Σ΄ ένα κόσμο χωρίς μαγεία, χωρίς πίστη, χωρίς ελπίδα, χωρίς θεό και μοναδική αλήθεια, σε ένα κόσμο χαώδη και κατακερματισμένο, πώς μπορεί η ιστορία να είναι ή να φαντάζει επική; Ούτε και να καμώνεται μπορεί. Στη νεότητά της η ιστορία υπήρξε επική. Τώρα όμως στην ωριμότητά της δεν μπορεί παρά να είναι ειρωνική, σαρκαστική, σχετικιστική, τραγική. Ίσως οι επικοί τρόποι να ξανακάνουν την εμφάνισή τους στη σκηνή της ιστοριογραφίας όταν φουσκώσουν και πάλι τα πανιά των οραματισμών και το ποτάμι της δικαιοσύνης κυλήσει ορμητικό, όταν οι άνθρωποι πιστέψουν στις δυνάμεις τους και εκφράσουν τη συλλογική σκέψη και δημιουργικότητά τους, όταν κατορθώσουν να λυτρωθούν από το άγος και το άχθος του παρελθόντος, όταν η ουτοπία αρχίσει να θαμποχαράζει.
«Η ιστορία μπορεί να μας βοηθήσει. Μπορεί, επίσης, να είναι πολύ επικίνδυνη. Είναι περισσότερο σώφρον να αντιμετωπίζουμε την ιστορία όχι ως σωρό νεκρών φύλλων ή συλλογή σκονισμένων έργων τέχνης, αλλά ως μικρή λίμνη, μερικές φορές ευεργετική, συχνά θειούχο, που, χωμένη κάτω από το παρόν, διαμορφώνει σιωπηλά τους θεσμούς μας, τον τρόπο που σκεπτόμαστε, το τι μας αρέσει και τι δεν μας αρέσει. Απευθυνόμαστε σε αυτήν [....] για επιβεβαίωση, για να πάρουμε μαθήματα και πληροφορίες. Η επιβεβαίωση, είτε πρόκειται για προσδιορισμό της ταυτότητας ομάδων, για αιτήματα ή για δικαίωση, σχεδόν πάντοτε προκύπτει από τη χρήση του παρελθόντος. [...] Το παρελθόν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σχεδόν για όλα τα πράγματα που θέλουμε να κάνουμε στο παρόν. Κάνουμε κακή χρήση του όταν δημιουργούμε ψέματα για το παρελθόν ή γράφουμε την ιστορία με τρόπο που να παρουσιάζεται μόνο η δική μας άποψη».
Margaret Macmillan, Χρήση και κατάχρηση της ιστορίας, μετάφραση Μίνα Καρδαμίτσα – Ψυχογιού, Ινστιτούτο του Βιβλίου – Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2012, 11 [πρώτη έκδοση στην αγγλική γλώσσα 2009]
«Σ’ έναν κόσμο γεμάτο αβεβαιότητες η ιστοριογραφία μπορεί να κινηθεί προς απρόβλεπτες κατευθύνσεις». Georg Iggers.
«Προχωρήστε και να ξέρετε ότι σ’ ένα όχι και τόσο μακρινό μέλλον θα ανοίξουν και πάλι οι πλατιοί δρόμοι μέσα από τους οποίους θα βαδίσει ο ελεύθερος άνθρωπος για να χτίσει μια καλύτερη κοινωνία». Σαλβαδόρ Αλιέντε.
«Ο θάνατος ταιριάζει στα μουσεία. Σε όλα τα μουσεία, όχι μόνο σ’ ένα Μουσείο Πολέμου. Κάθε έκθεση –πίνακες, γλυπτά, αντικείμενα, μηχανήματα- είναι μια νεκρή φύση και οι άνθρωποι που συνωστίζονται στις αίθουσες, γεμίζοντάς τες και αδειάζοντάς τες σαν σκιές, εξασκούνται στη μελλοντική οριστική διαμονή τους στο μεγάλο Μουσείο της ανθρωπότητας, του κόσμου, όπου ο καθένας είναι μια νεκρή φύση. Πρόσωπα σαν φρούτα που κόπηκαν από το δέντρο και τοποθετήθηκαν γερτά πάνω σ’ ένα πιάτο».
Κλαούντιο Μάγκρις, Υπόθεση αρχείου, μετάφραση-σημειώσεις Άννα Παπασταύρου, Καστανιώτη, Αθήνα 2017, 10
O τίτλος "Der Doppelgänger" στο οικείο lieder δόθηκε από τον Schubert. Στο βιβλίο του Heine's Buch der Lieder (1827) το σχετικό ποίημα είναι άτιτλο, προκαλώντας στο τέλος μια έκπληξη.
Γερμανικό πρωτότυπο
Still ist die Nacht, es ruhen die Gassen,
In diesem Hause wohnte mein Schatz;
Sie hat schon längst die Stadt verlassen,
Doch steht noch das Haus auf demselben Platz.
Da steht auch ein Mensch und starrt in die Höhe,
Und ringt die Hände, vor Schmerzensgewalt;
Mir graust es, wenn ich sein Antlitz sehe, -
Der Mond zeigt mir meine eigne Gestalt.
Du Doppelgänger! du bleicher Geselle!
Was äffst du nach mein Liebesleid,
Das mich gequält auf dieser Stelle,
So manche Nacht, in alter Zeit?
Αγγλική μετάφραση
The night is quiet, the streets are calm,
In this house my beloved once lived:
She has long since left the town,
But the house still stands, here in the same place.
A man stands there also and looks to the sky,
And wrings his hands, overwhelmed by pain:
I am terrified – when I see his face,
The moon shows me my own form!
O you Doppelgänger! you pale comrade!
Why do you ape the pain of my love
Which tormented me upon this spot
So many a night, so long ago?
«Ούτε η αυταπάτη, ούτε η απάτη, ούτε το ψέμα λείπουν από την πανεπιστημιακή και επιστημονική ζωή».
Πιερ Βιντάλ-Νακέ
Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013
La bete est morte
Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2013
Ένας 90χρονος που επέζησε από το ολοκαύτωμα έχει ένα μήνυμα για τους Γερμανούς
Από τότε δεν ξαναείδε ποτέ την οικογένεια του αλλά μετά από χρόνια κατάφερε να βρει πάλι ζωντανές τις δύο του αδερφές.
Πρόσφατα, ο εγγονός του ανέβασε στο Reddit μια φωτογραφία με την ιστορία του και αμέσως δεκάδες Γερμανοί χρήστες, άρχισαν να απολογούνται και να ζητάνε συγνώμη για τα εγκλήματα του λαού τους.
Ο 90χρονος Emery συνειδητοποίησε τότε πως δεν ήταν αυτό που ήθελε.
Δεν του άρεσε να ακούει συγνώμες από παιδιά που δεν έφταιγαν.
Αποφάσισε μαζί με τον εγγονό του να φτιάξει ένα video που θα απευθύνεται στους νέους Γερμανούς.
Αυτό είναι το ελπιδοφόρο μήνυμα ενός ανθρώπου που έζησε την φρίκη από πρώτο χέρι αλλά το ξεπέρασε και επιμένει πως το κλειδί για το μέλλον είναι το κοιτάω μπροστά και όχι το θυμάμαι...
Μια μικρή άφεση:
http://www.youtube.com/watch?v=IKGUiMY2xyc
Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013
Παρουσίαση Colonialism and Decolonization in Greek School history textbooks of Secondary and Primary Education
Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013
Γιώργος Κόκκινος - «Μπορεί οι Ερινύες να γίνουν Ευμενίδες; Για την τραυματική μνήμη και τις διεργασίες επούλωσης του ιστορικού τραύματος».
Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2013
Μακρόνησος 14/9/2013 Ποιος τη ζωή μου
Τετάρτη 28 Αυγούστου 2013
Τρίτη 21 Μαΐου 2013
ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ Γ ΦΑΣΗΣ «ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ»
Τετάρτη 24 Απριλίου 2013
Ακταίον, 23 Απριλίου 2013: Χαιρετισμός κατά την Παρουσίαση του συλλογικού τόμου του ΠΤΔΕ του Πανεπιστημίου Αιγαίο
Ακταίον, 23 Απριλίου 2013: Χαιρετισμός κατά την Παρουσίαση του συλλογικού τόμου του ΠΤΔΕ του Πανεπιστημίου Αιγαίου
Κυρίες και κύριοι,
αγαπητοί εκπαιδευτικοί, φοιτήτριες, φοιτητές, σχολικοί σύμβουλοι και συνάδελφοι,
Για την περίσταση έκρινα σκόπιμο να παραθέσω, μάλλον υπερ-ερμηνεύοντας ομολογώ, τους στίχους δύο τραγουδιών που το άκουσμά τους με καθηλώνει στην / και με αποξενώνει, ταυτόχρονα (κατά τον μπρεχτικό αλλά όχι μόνο τρόπο), από την πραγματικότητα: το πρώτο είναι ένα γνωστό χορευτικό μακεδονίτικο, ενώ το δεύτερο ένα ταμπαχανιώτικο ρεμπετικό-δημοτικό τραγούδι των απόβλητων των λιμανιών της Κρήτης. Θα υπενθυμίσω για όσους διαβλέπουν το ανοίκειο της προσέγγισης ότι ο γνωστότερος γερμανός φιλόσοφος του 20ού αιώνα, ο Χάϊντεγγερ, διάνοιξε ένα διεισδυτικό μονοπάτι σκέψης στα αδιέξοδα της Ιστορίας, της Ηθικής και της Μεταφυσικής όταν σχολίασε -σπαραχτικά σχεδόν- τον τρόπο με τον οποίο ο καταραμένος Βαν Γκόγκ αποτύπωσε την ιδέα που κρύβεται πίσω από την εικόνα του στραπατσαρισμένου και βρώμικου ζευγαριού άρβυλων ενός ταπεινού αγρότη.
Λέει το πρώτο:
Τι ήθελα και σ’ αγαπούσα και δεν κάθομαν καλά;
Πήρα ζάλη στο κεφάλι, δυό μαχαίρια στην καρδιά.
Ήθελα να’ ρθώ το βράδυ, μ’ έπιασε ψιλή βροχή
Τον Θεό παρακαλούσα για να σ’ εύρω μοναχή.
(Ή στην ευστοχότερη παραλλαγή: Ας ερχόσουνα, βρε ψεύτη, κι ας γινόσουνα παπί).
Έφταιξα, συμπάθησέ με κι ό,τι θέλεις κάνε με
Άνοιξε την αγκαλιά σου και στη μέση βάλε με.
Τα ωραία σου τα μάτια στον καθρέφτη μην τα δεις
Γιατί μόνη σου αγαπιέσαι και εμένα λησμονείς.
Λέει το δεύτερο:
Πάρε καρότσα κι έλα, κι έλα το Σάββατο
Να με παρηγορήσεις πού’ μαι για θάνατο.
Υπερ-ερμηνεύω τώρα, αν και φοβάμαι ότι η υπερ-ερμηνεία μου αυτή δεν είναι τίποτε άλλο παρά το κέλυφος μιας μετουσίωσης, η οποία -σε δύστηνες εποχές σαν αυτή που διανύουμε- λειτουργεί, όπως καλά γνωρίζετε, παρηγορητικά και απελευθερωτικά. Όμως πρώτα θα σας αφηγηθώ μια σύντομη ηθικοπλαστική ιστορία. Μεσούντος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ο πεινασμένος και ξυλιασμένος από το κρύο της Βιέννης πατέρας της ψυχανάλυσης, με δύο γιούς και τον γαμπρό του να πολεμούν στο μέτωπο, επέβαλε στον εαυτό του, όπως μας θύμισε πρόσφατα ο Θανάσης Τζαβάρας, την εργασιοθεραπεία ως μοναδική απόδραση από τη φρίκη και την απελπισία της πραγματικότητας. Συγκεκριμένα, καθήλωνε τον εαυτό του κάθε πρωί, για ώρες πολλές, σε ένα γραφείο που από πάνω του κρεμόταν μια απειλητική επιγραφή που έγραφε στα λατινικά: Nulla dies sine linea. Ό μεθερμηνευόμενον σημαίνει να μην περάσει ούτε μια μέρα χωρίς να γράψω έστω και μια γραμμή, χωρίς να συνεχίσω τη συγκρότηση του εαυτού μου και χωρίς να επιχειρήσω, με τις όποιες δυνάμεις μου, να αποκριθώ στα ερωτήματα που μου θέτει η ιστορική περίοδος που μου μελλόταν να ζήσω.
Υπάρχουν φορές, συνήθως όταν μας έχει καταβάλει η ιστορική απαισιοδοξία και τα ατομικά δεινά, που μας διαλέγει η Ιστορία, κι όχι το αντίστροφο. Εμείς τότε απλώς εκφωνούμε προς τον εαυτό μας το ναι ή το όχι, συντονίζοντας το βήμα μας στον απαιτητικό ρυθμό της ανάγκης. Στις σελίδες του βιβλίου που παρουσιάζεται απόψε, βιβλίου που ξεκίνησε σαν μνημόσυνο αλλά σύντομα μετατράπηκε σε αναστάσιμο μήνυμα, διακρίνεται η ίδια η αγωνία της σκέψης, η διαλεκτική στέρησης και επιθυμίας, προσδοκίας και πραγμάτωσης, οραματισμού και επίγνωσης των ορίων. Το βιβλίο αυτό είναι ο καρπός ενός έρωτα που, είτε ματαιώθηκε είτε δικαιώθηκε, είτε ήταν παθιασμένος είτε η θερμοκρασία του δεν έφτασε ποτέ σε σημείο υπαρξιακού βρασμού (πράγμα τελικά αδιάφορο), πάντως υπήρξε. Κι αυτό είναι το ουσιαστικό. Υπήρξε αυτός ο έρωτας της γνώσης, της ευθύνης και της έκφρασης, σε πείσμα μάλιστα και του αυτάρεσκου ναρκισσισμού που του αρέσει να φωλιάζει κάτω από τα φτερά της ιδέας του έρωτα. Φίλες και φίλοι, η συνάντηση έγινε.
Αυτό το βιβλίο δεν είναι τα προικιά μιας συλλογικότητας που ξομπλιάζει τον εαυτό της και αποτιμά τη δράση της, την ώρα που ετοιμάζεται να πηδήσει στη θάλασσα, καθώς το πλοίο βυθίζεται. Ούτε βεβαίως μπορούσε, στον αντίποδα, να είναι μόνο η χαρά της δημιουργίας και η αυτοκατάφαση της φιλάρεσκης δημιουργικότητας. Θαρρώ πως είναι, την ίδια ακριβώς στιγμή, η συνάντησή μας με τον καιρό και τον τόπο, η κριτική υπέρβαση του φόβου και του θυμού, το ανάγλυφο αποτύπωμα της αντιπαράθεσής μας με τις αντινομίες του θεσμού που μας εμπεριέχει, η συναίσθηση της κοινωνικής μας ευθύνης, αλλά και μια μορφή ηθικά και πνευματικά ενεργού και όχι φορμαλιστικής και πουριτανικής (με την προτεσταντική σημασία) λογοδοσίας, όπως αυτή που απαιτούν τα διάφορα υποδείγματα αξιολόγησης του πανεπιστημιακού έργου. Το βιβλίο μας δεν είναι μια απλή μποτίλια στο πέλαγος που κουβαλάει το αδικαίωτο ποίημα ενός οργισμένου ρομαντικού. Είναι, αντίθετα, η δυναμική εκτύλιξη της ολιστικής και σύνθετης σκέψης που παράγουμε σε συγκεκριμένες συνθήκες ως συλλογικός διανοούμενος στο πεδίο του στοχασμού για την εκπαίδευση και για τις πολλαπλές διεργασίες της μάθησης, της κοινωνικής αναπαραγωγής και της πολιτισμικής μετεξέλιξης. Και έχουμε και τα εφόδια και τα εχέγγυα για να αναδεχθούμε και να διαδραματίσουμε αυτό τον ρόλο. Γράφει ο Αντόνιο Γκράμσι: «Κάθε βελανίδι μπορεί να σκέφτεται ότι του μέλλεται να γίνει βελανιδιά. Εάν τα βελανίδια είχαν ιδεολογία, αυτή θα ήταν ακριβώς να αισθάνονται ότι εγκυμονούν βελανιδιές. Αλλά στην πραγματικότητα το 99% των βελανιδιών χρησιμεύουν για το φαγητό των χοίρων και το πολύ εμμέσως συμβάλλουν στην παρασκευή λουκάνικων ή μορταδέλας». Ε, λοιπόν, διακινδυνεύω τον υπερφίαλο ισχυρισμό ότι εμείς βρισκόμαστε στο προνομιούχο 1%, ακριβώς γιατί δημιουργήσαμε τη συλλογικότητά μας, αντισταθήκαμε στον φόβο και στην αυτάρεσκη οργή και συσπειρώσαμε γύρω μας κι άλλες συλλογικότητες με κρίσιμο ιστορικό ρόλο: τους εκπαιδευτικούς και τους φοιτητές. Τώρα πλέον έρχεται η ώρα του κριτικού αναστοχασμού για το παράτολμο (από πολλές απόψεις) εγχείρημά μας.
Αυτές τις μέρες θανατώθηκαν στο βόρειο Αφγανιστάν 74 μαθήτριες με διοχέτευση τοξικού αερίου επειδή επέλεξαν να φοιτούν στο σχολείο. Πιο εύγλωττο και τραγικότερο παράδειγμα της συγχρονίας του ασύγχρονου, δηλαδή της συνύπαρξης διαφορετικών προσεγγίσεων και βιώσεων του ιστορικού χρόνου, δεν θα μπορούσε να βρεθεί. Αυτό είναι το παράδοξο: την ίδια ακριβώς στιγμή, αλλού η γνώση είναι ευλογία, αλλού συμβατική υποχρέωση κι αλλού κατάρα. Προτείνω να αφιερώσουμε την αποψινή εκδήλωση στη μνήμη αυτών των αθώων θυμάτων που εξοντώθηκαν επειδή ακριβώς αμφισβήτησαν τον δυισμό φύσης και πολιτισμού, την δήθεν οντολογική ιεραρχία των ρόλων. Αλλά και επειδή παρέκαμψαν τις συμβάσεις που είχαν επιβάλει μακραίωνες σχέσεις κυριαρχίας που επενδύονται με τον μανδύα της θρησκευτικής αυθεντίας. Να τους αφιερώσουμε την αποψινή εκδήλωση έχοντας κατά νου ότι και στη χώρα μας εσχάτως υφιστάμεθα μια οδυνηρή διαδικασία πολιτικο-ιδεολογικής τοξίνωσης. Όμως, στη δική μας περίπτωση, το δηλητήριο που διοχετεύεται έχει προσωρινά τουλάχιστον άϋλη μορφή. Παραμένει πάντως εξαιρετικά επικίνδυνο.
Γνωρίζουμε ότι η ιστορία φρονηματίζει χωρίς όμως να διδάσκει. Αλλιώς, δεν θα ξανακάναμε τα ίδια ή παρόμοια λάθη. Μας υποβάλλει σε έναν ιδιότυπο μιθριδατισμό. Γι’ αυτό άλλωστε και δεν απορούμε και κυρίως δεν εξεγειρόμαστε εναντίον του παθογενούς εαυτού μας όταν κατακλυζόμαστε από την τρομακτική κοινοτοπία του ευρήματος της επετειακής δημοσκόπησης της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας της 21ης Απριλίου 2013. Ότι δηλαδή ένα μεγάλο τμήμα της τραυματισμένης, βολεμένης στις ευκολίες της Μεταπολίτευσης, φοβικής και μνησίκακης κοινωνίας μας εκδικείται την πολλαπλή παθογένεια της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας με την υπεραναπληρωτική εξιδανίκευση των βρυκολάκων της επτάχρονης δικτατορίας και των επιγόνων τους. Τριγμός οστών και οδόντων, που θα έλεγαν όσοι διαβάζουν τις Ιερές Γραφές!
Στην αρνητική αυτή συγκυρία οφείλουμε να αντισταθούμε στην επέλαση των δυνάμεων του πρωτογονισμού και της βαρβαρότητας. Οφείλουμε, με γνώση και με κόπο, να αντιστρέψουμε το κλίμα εμβολιάζοντας τους εαυτούς μας και τη νέα γενιά με τα αντισώματα της διανοητικής και της ηθικής υγείας. Το Τμήμα μας κατέβαλε ήδη τον οβολό του υπάγοντας την απαισιοδοξία της σκέψης στην αισιοδοξία της βούλησης. Και συνεχίζει παλεύοντας με εσωτερικές αντιξοότητες και εξωτερικούς καταναγκασμούς. Ξέρετε, συχνά ο «διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες», όπως εξάλλου και τα «σταγονίδια του σαπρού παρελθόντος» βρίσκονται διεσπαρμένα στο αυτονόητο, στις νοητικές αδράνειες και τις ιδεολογικές αγκυλώσεις, στη ματαιοδοξία και στις συνήθειες.
Γιώργος Κόκκινος
Τετάρτη 27 Μαρτίου 2013
Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013
Μνήμη: φάρμακο ή φαρμάκι; - Άρθρο στην εφημερίδα "Το Βήμα"
Μνήμη: φάρμακο ή φαρμάκι;
Γιώργος Κόκκινος
Το Ολοκαύτωμα δεν είναι αποκλειστικά και μόνο, αλλά μάλλον είναι κυρίως η ιστορία της πρωτόγνωρης και βιομηχανοποιημένης γενοκτονικής βίας που εξαπέλυσε ο ναζισμός εναντίον πρωτίστως των Εβραίων, αλλά και άλλων φυλετικών (Τσιγγάνοι), θρησκευτικών (μάρτυρες του Ιεχωβά), εθνοπολιτισμικών (Ρώσοι, Πολωνοί), κοινωνικών (ασθενείς που υπέστησαν ευθανασία) και πολιτικών (κομμουνιστές, αντιφρονούντες) ομάδων ή ομάδων με ιδιαίτερο σεξουαλικό προσανατολισμό (ομοφυλόφιλοι άνδρες και ομοφυλόφιλες γυναίκες) ή «αποκλίνουσα» συμπεριφορά (ιερόδουλες, "αντι-κοινωνικά στοιχεία"). Ομάδων, τις οποίες είχε στοχοποιήσει η ναζιστική ιδεολογία και η ψευδοεπιστήμη της αρνητικής ευγονικής ως φορείς νοσηρότητας, απειλής και αποσταθεροποίησης του «κοινωνικού και πολιτικού καθεστώτος».
Το Ολοκαύτωμα είναι όμως ταυτόχρονα -σε μικρότερο οπωσδήποτε βαθμό- και η ιστορία της αντίστασης των θυμάτων στη ναζιστική μηχανή έκλυσης φόβου και συσσωρευτικής βίας εναντίον αμάχων πληθυσμών λόγω της ίδιας της ύπαρξής τους. Είναι και η ιστορία της διάσωσης των Εβραίων, με την πολλαπλότητα των μορφών που αυτή έλαβε. Ειδικότερα στην Ελλάδα οι μορφές και τα κίνητρα της διάσωσης κυμαίνονται από την ενστικτώδη αντίδραση των ίδιων των στοχοποιημένων λόγω της ταυτότητάς τους ανθρώπων ή τη διαφυγή μέσω των δικτύων του ΕΑΜ ή άλλων αντιστασιακών οργανώσεων, καθώς και τη διευκόλυνση αρμόδιων κρατικών, εκκλησιαστικών ή αυτοδιοικητικών φορέων, έως τον ανθρωπιστικό ιδεαλισμό και την αυτοθυσία, τη φιλία ή την κοινωνική και επαγγελματική αλληλεγγύη. Επίσης όμως οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι το μερίδιο της σκοπιμοθηρικής οικονομικής δοσοληψίας δεν ήταν ευκαταφρόνητο στις απόπειρες διάσωσης, επιτυχείς ή αναποτελεσματικές. Γενικότερα, θα λέγαμε ότι η ίδια η διάσωση είχε ρητά ή υπόρρητα πολιτισμικά, ταξικά και ατομικά χαρακτηριστικά. Είναι ευνόητο ότι ούτε το παιχνίδι της τύχης και οι αιφνίδιες μεταστροφές της δεν μπορεί να αγνοηθεί. Έπαιξε τον δικό του ρόλο στην τελική διάσωση ή, αντίθετα, στην κατάδοση, στον εκτοπισμό, στην εξόντωση...
Αφορμή, σημείο εκκίνησης καλύτερα για τη δημιουργία της ταινίας υπήρξαν δυο γεγονότα: η πρώτη διεθνής συνάντηση των 1600 περίπου «κρυμμένων παιδιών» του Ολοκαυτώματος που έλαβε χώρα στη Νέα Υόρκη το 1991 και βεβαίως η σχετική έκθεση που οργάνωσε αργότερα το Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδος. Επρόκειτο για τον κύριο θεσμικό συμπαραστάτη του Βασίλη Λουλέ στη μακρά και γόνιμη διανοητική περιπέτεια που επακολούθησε.
Αν και στην ταινία του Βασίλη Λουλέ προεξάρχει ο χαρακτήρας της ιστορικής τεκμηρίωσης με επίκεντρο τις αφηγήσεις ζωής πέντε ελληνόπουλων εβραϊκής καταγωγής που διέφυγαν τον εκτοπισμό και τη θανάτωση στους θαλάμους αερίων, εντούτοις δεν αποκρύπτεται διόλου η ιδιαιτερότητα της προσέγγισης του δημιουργού της, τόσο η εγγενής μυθοπλαστική διάσταση όσο και οι αξιακές και επιστημολογικές προκείμενες του δύσκολου εγχειρήματος. Με άλλα λόγια, δεν επιχειρείται η ταύτιση ερμηνείας και ιστορικής πραγματικότητας. Ο σκηνοθέτης εκθέτει τεχνηέντως τις προκείμενες και την ιστορικότητα της δικής του πρόσληψης και αναπαράστασης, τις πολλαπλές διαμεσολαβήσεις που συναρθρώνουν το έργο τέχνης που συνομιλεί με την ιστορία.
Πρόκειται για μια έκκεντρη ανάγνωση της ιστορικής εμπειρίας του Ολοκαυτώματος επειδή ακριβώς ο δημιουργός της ταινίας επιλέγει να αποκλίνει από τον κανόνα, δηλαδή να μη μας μιλήσει ούτε για τα θύματα των ναζιστικών στρατοπέδων ή των μαζικών εκτελέσεων ούτε για τους θύτες ούτε για τους επιζώντες μάρτυρες του γεγονότος, αλλά για τη διάσωση, την απόκρυψη και τη σωτηρία. Επικεντρώνοντας στο παιδικό βλέμμα, κάνει λόγο για τη δημιουργία του ιστορικού τραύματος, για τον αγώνα να τιθασευτεί η οδύνη της τραυματικής μνήμης, για την αντιστάθμιση της δημιουργικής βούλησης απέναντι στη μελαγχολία των αρνητικών βιωμάτων, για την κοινωνική κατασκευή και την αναπλαισίωση της μνήμης, για τη εμπρόθετη ή λανθάνουσα διαγενεακή μεταβίβαση του τραύματος, για την επιλεκτική λήθη, για το καθήκον μνήμης, την ιστορική δικαιοσύνη, το δυνατό ή αδύνατο της μεταμέλειας, την αναγκαιότητα της καταλλαγής των παθών ή της υπέρβασης του μίσους που εξακολουθεί σε πολλές περιπτώσεις να στοιχειώνει, μετά την παρέλευση πολλών δεκαετιών, τη σχέση θύτη και θύματος.
Ο Λουλές επιλέγει να αφηγηθεί την πεντάπτυχη σπονδυλωτή ιστορία του από την οπτική γωνία του δυνητικού θύματος που τελικά διασώζεται. Ωστόσο, η καταστατική αυτή επιλογή δεν ακυρώνει τα άλλα πιθανά μονοπάτια πρόσβασης στο μεταλλείο του παρελθόντος. Έστω διαθλασμένα μέσα από την αφήγηση των ανθρώπων που καταθέτουν τη μαρτυρία τους γίνεται λόγος και για τους κατακτητές-θύτες και για τους εκτοπισμένους (τους πολλούς που βρήκαν τον θάνατο και τους ελάχιστους που επέστρεψαν στη γενέθλια «πόλη των φαντασμάτων») και για όσους ταύτισαν τη σωτηρία τους με την ενεργητική αντίσταση και για τις κατηγορίες των ανθρώπων που συγκρότησαν τα δίκτυα διάσωσης, αλλά και για τους καταδότες και τους πρόθυμους συνεργάτες των δημίων, που κατάγγελλαν τους συμπολίτες τους είτε από καιροσκοπισμό είτε από ιδιοτελή κίνητρα είτε από αντισημιτική ιδεοληψία.
Στην ταινία αυτή η μνήμη του Ολοκαυτώματος περνά μέσα από τον καθρέφτη της ατομικής αυτογνωσίας και της ψυχικής και διανοητικής περιπέτειας των πέντε πρωταγωνιστών και των οικογενειών τους.
Ίσως πάντως η μεγαλύτερη υπηρεσία που προσφέρει στη συλλογική μας αυτοσυνειδησία ο Βασίλης Λουλές να είναι το γεγονός ότι ενσαρκώνει και θεματοποιεί κάτι έως τώρα αδιόρατο, δηλαδή για πολλούς «ανύπαρκτο»: καλύπτει επιτέλους το κενό της έλλειψης μαρτυριών και μάλιστα κινηματογραφικών για τον τρόπο που βίωσαν οι επιλεγμένοι μάρτυρές του τη ναζιστική απειλή, τον επικρεμάμενο έσχατο κίνδυνο, την τελική διάσωση και τις περιπέτειές της. Ως παιδιά, κατ' αρχάς, και τώρα πλέον ως ηλικιωμένοι ή γέροντες που ανακαλούν και αναθυμούνται τα γεγονότα ανασυγκροτώντας στην ουσία την ίδια τους την ταυτότητα και κληροδοτώντας στους επιγενόμενους το θετικό αξιακό φορτίο της αρνητικής εμπειρίας τους. Από την άποψη αυτή, ο Λουλές κάνει πράξη την παρότρυνση του Marc Ferro: σαν ιστορικός του παρόντος χρόνου προσφεύγει στις τεχνικές της προφορικής ιστορίας για να «επινοήσει» τις ιστορικές του πηγές, αυτές που μπορούν να απαντήσουν στα αγωνιώδη, ταυτόχρονα όμως καινοφανή ερωτήματά του και ευρύτερα στην ιστορική ευαισθησία του, επιτρέποντας, παράλληλα, την ανάπλαση ενός ολόκληρου βιόκοσμου, το πριν και το μετά των βασάνων, τον χώρο της εμπειρίας και τον ορίζοντα των προσδοκιών, το παρελθόν και το μέλλον του παρελθόντος τους. Επιπλέον, ακριβώς επειδή χρησιμοποιεί τον πολυσημειωτικό κώδικα του κινηματογράφου, ο σκηνοθέτης καταγράφει όχι μόνο τον λόγο και τον σκληρό πυρήνα της μαρτυρίας τους, την πολλαπλά διαθλασμένη και αναπλαισιωμένη μνήμη, αλλά, ταυτόχρονα, τις ασυναίσθητες κινήσεις του σώματος των μαρτύρων, τους δισταγμούς, τα χάσματα του λογικού ειρμού και της αφήγησης, τις εύγλωττες παύσεις τους στη διήγηση, τη γλώσσα του προσώπου και ειδικά του βλέμματος όταν αρχίζει να αναδύεται επώδυνα στην επιφάνεια του συνειδητού η φραγμένη μνήμη του τραύματος διεκδικώντας δειλά ή με πάθος κατά περίπτωση τόσο δημόσια ορατότητα, αναγνώριση, όσο και ιστορική δικαιοσύνη. Ή όταν καταθέτουν την ηθική οφειλή στους σωτήρες τους ή επίσης όταν κάνουν λόγο για τους θύτες τους. Πόσο εντυπωσιάζει η επεξεργασία του τραύματος που καταλήγει στην άρση του μίσους χωρίς όμως το θύμα να συγχωρεί και πολύ περισσότερο πόσο καίρια είναι η ενεργοποίηση της μνήμης των μαρτύρων, δηλαδή η διαρκής τους στράτευση στον αγώνα εναντίον των σύγχρονων φαντασμάτων του δεξιόστροφου ολοκληρωτισμού!
Ο Λουλές είναι εξαιρετικά προσεκτικός και ταυτόχρονα διακριτικά επίμονος στους χειρισμούς του απέναντι στους πληροφορητές του. Αποφεύγει και την ταύτιση μαζί τους, αυτό που θα ονομάζαμε μεταβίβαση (συνειδητή ή ασύνειδη) της τραυματικής εμπειρίας, παράλληλα όμως και την αντιμεταβίβαση υπό τη μορφή της ψευδαίσθησης ότι μπορεί με τις τεχνικές του να καταστήσει δυνατή τη ριζική αποστασιοποίηση από τη μνημονική επιτέλεση και το συναισθηματικό φορτίο των πληροφορητών. Δεν διεκδικεί αξιωματικά ούτε την γάργαρη αμεσότητα της έκφρασης ούτε τη μέθεξη, ενώ συγχρόνως απορρίπτει τη θετικιστική και αποστειρωμένη αξιολογική ουδετερότητα που δήθεν διασφαλίζει προγραμματικά την αντικειμενικότητα της αναπαράστασης. Γνωρίζει ότι κάθε αφήγηση, κάθε αναπαράσταση, κάθε ερμηνεία είναι κατασκευή. Στην πραγματικότητα ο σκηνοθέτης μας κινείται σαν ακροβάτης πάνω σε ένα τεντωμένο σχοινί. Λειτουργεί και πάλι κατά τρόπο ανάλογο με τον ιστορικό του παρόντος χρόνου: συναισθάνεται βεβαίως την οδύνη των παρ' ολίγον θυμάτων, η οποία εκλύεται από ένα παρελθόν που εξακολουθεί να στοιχειώνει το παρόν. Και γι' αυτό συμπάσχει. Από την άλλη πλευρά, όμως, είναι υποχρεωμένος να θωρακιστεί απέναντι στην παράξενη γοητεία της μεταβίβασης του τραύματος. Σαν άλλος Οδυσσέας -επιτρέψτε μου την αναφορά στο αρχέτυπο- δένεται στο κατάρτι για να μην παρασυρθεί από το τραγούδι των Σειρήνων, από την «ηδονοθηρική απόλαυση» της οδύνης των άλλων, από τη φρικίαση της ακραίας εμπειρίας. Ταυτόχρονα, ωστόσο, αντιλαμβάνεται ότι εάν δεν μπορέσει να απεγκλωβίζει τη φυλακισμένη μνήμη των πληροφορητών του ώστε να την αποτυπώσει στον φακό του, καθιστώντας-την πρώτη ύλη για τους ιστορικούς, αλλά και για τη συλλογική μας επίγνωση, ενδεχομένως να ακυρωθεί η ίδια η ύπαρξη του γεγονότος της διάσωσης. Να συντελέσει δηλαδή ο ίδιος άθελά του σε μια μνημοκτονία, σε μια καίριας σημασίας ιστορική αδικία. Από αυτή την άποψη, η καταγραφή των μαρτυριών έχει τον χαρακτήρα του επείγοντος και της κατηγορικής προσταγής. Αποτελεί την εκπλήρωση ενός ουσιώδους ηθικού και ιστορικού αιτήματος που εκκρεμούσε έως ότου η μεταπολεμική ελληνική κοινωνία «ενηλικιωθεί» και ωριμάσει για να αναμετρηθεί επιτέλους κριτικά και αναστοχαστικά με τα «σημαίνοντα κενά» και τα «μελανά σημεία» της ιστορίας της.
Θέτοντας ερωτήματα, αναζητώντας με τρόπο συστηματικό συνεπείς απαντήσεις, δεσμεύοντας τους ίδιους τους μάρτυρες σε μια οδυνηρή περιπέτεια αυτογνωσίας, από τους κόλπους της οποίας αναδύονται όμως ολόκληροι βιόκοσμοι, ο Λουλές διατηρεί το παρελθόν ανοιχτό και πορώδες. Γνωρίζει, άλλωστε, ότι η απολίθωση ή η εργαλειοποίηση του χρόνου δεν απονεκρώνει μόνο τη μνήμη, αλλά και την ίδια την ιστορία. Γνωρίζει επίσης ότι ανοιχτό παρελθόν σημαίνει πίστη στο όραμα, βούληση αλλαγής, ιστορική δημιουργικότητα, αναγεννητική σκυταλοδρομία των γενεών.
O Πώλ Ρικέρ με το κλασικό βιβλίο του Μνήμη, Ιστορία, Λήθη (όπου η ιστορία, κυρίως ως επιστημονική πειθαρχία, φαίνεται να παίζει ρόλο ενδιάμεσου αγωγού επικοινωνίας, αλλά και επιδιαιτητή στο «ισοζύγιο της οικονομίας της μνήμης») μας προειδοποιεί για την παθογένεια και τη νοσηρότητα τόσο της υπερβολικής μνήμης, που καταλήγει στην υπερμνησία και στο μίσος, όσο και της υπερβολικής λήθης, που καταλήγει αντιθέτως στην ολική αμνησία και την απάθεια, δηλαδή στην ίδια τη διάλυση της ταυτότητας και της συνείδησης. Με άλλα λόγια, η μνήμη μπορεί να διαδραματίσει διττό ρόλο: να λειτουργήσει σαν φάρμακο, αλλά και στον αντίποδα σαν φαρμάκι. Στη δεύτερη περίπτωση, ο πληθωρισμός της μνήμης» δηλητηριάζει τη σχέση μας με τις τρεις βαθμίδες του χρόνου, εφόσον εγκαθιδρύει τη μονοκρατορία του παρελθόντος. Και μάλιστα ενός παρελθόντος συνήθως τραυματικού ή επίμαχου, το οποίο κυλά στις φλέβες μας σαν διαλυτική τοξίνη στοιχειώνοντας το παρόν, τη σχέση μας δηλαδή με τον εαυτό μας και τους «άλλους», και αποσυνθέτοντας την ιστορική δημιουργικότητα των κοινωνιών. Ενίοτε, στη μνήμη των θυματοποιημένων ομάδων, το ιστορικό τραύμα μετασχηματίζεται είτε σε εκκοσμικευμένη θρησκεία, σε λατρεία του εαυτού ως προνομιακού εξιλαστήριου θύματος της Ιστορίας, είτε σε μια επίγνωση ριζικής απώλειας του ιστορικού νοήματος. Είναι γνωστό ότι πολλοί από όσους κατηγόρησαν τον Ρικέρ, επικέντρωσαν την πολεμική τους ακριβώς στις έννοιες της «δίκαιης μνήμης» και της «δύσκολης συγχώρεσης», θεωρώντας, ειδικότερα, ότι αποτρόπαια μοναδικά ιστορικά γεγονότα, που η κατανόησή τους διασπά κάθε σημειωτικό πλαίσιο και ερμηνευτικό κώδικα, δεν μπορεί και δεν πρέπει να προσεγγίζονται με τα αναλυτικά εργαλεία που προσφέρει η εννοιολογική εργαλειοθήκη του Ρικέρ.
Είμαι από αυτούς που πιστεύουν ότι, αντίθετα με την πολεμική αυτή, η επικαιρότητα και η «θεραπευτική» δραστικότητα της ιστορικής σκέψης του γάλλου φιλοσόφου θα πολλαπλασιάζεται με την πάροδο των χρόνων. Ειδικά στις μέρες μας που η Ευρωπαϊκή Ένωση βιώνει τη μεγαλύτερη κρίση της ιστορίας της, μια κρίση που οδηγεί στην αναβίωση ιστορικών τραυμάτων, στον ανταγωνισμό μνημών, στην ποινικοποίηση των απόψεων για το ιστορικό παρελθόν και στη γενικευμένη μνησικακία, σύμπτωμα της οποίας μπορεί να θεωρηθεί κατά ένα μέρος και ο νεοναζιστικός αναθεωρητισμός, χρειαζόμαστε όσο ποτέ άλλοτε τον παρηγορητικό και απελευθερωτικό στοχασμό του Ρικέρ. Ο Ρικέρ δεν μας καλεί να λησμονήσουμε χωρίς όρους και όρια ούτε να διαγράψουμε το παρελθόν που εξακολουθεί να μας προβληματίζει και να μας διχάζει. Κάνει λόγο για μια «δημιουργική», για μια αναζωογονητική λήθη που διευκολύνει τη συνειδητή πάλη για την αλλαγή του κόσμου.
Προφανώς και δεν αμφισβητεί την ιδρυτική συνθήκη που έχει διαμορφώσει η μνήμη του Ολοκαυτώματος και συνεπώς την κανονιστική σημασία που έχει το Ολοκαύτωμα στον ευρωπαϊκό κυρίως κόσμο, στους κοινοτικούς θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην ίδια τη σύσφιγξη των σχέσεων μεταξύ των ευρωπαϊκών λαών. Απεναντίας, θα έλεγα ότι μας καλεί να μην υποτάσσουμε την ιστορική αλήθεια στις σκοπιμότητες των πολιτικών ταυτότητας, να συντηρούμε την ιερή μνήμη των θυμάτων, αλλά και, από την άλλη πλευρά, να μην εθιζόμαστε στη σαγήνη της αυτάρεσκης οδύνης. Μας καλεί να προσπαθούμε να επουλώσουμε το τραύμα αναγνωρίζοντας όμως, ταυτόχρονα, ότι το ίχνος του δεν θα εξαλειφθεί ποτέ και ότι η κριτική αναμέτρηση με το σκοτεινό παρελθόν δεν σταματά ποτέ.
Κατά κάποιο τρόπο, το σημαντικότερο επίτευγμα της ταινίας του Βασίλη Λουλέ είναι ότι ακολουθώντας την προειδοποίηση του Ρικέρ μας καθιστά κοινωνούς μιας τραυματικής μνήμης που λειτουργεί ευτυχώς σαν φάρμακο και όχι σαν φαρμάκι. Για όλους τους προαναφερθέντες λόγους, δηλαδή για την ιδιαίτερη ιστορική της σημασία, ταυτόχρονα όμως και για τη μαστοριά, τη διακριτικότητα, την ευαισθησία, την αισθητική της πληρότητα, αλλά και για την πρωτοτυπία και την ερευνητική συστηματικότητα και ευσυνειδησία που τη διαποτίζουν, η ταινία του Βασίλη Λουλέ αποτελεί, χωρίς αμφιβολία, μια κατάκτηση του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου, όπως επίσης μια καίρια πράξη πολυπρισματικής ιστορικής αυτοσυνειδησίας, ένα μήνυμα αντίστασης στην επελαύνουσα παθογένεια της νεοναζιστικής μνημοκτονίας. Γιατί ο φασισμός δεν ηττάται μόνο στους δρόμους ή με την εκλογική διαδικασία. Ηττάται και όταν πολιτισμικά δημιουργήματα σαν την ταινία «Φιλιά εις τα παιδιά» συμβάλλουν αποφασιστικά στη συγκρότηση ιδεολογικής ηγεμονίας, στη διαμόρφωση των όρων της συλλογικής ιστορικής αυτογνωσίας.
*Ο κ. Γιώργος Κόκκινος είναι Καθηγητής Διδακτικής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013
Ντοκιμαντέρ για την Εθνική Αντίσταση
Παρασκευή 1 Μαρτίου 2013
Εκμετάλλευση, φασιστική βία και κοινωνική εκκαθάριση: μια μελέτη για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Φράνκο από μια συγκριτική σκοπιά
Στρατόπεδο συγκέντρωσης του Φράνκο ανάμεσα στην Μαδρίτη και το Μπούργκος |
Στρατόπεδο συγκέντρωσης στην περιοχή της Καντάμπρια |