαίτερα συναρπαστική. Συνεισφορές στην έντυπη συλλογή του Harre, Η Κοινωνική Σύνθεση των Συναισθημάτων, προσθέτουν σημαντική διάσταση στη μορφή της μελέτης.
   Είναι αξιοσημείωτο ότι η πλειονότητα της έρευνας της κοινωνικο-ιστορικής σύνθεσης των απόψεων δεν έχει στοιχειοθετηθεί από εμπειρικούς ψυχολόγους. Αυτό ίσως δεν προκαλεί έκπληξη, τοιουτοτρόπως οι επιπλοκές τέτοιας εργασίας της εμπειρικής ψυχολογίας έχουν προκαλέσει ελάχιστες «καταστροφές». Όχι μόνο τίθεται υπό διερεύνηση η εγκυρότητα των διιστορικών και διαπολιτισμικών γενικεύσεων, αλλά το ίδιο το συμπέρασμα της επιστήμης ως συσσώρευσης  διατρέχει κίνδυνο. Τα σημερινά εμπειρικά αποτελέσματα, σε αυτόν το χώρο δεν είναι ενδεικτικά γενικών αληθειών, αλλά ιστορικά ενδεχομένων εθίμων. Ή, με τους όρους των προηγούμενών μας ανησυχιών, αυτής της μορφής η ανάλυση αντιστρέφει το προνόμιο του ψυχολογικού πάνω στο ιστορικό. Εδώ η ψυχολογία μεταστρέφεται σε παραπόταμο της ιστορίας.
   Όταν τα παρελκόμενα διευρυνθούν, τέτοιες αναλύσεις ευνοούν επίσης μια αυτό-ανακλαστική στάση. Αυτό ισχύει, με αυτόν τον τρόπο πρωταρχικά, γιατί ο αναλυτής καταλήγει να εκτιμήσει το ιστορικό ενδεχόμενο των ίδιων των συλλήψεων της ανθρώπινης γνώσης να εγείρουν το ζήτημα της ιστορικής έρευνας από μόνες τους. Για παράδειγμα εάν οι νοοτροπίες δομούνται ιστορικά, τι μπορούμε να συμπεράνουμε εμείς από την έννοια της αντικειμενικότητας ως νοητικής κατάστασης, και από την υπόθεση μιας αμερόληπτης σχέσης ανάμεσα σε μια προσωπική υποκειμενικότητα και τα αντικείμενα μιας έρευνας; Η ίδια η ιδέα ενός νου ξεχωριστού από τον κόσμο, που βρίσκεται σε ένα σώμα και το οποίο αντικατοπτρίζει τις εμπειρίες του εξωτερικού κόσμου, εγγράφεται στην ιστορική σκέψη. Εάν η υποκειμενικότητα δομείται κοινωνικά, τότε δεν είναι κάθε επιστημονική περιγραφή χρωματισμένη με τις συμβάσεις της κοινότητας στην πορεία του χρόνου; Ένα κενό διανοίγεται τότε για έναν ενδοσκοπικό διάλογο.
   Επιπλέον, ένας ιστορικός τρόπος σκέψης αρχίζει να δημιουργεί μια ηθική και πολιτική ευαισθησία. Συγκεκριμένα, αν το πνευματικό είναι κοινωνικά διαμορφωμένο, τότε μορφές της ψυχολογικής ύπαρξης είναι ουσιαστικά προαιρετικές. Και αν είναι προαιρετικές, μπορούμε να διερευνήσουμε το επιθυμητό των υπαρχουσών λειτουργιών της ύπαρξης και τις εγγενείς δυνατότητες στις δυνατές εναλλακτικές. Για να επεξηγήσουμε, ο Averill (1982) υποστηρίζει για το θυμό ότι είναι μια μορφή πολιτισμικά διαμορφωμένης συμπεριφοράς. Ο θυμός στη Δυτικό πολιτισμό, για παράδειγμα, δεν αναπαράγεται κάπου αλλού και αυτό που θα επιθυμούσαμε να ορίσουμε ως θυμό σε πολλούς άλλους πολιτισμούς ελάχιστα μοιάζει με αυτό που θεωρούμε θυμό στη δική μας περίπτωση. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, εμείς στο σύγχρονο Δυτικό πολιτισμό μπορούμε να θέσουμε ερωτήσεις για το επιθυμητό της τρέχουσας διαμόρφωσης του θυμού μας. Βασιζόμενοι σε αυτήν την παραδοχή, ο Tavris (1982) υποστηρίζει έναν μετασχηματισμό στις πολιτισμικές μας δομές, έτσι ώστε να μειωθεί η ενδοοικογενειακή βία και άλλα εγκλήματα εξαιτίας της επιθετικότητας. Πιο πρόσφατα, οι Averill και Nunley (1992) επεκτείνουν αυτούς τους ισχυρισμούς για να προτείνουν ότι οι άνθρωποι θα πρέπει να διαμορφώσουν τις συναισθηματικές μορφές ως θεμελιώδεις για ολοκληρωμένες ζωές.
   Τελικά, ανακαλύπτουμε σε αυτήν την κατεύθυνση τους σπόρους για μια ριζική αναδιατύπωση του ρόλου του ιστορικού στον τομέα της ψυχολογίας. Όπως είδαμε στην προηγούμενη ανάλυση, όταν οι νοοτροπίες αντικειμενοποιούνται, θα τείνουν να δημιουργήσουν βασικές απαιτήσεις σε όλη την ιστορική ανάλυση. Ωστόσο, εάν ο πνευματικός κόσμος είναι ιστορικά διαμορφωμένος, τότε η ιστορική κατανόηση είναι βασική για οποιαδήποτε περαιτέρω ανάλυση του μυαλού. Το έργο του ιστορικού γίνεται ένα απαραίτητο προλεγόμενο για περαιτέρω κατανόηση της ψυχολογικής επιστήμης. Το να ξεκινήσουμε την έρευνα πάνω σε οποιοδήποτε ψυχολογικό «φαινόμενο» χωρίς την κατανόηση του πλαισίου της ιστορίας που προκαλεί το τεκμήριο του φαινομένου θα ήταν τουλάχιστον υπεροπτικό. Το να διενεργήσουμε έρευνα χωρίς μια αίσθηση της κοινωνικοπολιτισμικής δομής που θέτει τα όρια της σαφήνειας της εργασίας θα ήταν μυωπικό.
   Παρά τις σοβαρές επιπτώσεις της αναζήτησης πάνω στην ιστορική διαμόρφωση της ανθρώπινης ψυχής, πρέπει να λεχθεί ότι οι επαγγελματίες της δεν ήταν τυπικά μεταξύ των πιο ενεργών στην προώθηση των πιο ριζικών συνεπειών της. Παρά τις τάσεις, το μεγαλύτερο μέρος αυτού του έργου έχει προχωρήσει κάτω από τα παραδοσιακά μεταθεωρητικά δεσμά. Οι επαγγελματίες έχουν πρωταρχικά θέσει ως στόχο να κάνουν διαφωτιστική ιστορική δουλειά, αιτιολογημένη με όρους της αποδεικτικής της βάσης και χωρίς μια συγκεκριμένη ηθικο-πολιτική διάταξη. Μια τέτοια πρόκληση καταχωρείται για μια τρίτη μορφή ψυχολογικής – ιστορικής έρευνας.

                             
                              Ο Ψυχολογικός Λόγος στο Ιστορικό Πλαίσιο 

   Η πιο πρόσφατη στροφή στη μελέτη είναι μια διαλογική συντροφικότητα σε μια σειρά αλληλένδετων κινήσεων που πρόσφατα σαρώνει τις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες ευρύτερα. Αυτές οι κινήσεις – ποικιλοτρόπως προσαρμοσμένες ως μετά- δομικές, μετά-εμπειριστικές, μετά-θεμελιώδεις, μετά- Διαφωτιστικές και μεταμοντέρνες – όλες τείνουν να συγκλίνουν στους προβληματισμούς τους για τη δόμηση του νοήματος μέσω της γλώσσας και εντός της κοινότητας. Δηλαδή, με ποικίλους τρόπους εφιστούν την προσοχή στην πολλαπλότητα των τρόπων που διαφοροποιούν τη δόμηση των κοινοτήτων, τυπικά στη γλώσσα, μια τοπική αίσθηση του πραγματικού και του καλού. Επιπλέον, όπως συνήθως υποστηρίζεται, επειδή τέτοιες δομές δημιουργούν και διατηρούν συγκεκριμένες μορφές συμπεριφοράς, λειτουργούν ταυτόχρονα ως δυνάμεις ελέγχου ή εξουσίας εντός της κοινωνίας. Πιο εύστοχα, όπως προτείνεται, εκείνοι που βρίσκονται στα περιθώρια τέτοιων κοινοτήτων μπορεί να υποστούν ό,τι, για αυτούς, είναι καταπιεστικές αν όχι καταστροφικές συνέπειες αυτής της δόμησης.
   Αυτά ήταν πολύπλοκοι αν όχι δραματικοί διάλογοι και οι επιπτώσεις τους εκτεταμένες. Ιδιαιτέρως σημαντικά για το παρόν κεφάλαιο, έχουν διεγείρει μια εναλλακτική μορφή μελέτης, αφιερωμένης σε αυτήν την περίπτωση στις ιστορικές και πολιτισμικές συνθήκες που προκαλούν συγκεκριμένα λεξιλόγια στη διάταξη της κοινωνικής συμπεριφοράς. Το επιχείρημα εδώ δεν είναι ότι τα πνευματικά γεγονότα είναι κοινωνικά διαμορφωμένα, όπως στην προηγούμενη περίπτωση. Για τους περισσότερους από αυτούς τους ερευνητές η ύπαρξη της πνευματικής ζωής είναι από μόνη της ανεξάρτητη. Δηλαδή, εάν υπάρχει ή όχι «πνευματική ζωή» και πώς (εάν υπάρχει) είναι διαμορφωμένη δεν είναι ερωτήματα που γενικά θεωρούνται απαντήσιμα εκτός των ορίων μιας συγκεκριμένης ερμηνευτικής κοινότητας. Ο βασικός προβληματισμός, επομένως, είναι πάνω στους λόγους της πνευματικής ζωής, στις πράξεις των ανθρώπων που γίνονται προφανείς ή πιθανές μέσω τέτοιων λόγων και στη λειτουργία αυτών των λόγων (και των σχετικών πράξεων) εντός της κοινωνίας διαχρονικά.


                   

Τα Συναισθήματα ως Λόγος: Μια Απεικόνιση

   Για να μεταδώσω τη λογική αυτής της εργασίας, θα περιγράψω το λόγο των συναισθημάτων. Προσπάθειες να οριστούν τα συναισθήματα και να αποσαφηνιστεί ο χαρακτήρας τους έχουν κοσμήσει το τοπίο της διανόησης για πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια. Δύο χαρακτηριστικά από αυτή τη διαρκή συνομιλία είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτα: πρώτον, το τεκμήριο της ενάργειας και δεύτερον, το αδιέξοδο της συζήτησης. Στην προηγούμενη περίπτωση, μέχρι τον παρόντα αιώνα υπήρχε λίγη αμφιβολία για τη βέβαιη ύπαρξη των συναισθημάτων. Στο δεύτερο βιβλίο της Ρητορικής, ο Αριστοτέλης διέκρινε δεκαπέντε συναισθηματικές καταστάσεις. Το έργο του Ακινάτη Συνοπτική θεολογία απαρίθμησε έξι «συναισθηματικά» και πέντε «πνευματικά» συναισθήματα. Ο Descartes διέκρινε έξι πρωτογενή πάθη της ψυχής. Ο ηθικολόγος του δεκάτου ογδόου αιώνα David Hartley έκανε λόγο για δέκα «γενικά πάθη της ανθρώπινης φύσης» και οι βασικές συνεισφορές από πρόσφατους θεωρητικούς, του Tomkins (1962) και του Izard (1977), περιγράφουν περίπου δέκα διακριτές συναισθηματικές καταστάσεις. Ως αποτέλεσμα, στη Δυτική πολιτισμική ιστορία υπάρχει γενικότερη συμφωνία όσον αφορά την προφανή παρουσία συναισθηματικών καταστάσεων.
   Την ίδια στιγμή, αυτές οι βαθιές οντολογικές δεσμεύσεις συνδυάζονται επίσης με μία εικονική κακοφωνία ανταγωνιστικών απόψεων για τον χαρακτήρα των συναισθημάτων – τα διακριτά χαρακτηριστικά τους, οι απαρχές τους, οι εκδηλώσεις τους και η σημασία τους για τα ανθρώπινα ζητήματα. Για τον Αριστοτέλη τα συναισθήματα διαμόρφωσαν «τα συναισθήματα της ψυχής», για τον Ακινάτη τα συναισθήματα βιώνονταν από την ψυχή αλλά ήταν τα προϊόντα αισθητηριακών ορέξεων, ο Descartes απομόνωσε συγκεκριμένα «πάθη της ψυχής», αυτά που ανήκουν σε κινήσεις των «ζωωδών ενστίκτων» που αναμοχλεύουν το μυαλό. Για τον Thomas Hobbes (1651), τα πάθη ήταν συστατικά της ίδιας της ανθρώπινης φύσης και παρείχαν το «πνεύμα» ενεργοποίησης για τη διάνοια, τη θέληση και τον ηθικό χαρακτήρα. Στο έργο του Πραγματεία πάνω στην Ανθρώπινη Φύση, ο David Hume διαίρεσε τα πάθη σε εκείνα που προέρχονται άμεσα από το ανθρώπινο ένστικτο (π.χ. η επιθυμία να τιμωρήσουμε τους εχθρούς μας) και εκείνα που προέρχονται από μια «διπλή σχέση» αισθητηριακών εντυπώσεων και ιδεών. Έναν αιώνα αργότερα, και οι Αρχές της Ψυχολογίας του Spencer και η Έκφραση των Συναισθημάτων στον Άνθρωπο και στα Ζώα του Δαρβίνου επιχείρησαν να εξαρτήσουν τα συναισθήματα από φαινομενικά πιο βέβαια βιολογικά αίτια.
   Το αδιέξοδο της συζήτησης απεικονίζεται πιο παραστατικά όταν αναζητάμε το «αντικείμενο της μελέτης» από μόνο του, εκείνο το οποίο προσδιορίζεται ως ένα συναίσθημα. Για παράδειγμα, ο Αριστοτέλης προσδιόρισε το ευδιάλλακτο, την εμπιστοσύνη, τη φιλανθρωπία, την έλλειψη καλών τρόπων, τη δυσαρέσκεια, την άμιλλα, τη νοσταλγία και τον ενθουσιασμό ως συναισθηματικές καταστάσεις όχι λιγότερο διαφανείς από το θυμό ή τη χαρά. Ωστόσο, στις εξηγήσεις τους του εικοστού αιώνα, ούτε ο Tomkins (1962) ούτε ο Izard (1977) αναγνωρίζουν αυτές τις καταστάσεις ως συστατικά του συναισθηματικού πεδίου. Ο Ακινάτης πίστευε ότι η αγάπη, η επιθυμία, η ελπίδα και το θάρρος ήταν όλα κεντρικά συναισθήματα και ενώ ο Αριστοτέλης θα συμφωνούσε στην περίπτωση της αγάπης, όλες αυτές οι καταστάσεις σχεδόν δεν αναγνωρίζονται στις πρόσφατες θεωρίες των Tomkins και Izard. O Hobbes προσδιόρισε την απληστία, την πολυτέλεια, την περιέργεια, τη φιλοδοξία, την καλή προαίρεση, τη δεισιδαιμονία και τη θέληση ως συναισθηματικές καταστάσεις, καμία όμως από τις οποίες δεν χαρακτηρίζεται ως τέτοια στη σύγχρονη ψυχολογία. Οι Tompkins και Izard συμφωνούν ότι η έκπληξη είναι ένα συναίσθημα, μια πεποίθηση που πράγματι θα εξέπλησσε τους περισσότερους από τους προκατόχους τους. Ωστόσο, ενώ ο Izard πιστεύει ότι η λύπη και η ενοχή είναι βασικά συναισθήματα, αποτυγχάνουν να πληρούν τις προϋποθέσεις στην ανάλυση του Tompkins. Συγχρόνως, ο Tompkins βλέπει τη δυστυχία ως ένα κεντρικό συναίσθημα, ενώ ο Izard όχι.
   Μια συγκεκριμένη ειρωνεία υπάρχει πάντα ταυτόχρονα με αυτά τα δύο χαρακτηριστικά του συναισθηματικού διαλόγου, την ενάργεια και το αδιέξοδο. Εάν τα συναισθήματα είναι απλά εκεί ως διαφανή χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ύπαρξης, τότε γιατί είναι τόσο δύσκολα επιτεύξιμη η μοναδική ερμηνεία; Ευρεία συμφωνία υπάρχει εντός επιστημονικών κοινοτήτων όσον αφορά, για παράδειγμα, τους χημικούς πίνακες, τη γενετική σύσταση και τις κινήσεις των πλανητών. Και όπου έχουν προκύψει διαφωνίες, διαδικασίες έχουν επίσης τεθεί για να πιέσουν την ορολογία προς μεγαλύτερη ομοιομορφία. Γιατί, τότε, είναι η επιστημονική σύγκλιση τόσο αόριστη στην περίπτωση των συναισθημάτων; Τουλάχιστον μία σημαντική αιτία γι’ αυτό προέρχεται από μία πιθανή πλάνη και συγκεκριμένα την πλάνη της άστοχης συγκεκριμενοποίησης του Whitehead. Πιθανώς εργαζόμαστε με μία παράδοση στην οποία λανθασμένα αντιμετωπίζουμε τα υποθετικά αντικείμενα του πνευματικού μας λεξιλογίου ως χειροπιαστά, ενώ είναι τα ίδια τα  ονόματα που κατέχουν πιο αδιαμφισβήτητες ιδιότητες. Επειδή υπάρχουν λέξεις όπως αγάπη, θυμός και ενοχή, υποθέτουμε ότι πρέπει να υπάρχουν συγκεκριμένες ψυχολογικές καταστάσεις στις οποίες αναφέρονται. Και αν υπάρχει διαφωνία, υποθέτουμε ότι η συνεχής μελέτη του ζητήματος θα επιλύσει το πρόβλημα απολύτως. Μετά από δύο χιλιάδες χρόνια συζήτησης πάνω στο ζήτημα, σε ένα μόνο στοιχείο οδηγηθήκαμε αναπόφευκτα, στο να υποθέσουμε δηλαδή ότι δεν υπάρχουν τέτοιες απομονώσιμες συνθήκες στις οποίες τέτοιοι όροι αναφέρονται.
   Αυτή η τελευταία πιθανότητα έχει γίνει πιο επιτακτική τα τελευταία χρόνια και συγκεκριμένα με την ανάπτυξη της φιλοσοφίας σε κοινή γλώσσα. Οι Φιλοσοφικές Έρευνες του Wittgenstein ήταν το κύριο κίνητρο σε αυτήν την περίπτωση και για την αναζήτηση της αναφορικής βάσης για τα πνευματικά κατηγορήματα και για την προσφορά ενός εναλλακτικού τρόπου σκέψης για τέτοιο λόγο. Όπως αναρωτιέται ο Wittgenstein (1953), «Παρατηρώ ότι φοβάμαι. – Ανακαλώ τις σκέψεις μου την προηγούμενη μισή ώρα για να το κάνω αυτό ή αφήνω μια σκέψη από τον οδοντίατρο να περάσει γρήγορα από το μυαλό μου για να δω πώς με επηρεάζει ή μπορώ να είμαι αβέβαιος για το αν είναι πραγματικά φόβος για τον οδοντίατρο και όχι ένα άλλο φυσικό συναίσθημα δυσφορίας;» Το αδύνατο να απαντήσουμε μια τέτοια ερώτηση σε όρους πνευματικών αναφορών για το συναίσθημα απαιτεί ένα εναλλακτικό μέσο κατανόησης πνευματικών όρων. Αυτή η κατανόηση συναντάται ευρέως στα επιχειρήματα του Wittgenstein για το νόημα που προέρχεται από τη χρήση. Πάνω σε αυτή την άποψη, τα πνευματικά κατηγορήματα αποκτούν το νόημά τους μέσω διάφορων γλωσσικών παιχνιδιών ενσωματωμένων στις πολιτισμικές μορφές της ζωής. Η πνευματική γλώσσα καθίσταται σημαντική όχι δυνάμει της ικανότητάς της να αποκαλύπτει, επισημαίνει ή να περιγράφει πνευματικές καταστάσεις, αλλά από τη λειτουργία της στην κοινωνική συναλλαγή.


Ιστορικοποιώντας τον Φιλοσοφικό Λόγο: Περιπτώσεις και Συνέπειες

   Επιχειρήματα του προηγούμενου είδους πληροφορούν για μια μορφή ιστορικής εργασίας  που αναφέρεται όχι μόνο στο συναίσθημα αλλά και σε ολόκληρο το φάσμα των λόγων για τη φύση της ψυχολογικής λειτουργίας. Το επίκεντρο της αναζήτησης εντοπίζεται ποικιλοτρόπως στη γένεση και τη διατήρηση του ψυχολογικού λόγου, στους τρόπους λειτουργίας του εντός της κοινωνίας και στις αξίες και τις ομάδες που υποστηρίζει (και καταστέλλει). Ενδεικτικές είναι οι εξής περιπτώσεις: α) η έρευνα της Suzanne Kirschner (1996) για τον τρόπο με τον οποίο σύγχρονες αντιλήψεις για την ψυχολογική ανάπτυξη απηχούν τις αφηγήσεις των νέο-Πλατωνικών θεολογικών κειμένων, β) η συλλογή του David Leary (1990) για τη θέση της μεταφοράς στην ιστορία της ψυχολογικής θεωρητικοποίησης, γ) η ανάλυση του Gigerenzer (1991) για την επίδραση της στατιστικής μεθοδολογίας στην αναδυόμενη αντίληψη της ψυχολογίας για τη γνωστική λειτουργία, δ) το Ξαναγράφοντας την Ψυχή του Hacking (1995), μια ιστορική έρευνα πάνω στις αντιλήψεις της πολλαπλής προσωπικότητας και τις πολιτικές  της μνήμης, ε) η έρευνα του Spacks (1995) για την εμφάνιση της ανίας τον δέκατο όγδοο αιώνα και στ) η έρευνα του Herman (1992) για τις πολιτικές ρίζες του λόγου του ψυχικού τραύματος. Μια ευρεία δειγματοληψία της ιστορικής εργασίας πάνω στον ψυχολογικό λόγο περιέχεται επίσης στις Ιστορικές Κατευθύνσεις του Ψυχολογικού Λόγου (Graumann και Gergen, 1996).
   Αυτή η τελευταία εργασία ξεκινά να δίνει μορφή σε μια σημαντική εναλλακτική πρόταση στη στάση της αξιακής ουδετερότητας που διαπνέει και τα δύο προγενέστερα ψυχολογικά – ιστορικά εγχειρήματα. Αυτό σημαίνει ότι, αντί να αντανακλούν απλώς τη φύση του παρελθόντος, αυτές οι τελευταίες αναζητήσεις εντάσσουν το ιστορικό έργο στην υπηρεσία της ηθικής/ηθικιστικής κριτικής με το στόχο της αλλαγής της μορφής της πολιτιστικής δράσης. Αυτό το είδος της ανάλυσης που βασίζεται στην αξία προσδιορίζεται συγκεκριμένα από την υπόθεση πως ό,τι θεωρούμε ανθρώπινη δράση δεν δίνεται ούτε ως μια ουσία ούτε είναι παγιωμένο μεταξύ των ατόμων ως πολιτιστική θέση. Μάλλον, η ανθρώπινη δράση είναι συνυφασμένη με τον ιστό των αντιλήψεων του λόγου. Επομένως, εάν η μελέτη μπορεί να αλλάξει τέτοιες μορφές κατανόησης – όπως στην περίπτωση της ιστορικοποίησης του ψυχολογικού λόγου – τότε επιχειρούμε μια αποσαφήνιση για το ποια επιλογή είναι πιθανή. Το να καταλάβουμε ότι οι αντιλήψεις των ψυχολόγων για το συναίσθημα, για παράδειγμα, δεν είναι χάρτες της ανθρώπινης φύσης αλλά τα αποτελέσματα της πολιτιστικής παράδοσης μας δίνει τη δυνατότητα να αντικατοπτρίσουμε τη σχετική αξία αυτών των αντιλήψεων σε σύγκριση με άλλες πιθανότητες. Ο λόγος δεν είναι σταθερός αλλά καθίσταται προαιρετικός. Ιδιαίτερα ενδεικτικές αυτών των προβληματισμών είναι οι έρευνες της Rose Foucauldian (1985, 1990) για το ρόλο του λόγου και τις μεθόδους της επαγγελματικής ψυχολογίας στην πολιτική «πειθάρχηση» της κοινωνίας, η κριτική του Lutz (1988) για τις ανδροκεντρικές προκαταλήψεις που προωθήθηκαν από το λόγο των συναισθημάτων στο σύγχρονο Δυτικό πολιτισμό και η ανάλυση του Sampson (1988) για την ατομικιστική ιδεολογία που διατηρήθηκε από τις αναδυόμενες αντιλήψεις της πνευματικής ζωής.
   Οι συνέπειες αυτού του αναπτυσσόμενου σώματος εργασίας για περισσότερη παραδοσιακή ιστορική και ψυχολογική έρευνα μοιάζει, εξαρχής, κάπως αναιρετική. Από την προοπτική του λόγου, είναι δύσκολο να τοποθετήσουμε ένα θεματικό αντικείμενο το οποίο είναι ανεξάρτητο από τις διαλογικές/θεωρητικές εργασίες των παραγόντων διερεύνησης. Η κύρια ιδέα ενός «ανεξάρτητου θεματικού αντικειμένου» - ή ο ίδιος ο νους της ιστορίας – ακυρώνεται λόγω έλλειψης συνοχής. Και με αυτή τη σειρά, βεβαίως, έτσι δημιουργούμε ουσιοκρατικές αντιλήψεις για πνευματικά γεγονότα ή διαδικασίες. Αν μη τι άλλο, αυτές οι έρευνες καταδεικνύουν τη λεπτή (αν όχι ταυτολογική) σχέση μεταξύ της γλώσσας του μυαλού μας και των υποτιθέμενων αναφορών της. Επιπλέον, η φιλοδοξία για μια αντικειμενική επιστήμη/ιστορία αρχίζει να αποκτά προσανατολισμό. Ναι, το νόημα της αντικειμενικότητας ίσως κατορθωθεί μέσα σε μια συγκεκριμένη κοινότητα συνομιλητών. Ωστόσο, ο επιστήμονας/μελετητής χάνει την εγγύηση για αξιώσεις αλήθειας πέρα από την κοινωνία, για μια κάπως προνομιούχα σχέση μεταξύ λέξεων και κόσμου. Ομοίως, η γνώση μπορεί να συσσωρεύεται, αλλά μόνο με τη δύναμη των προτύπων που χρησιμοποιούνται μέσα σε μια ερμηνευτική κοινότητα.
   Όμως τελικά, τα συμπεράσματα αυτών των επιχειρημάτων δεν μπορούν να είναι σταθερά. Εάν ο κριτικός ισχυρίζεται την αλήθεια της κριτικής του, τότε τα κύρια επιχειρήματα από τα οποία απορρέει καταργούνται. Πιο θετικά, είναι σαν να λέμε ότι η λογική έρευνα επιτυγχάνει να αποφύγει τις παγίδες της άρνησης της δικής της λογικής. Ενώ η παραδοσιακή έρευνα δεν έχει καθόλου μέσα να διερευνήσει τις δικές της υποθέσεις (π.χ. παραδοχές αντικειμενικότητας, ουδετερότητα στην αξία), ο ερευνητής καλείται σε μια στάση ταπείνωσης. Επομένως, η λογική κριτική των παραδόσεων πρέπει από μόνη της να θεωρηθεί ως μία λογική κίνηση, ένας τρόπος συνέχισης της πνευματικής ζωής μέσα στην ακαδημαϊκή κοινότητα και συσχέτισης αυτής της κοινότητας με την ευρύτερη κοινωνία. Τα επιχειρήματα βασικά λειτουργούν ως ένα κάλεσμα σε μορφές συζήτησης και σχέσης που μπορούν να προσφέρουν νέες εναλλακτικές προτάσεις για έρευνα και νέους ρόλους για το μελετητή.
   Τελικά, ανακαλύπτουμε ότι από την άποψη της λογικής, ούτε η ψυχολογία ούτε η ιστορία παρέχει ένα απόλυτο επεξηγηματικό προνόμιο. Ούτε τα ψυχολογικά ούτε τα ιστορικά γεγονότα φημίζονται ως οι γενεσιουργές πηγές της δράσης. Από την άποψη της λογικής, οι ψυχολογικές διαδικασίες είναι παρενθετικές, άρα μοιάζουν να δίνουν επεξηγηματικό δικαίωμα στην ιστορική ανάλυση. Την ίδια στιγμή, κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η ανάλυση του λόγου τώρα αντικαθιστά τις πνευματικές καταστάσεις ως κεντρική εστίαση της ιστορικής ανάλυσης. Ωστόσο, επειδή ο ψυχολογικός λόγος είναι ενιαίος (και όχι διαχωρισμένος) σε σχέση με την κοινωνική διαδικασία, δεν είναι ούτε μια αιτία ούτε μια επίπτωση του κοινωνικού προτύπου. Στην πραγματικότητα, ο λόγος και διαμορφώνει και διαμορφώνεται από τις ιστορικά προσδιορισμένες συνθήκες του πολιτισμού. Ούτε ο νους ούτε το υλικό είναι κυρίαρχα.


Ιστορία και Ψυχολογία: Υπάρχει Μέλλον;

Έχουμε ερευνήσει τρεις σημαντικές παρεκκλίσεις στο πάντρεμα της ιστορικής και της ψυχολογικής μελέτης, η πρώτη βασίζεται στις παραδοσιακές ουσιοκρατικές υποθέσεις που αφορούν την ιστορία και την ψυχολογία, η δεύτερη δίνει έμφαση στην ιστορική διαμόρφωση του ψυχολογικού τομέα και η τρίτη μετατρέπει και την ιστορία και την ψυχολογία σε λόγο. Πώς πρέπει τώρα να βλέπουμε αυτά τα εγχειρήματα από την άποψη των μελλοντικών επενδύσεων; Θα πρέπει οι παραδοσιακές προσπάθειες, ακόμα πολύ ισχυρές, απλά να συνεχίσουν αμείωτες την ηγεμονική τους πορεία; Οι αναδυόμενες εναλλακτικές προτάσεις κάνουν τώρα απίθανο το να επιστρέψουμε στην παραδοσιακή εργασία; Υπάρχει κάποια μορφή αμαλγάματος που θα έπρεπε να αναζητήσουμε; Αυτά είναι σύνθετα ερωτήματα και οι συζητήσεις πρέπει να παραμένουν ανοιχτές. Ωστόσο, μπορούμε να εξαγάγουμε αρκετά συμπεράσματα από την προηγούμενη συζήτηση που μπορούν να χρησιμεύσουν ως ουσιώδεις εισηγήσεις στο διάλογο.
   Εκ προοιμίου, βρίσκω τον εαυτό μου υποχρεωμένο να κινηθεί ανάμεσα στα διάφορα επιχειρήματα που συνδέονται γενετικά με τη λογική στροφή στην κοινωνική ανάλυση. Για επιβεβαίωση, τα κύρια συμπεράσματα της ιστορικής και ψυχολογικής μελέτης είναι φορείς του λόγου – βιβλία, άρθρα, διαλέξεις. Η έκταση στην οποία αυτοί οι φορείς του λόγου είναι αναφορικά συνδεδεμένοι με γεγονότα εκτός της γλώσσας πρέπει πάντα να παραμένει υπό εξέταση. Η σχέση λέξη-αντικείμενο είναι για πάντα σε κίνηση και οι λέξεις από μόνες τους εύκολα αντικειμενικοποιούνται ακόμα και όταν δεν υπάρχουν καθόλου φαινομενικές αναφορές. Επιπλέον, όταν προσπαθούμε να περιγράψουμε τον κόσμο με τον οποίο ο λόγος θα μπορούσε να συνδεθεί, πάλι μπαίνουμε στους διαδρόμους του λόγου. Για να είμαστε σίγουροι, μπορούμε να αποδομήσουμε αυτή τη συλλογιστική καταφεύγοντας στις δικές της μορφές επιχειρηματολογίας. Ωστόσο, μια τέτοια πράξη αποδόμησης, αν και σίγουρα έγκυρη, ταυτοχρόνως επιβεβαιώνει την ευκρίνεια των λογικών επιχειρημάτων.
   Βάσει αυτού ωστόσο, δεν τοποθετούμε εντός του λογικού προσανατολισμού κάποια θεμελιώδη επιχειρήματα ενάντια στις προηγούμενες γραμμές της έρευνας. Σε αντίθεση με τις εμπειρικά βασισμένες παραδόσεις, δεν υπάρχει καμία πιθανότητα η έρευνα να μπορεί να προχωρήσει με έναν αμερόληπτο τρόπο για να αποκαλύψει τι είναι (ή ήταν) η υπόθεση. Επομένως, δεν υπάρχει κανένας τρόπος δυσφήμισης μιας συγκεκριμένης μορφής έρευνας επειδή αποτυγχάνει να μετέχει στο παράδειγμα (π.χ. επειδή αποτυγχάνει να χρησιμοποιεί παραδοσιακούς κανόνες απόδειξης). Αντί να αποκλείει μορφές έρευνας, ο λογικός μελετητής θα πρέπει ιδανικά να υποδεχτεί ένα εύρος πιθανών προσπαθειών, καθεμία από τις οποίες θα μιλούσε για μια δοσμένη κοινότητα, τις παραδόσεις και τις αξίες της. Ο στόχος δεν πρέπει να είναι να εξαλείψουμε παραδόσεις της γλώσσας αλλά να τις εμπλουτίσουμε. Την ίδια στιγμή, είμαστε ευαισθητοποιημένοι από τη λογική της λογικής έρευνας για τις πιθανές επιπτώσεις της μελέτης μας στην πνευματική, πολιτική και κοινωνική ζωή γενικότερα. Επομένως, ενώ δεν υποτιμούμε καμία συγκεκριμένη μορφή μελέτης χωρίς βαθύτερη εξέταση, πρέπει να εξετάσουμε τις κοινωνικές επιπτώσεις από όλες τις έρευνές μας, που κατευθύνονται είτε προς την ψυχολογική διαδικασία, είτε προς την ιστορική ανάλυση είτε προς την λογική διαδικασία. Το να δημοσιεύσουμε εργασία χωρίς προκαταρκτική προσοχή στις ηθικές και πολιτικές συνέπειες μέσα σε ένα πολιτισμικό/ιστορικό πλαίσιο θα ήταν, από την πλευρά της λογικής, αλαζονικό αν όχι απάνθρωπο.
   Αυτό που φαίνεται να ευνοείται τελικά είναι ένα πάντρεμα μεταξύ ίσων. Χωρίς καθόλου απόλυτα επιχειρήματα απόρριψης από καμία πλευρά, μπορεί επίσης να είναι πιθανό να εκτιμήσουμε τις αλληλεξαρτήσεις αυτών των διάφορων μορφών έρευνας, μαζί με τις συμπληρωματικότητες και πιθανές συγγένειες. Αναφορικά με την αλληλεξάρτηση, για παράδειγμα, με όλη την κριτική της για την αντικειμενικά ακριβή ανάλυση, η λογική έρευνα πρέπει όντως να βασίζεται στη ρητορική της αντικειμενικότητας για να καταστήσει τις αναλύσεις της κατανοητές. Σε ότι αφορά την συμπληρωματικότητα, οι αναλύσεις που ευνοούν και την κοινωνική διαμόρφωση και τη λογική οικοδόμηση του μυαλού τείνουν να δίνουν προνόμιο στην κοινωνική αλλαγή έναντι της σταθερότητας (φιλελεύθερες και μετασχηματιστικές διατάξεις έναντι συντηρητικών). Ωστόσο, είναι πολύ απίθανο ότι κάποιος αναλυτής θα προτιμούσε μια πλήρη αναμόρφωση όλων των κοινωνικών επενδύσεων. Η πλήρης αλλαγή θα ήταν ισοδύναμη με το απόλυτο χάος. Ο μετασχηματισμός είναι πιθανός μόνο ενάντια σε ένα σκηνικό βαθιάς σταθερότητας. Και τελικά, υπάρχουν ευκαιρίες για συνένωση. Για παράδειγμα, υπάρχει ένας υψηλός βαθμός αλληλεπικάλυψης μεταξύ των προσπαθειών του κοινωνικού συνταγματολόγου και του λογικού κονστρουκτιβιστή. Με τον πρώτο να μετατοπίζει την έμφαση από ψυχολογικές καταστάσεις σε πολιτισμικά  επικαθορισμένες παραστάσεις και τον τελευταίο να ενσωματώνει το λόγο στις ενσωματωμένες πράξεις, μια ισχυρή μορφή ιστορικής ανάλυσης θα παγιωνόταν. Ίσως μέσω του πνευματικού βίου, η πολυγαμία αποδειχτεί μια ανώτερη πολιτισμική μορφή σε σχέση με τη μονογαμία.