Τρεις Γάμοι και ένα Μέλλον
Kenneth J.
Gergen
Aπόδοση: Διαμάντης Θέοφιλος
Η
επιστήμη της ψυχολογίας και η επιστήμη της ιστορίας δεν ήταν πάντα φιλικοί
συνοδοιπόροι. Για πολλούς ιστορικούς, η ψυχολογία υπήρξε ένα ύποπτο εγχείρημα, ένα
ανομοιογενές νεογνό στον κόσμο της διανόησης, που διεκδικούσε για τον εαυτό του
την ιδιότητα της φυσικής επιστήμης. Επιπλέον, το έμμεσο πρόγραμμα της
ψυχολογίας κατείχε ηγεμονική θέση. Στην προκειμένη περίπτωση, εάν η επιστήμη
της ψυχολογίας παρέχει θεμελιώδη γνώση όσον αφορά την ανθρώπινη συμπεριφορά και
η ιστορική έρευνα είναι σε μεγάλο βαθμό προσηλωμένη στην κατανόηση ακριβώς
αυτής της συμπεριφοράς κατά την πάροδο του χρόνου, τότε η ιστορία μοιάζει να
έχει ενσωματωθεί από την επιστήμη πρωταρχικά και επικουρικά. Η στάση της
ψυχολογίας έναντι της ιστορίας υπήρξε εξίσου απόμακρη. Ως τέκνο του
πολιτιστικού μοντερνισμού, η επιστήμη της ψυχολογίας αντιμετώπισε την ιστορική
έρευνα με λίγη παραπάνω ανεκτική κοσμιότητα. Η ψυχολογία υπήρξε ένα εγχείρημα
που πάσχισε για τη διατύπωση γενικών νόμων μέσω επιστημονικών (και ευρύτερα
πειραματικών) μεθόδων. Εξαιτίας της προσφάτως διαμορφωμένης δέσμευσης στην
εμπειρική μεθοδολογία, προγενέστερη επιστημονική εργασία πάνω στη σκέψη ή και η
εργασία σχετικά με προγενέστερες νοοτροπίες αναγκαστικά συνδυάστηκε. Κατά μία
σημαντική έννοια, το παρελθόν αποτελούσε ένα εμπόδιο για να ξεπεραστεί. Οι
ψυχολόγοι θα μπορούσαν να εξετάσουν ιστορικές αναφορές προγενέστερων καιρών
αναζητώντας ενδιαφέρουσες υποθέσεις ή ανέκδοτα, αλλά τα αποτελέσματα πιθανότατα
θα επιβεβαίωναν την ευρέως διαδεδομένη υποψία ότι η σύγχρονη έρευνα –
ελεγχόμενη και συστηματική – ήταν πολύ ανώτερη στα συμπεράσματά της. Κατά την
άποψη των ψυχολόγων, οι ιστορικοί είναι οπισθοδρομικοί, ενώ η κύρια έμφαση της
έρευνας θα έπρεπε να δοθεί στη δόμηση γνώσης για το μέλλον.
Σιγά - σιγά, παρόλα αυτά, αυτές οι διεπιστημονικές
αντιπάθειες έχουν αρχίσει να υποχωρούν. Με την εμφάνιση νέων πολιτιστικών
πλαισίων– παγκοσμιοποίηση, οικολογία, πληροφοριακή έκρηξη, πολυ-πολιτισμικότητα
και μεταμοντερνισμός μεταξύ άλλων – αντιμετωπίζουμε με αυξανόμενη ευαισθησία
την τεχνητή και συχνά αποκρυπτική δουλικότητα της πρακτικής. Ο διαχωρισμός και
η εξειδίκευση λανθασμένα αλλά με αυξανόμενο ρυθμό αντικαθίστανται από την
περιέργεια, το διάλογο, και από μια αίσθηση αισιοδοξίας για νέες και
ενδιαφέρουσες προοπτικές. Είναι με τη μορφοποίηση αυτού του μέλλοντος που
στοιχειοθετείται το παρόν κεφάλαιο. Ένα πάντρεμα της ιστορίας με την ψυχολογία
μπορεί να πάρει πολλές μορφές και η αναστοχαστική ανησυχία για τις διαφορετικές
τους δυνατότητες και αδυναμίες είναι απαραίτητη. Είναι απλώς ένα ζήτημα
πνευματικής και επιστημονικής υπόσχεσης. Μακροχρόνιες παραδόσεις κρέμονται από
μια κλωστή – για να ενδυναμωθούν ή να διαλυθούν ανάλογα. Αυτές οι παραδόσεις συνδέονται
περαιτέρω με ευρύτερες κοινωνικές πρακτικές που έχουν ηθικές και πολιτικές
συνέπειες. Με την επιλογή της μεθοδολογίας της έρευνάς μας, δημιουργούμε ένα
πολιτιστικό μέλλον.
Έχοντας υπόψη αυτούς τους συλλογισμού καταλήγω στο ότι υπάρχουν οι εξής κατευθύνσεις: η ιστορία ως ψυχολογική έκφραση, η ιστορία ως πρόγονος της
ψυχολογίας και ο ρόλος της ψυχολογίας ως ιστορίας. Όπου αυτό είναι δυνατό, θα
διατηρήσουμε ζητήματα των συναισθημάτων στο προσκήνιο. Παρόλα αυτά, όπου η
βιβλιογραφία μας κατευθύνει σε άλλες ψυχολογικές καταστάσεις και συνθήκες,
διαπιστώνουμε ότι τα συμπεράσματα είναι επίσης σχετικά με τα συναισθήματα. Δεν
θα προσποιηθώ ότι είμαι αμερόληπτος σε αυτή την ανάλυση. Μάλιστα, το ζήτημα της
ηθικής και πολιτικής αμεροληψίας είναι κεντρικής σημασίας για την συζήτηση.
Παράλληλα, δεν ισχυρίζομαι ότι διαθέτω διορατικότητα σε αυτά τα θέματα. Αυτές
οι παρατηρήσεις δεν προορίζονται ως οριστικές – η λήξη του ζητήματος – αλλά ως
προσκλήσεις για συλλογικό προβληματισμό με σκοπό την οικοδόμηση ενός βιώσιμου
μέλλοντος.
Η Ιστορία ως
Έκφραση της Ψυχολογίας
Ο
κύριος προβληματισμός μου στην παρούσα ανάλυση είναι το σύνολο των παραδοχών
που παραδοσιακά θεμελιώνουν τη βασική έρευνα στα πεδία της ψυχολογίας και της
ιστορίας. Αυτές οι παραδοχές, θα ισχυριστώ, ενώ προκαλούν ορισμένες μορφές
επικοινωνίας μεταξύ ιστορίας και ψυχολογίας, είναι επίσης προβληματικές και
περιοριστικές σε σημαντικά σημεία. Επιπλέον, εντός ορισμένων μορφών της
ιστορικής ψυχολογίας, οι παραδοχές αυτές οδηγούν σε σημαντικές εναλλακτικές
λύσεις. Για πολλούς, αυτές οι τελευταίες εξελίξεις αποτελούν σημαντικές απειλές
για τα σχετικά πεδία. Ωστόσο, όπως ισχυρίζομαι, οι απειλές αυτές
υπεραντισταθμίζονται από τα πολλαπλά πλεονεκτήματα, τόσο στην
ιστορική/ψυχολογική έρευνα όσο και στην κοινωνική ζωή γενικότερα.
Ας αναλογιστούμε εν συντομία αρκετές βασικές
παραδοχές που παραδοσιακά συνδέουν αυτά τα πεδία. Δεν θα καθορίσω την έκταση με
κάθε λεπτομέρεια σε αυτό το δοκίμιο, καθώς το υποθετικό παράδειγμα είναι καλά
επεξεργασμένο εντός της φιλοσοφίας της επιστήμης του εικοστού αιώνα (όπως
αναδύεται από το θετικισμό της δεκαετίας του 1920 και επεκτείνεται μέσω του
λογικού εμπειρισμού στις Ποπερικές αιτιολογίες του επικριτικού ορθολογισμού)
και βαθιά ριζωμένο ως έμμεσο εποικοδόμημα στο πλαίσιο των καθημερινών
δραστηριοτήτων των μελετητών και των ίδιων των επιστημόνων. Ανακεφαλαιώνοντας,
εν συντομία, τέσσερις από τις βασικές υποθέσεις εργασίας που εντοπίζονται εντός
τεράστιων κλάδων των επιστημονικών πεδίων σήμερα, βρίσκουμε αντιστοιχίες με τα
ακόλουθα:
1.
Ένα ανεξάρτητο
θεματικό αντικείμενο.
Μέχρι τα τελευταία χρόνια, οι ιστορικοί και οι ψυχολόγοι έχουν ουσιαστικά
παραδεχτεί την ύπαρξη του αντικειμένου τους ανεξάρτητα από τα ιδιαίτερα πάθη
και τις τάσεις του ερευνητικού παράγοντα. Αυτό το άκαμπτο αντικείμενο –
δεδομένης της φύσης – πρέπει να καταγράφεται, να μετριέται, να περιγράφεται και
να αναλύεται. Η εμπειρία από το αντικείμενο αυτό μπορεί να παρέχει μια
επαγωγική βάση για την παραγωγή γνώσης ή την κατανόηση. Αντικρουόμενες
αντιλήψεις μπορούν να συγκριθούν με το φάσμα των ήδη υπαρχουσών ώστε να καθορίσουν τη σχετική ισχύ
τους.
2.
Ένας
ουσιοκρατικός τρόπος σκέψης. Οι ιστορικοί έχουν σε μεγάλο βαθμό συμφωνήσει με
τους ψυχολόγους στη θεώρηση ότι μεταξύ των σημαντικών θεμάτων που πρέπει να διερευνηθούν
υπάρχουν ειδικά νοητικές διεργασίες, οι πρόγονοί τους και οι εκδηλώσεις τους.
Επειδή η ανθρώπινη δράση βασίζεται σε ένα ψυχολογικό υπόβαθρο (συμπεριλαμβανομένων,
για παράδειγμα, του συναισθήματος, της σκέψης, της πρόθεσης και του κίνητρου),
ένας φωτισμός της ψυχολογικής λειτουργίας είναι απαραίτητος για την ιστορική
γνώση (για να μην γίνει η ιστορία ένα απλό χρονικό γεγονότων). Η πνευματική
διεργασία είναι το επίκεντρο της επιστήμης της ψυχολογίας.
3.
Κατανόηση ως
αντικειμενικό και συσσωρευτικό. Οι ψυχολόγοι έχουν προσπαθήσει πάρα
πολύ για να διασφαλίσουν την αντικειμενική εκτίμηση στο αντικείμενό τους. Χρήση
οργάνων, ηλεκτρονικός έλεγχος, πειραματικός σχεδιασμός και δοκιμαστικές μελέτες
επικύρωσης είναι μόνο μερικά από τα εχέγγυα της αντικειμενικότητας. Παρόλο που
λίγοι ιστορικοί θα ισχυρίζονταν ότι στον κόσμο του παρελθόντος υπάρχει
διαφάνεια, οι περισσότεροι θα συμφωνούσαν ότι μέσα από την εξέταση των
χειρογράφων, των γραμμάτων, των ημερολογίων και άλλων χειροποίητων
αντικειμένων, μπορεί κανείς να διαμορφώσει απόψεις για το παρελθόν που ρίχνουν
όλο και περισσότερο φως στα πραγματικά γεγονότα. Η αντικειμενική κατανόηση ίσως
να μην είναι πλήρως εφικτή, αλλά ο στόχος μπορεί να προσεγγιστεί σε μεγάλο
βαθμό. Επιπλέον, και στα δύο πεδία η αντικειμενικότητα μας παρέχει τη θεμελίωση
για συσσωρευτική γνώση. Με
αυξανόμενη μελέτη ενός δεδομένου φαινομένου – είτε η ψυχολογική κατάθλιψη είτε
η Μεγάλη Ύφεση – οι μελετητές μπορούν να πετύχουν πληρέστερα μια λεπτομερή
κατανόηση.
4.
Αξία στην
ουδετερότητα.
Η διάχυτη τάση στην ιστορική και ψυχολογική έρευνα ήταν μια απαίτηση για
ιδεολογική αμεροληψία. Για να είναι σίγουροι, οι μελετητές και οι επιστήμονες μπορούν
να τρέφουν ισχυρές προσωπικές αξίες, αλλά αυτές δεν θα έπρεπε με κανένα τρόπο
να επηρεάσουν τον προσδιορισμό των αποδεικτικών στοιχείων ή το αποτέλεσμα του
θεματικού αντικειμένου. Η αναζήτηση της αντικειμενικότητας και στις δυο
περιπτώσεις είναι ταυτοχρόνως συνδεδεμένη με μια αντίληψη της
αντικειμενικότητας ως ελευθερίας από την ιδεολογία.
Σε μεγάλο βαθμό,
αυτές οι κοινές παραδοχές είναι επίσης υπεύθυνες για την εμφάνιση μιας μικρής
αλλά ισχυρής μετακίνησης προς την ιστορική ψυχολογία. Δίνοντας ευρεία αποδοχή
στις μεταφυσικές υποθέσεις, ένα ευρύ φάσμα από συναρπαστικές και ενδιαφέρουσες
εξερευνήσεις πάνω στις αλληλεπιδράσεις μεταξύ της ψυχολογικής διεργασίας και
της ιστορικής αλλαγής έχει αναδυθεί. Θα είναι χρήσιμο για την παρούσα ανάλυση
να θέσουμε πολλά από αυτά τα εγχειρήματα στο επίκεντρο της προσοχής και στη
συνέχεια να εξετάσουμε πολλές προβληματικές επιπτώσεις. Με τα ζητήματα αυτά
κατά νου, μπορούμε να στραφούμε σε δύο επιπλέον εξελίξεις που παρέχουν
εναλλακτικές εκφάνσεις της ιστορίας και της ψυχολογίας.
Υποθέσεις στην
Πράξη: Ιστορική Ψυχολογία
Όπως φαίνεται, οι υποθέσεις που εξετάζονται
εδώ ουσιαστικά προεικονίζουν τις κυρίαρχες τάσεις της έρευνας. Εάν υποθέσουμε
την ύπαρξη ψυχολογικής διαδικασίας (οντότητες, μηχανισμοί, διαθέσεις κτλ), μέσα
σε ένα αντικειμενοποιημένο ιστορικό πλαίσιο (το οποίο είναι ένα πλαίσιο που
υπάρχει ανεξάρτητα από νοητική αναπαράσταση), τότε στρεφόμαστε σε αναλύσεις που
αιτιολογικά συνδέουν τα πνευματικά δεδομένα με συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα ή
πράξεις. Δύο βασικές μορφές έρευνας προτιμώνται: η πρώτη φωτίζοντας τις ρίζες
της ψυχολογίας μέσω ιστορικά προσδιορισμένων δράσεων και η δεύτερη
επικεντρωμένη στα ψυχολογικά αποτελέσματα συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών. Ενώ
οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ ψυχολογικών και ιστορικών συνθηκών είναι σπάνιες αλλά
αξιοσημείωτες, το μεγαλύτερο μέρος της έρευνας τείνει να ευνοήσει τη μία από
τις αιτιακές αλληλουχίες ή την άλλη. Στην περίπτωση των απαρχών της ψυχολογίας,
ίσως οι προγενέστερες προσπάθειες ήταν εκείνες των ψυχο-ιστορικών (βλέπε, για
παράδειγμα, τον DeMause (1982), Loewenderg (1983), Brown
(1959)), οι οποίοι κατά κανόνα δέχονται την ύπαρξη ποικίλων ψυχοδυναμικών
διεργασιών και εστιάζουν την ανάλυση στους τρόπους με τους οποίους αυτές οι
διεργασίες εκδηλώνονται σε διάφορα ιστορικά γεγονότα. Τέτοιες αναλύσεις μπορεί
να εξετάζουν τις ψυχοδυναμικές συνθήκες των ανθρώπων σε μια συγκεκριμένη
περίοδο της ιστορίας (για παράδειγμα, Fromm, 1941), ή την μεμονωμένη ψυχολογία
σημαντικών ιστορικών στοιχείων (για παράδειγμα, Erikson,
1975). Ενώ το έργο του Martindale (ειδικά 1975,
1990) για τα ψυχολογικά κίνητρα που προκαλούν αισθητική εκτίμηση και
ενδιαφέροντα αποτελεί την κυρίαρχη τάση στο μυαλό για την απαρχή της ιστορίας,
το έργο του είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον όταν επιδιώκει κάποιος να αποδείξει ότι
οι ψυχολογικές καταστάσεις δημιουργούν ένα πλαίσιο επιδράσεων οι οποίες
επιστρέφουν για να τροποποιήσουν τον ίδιο τους το χαρακτήρα. Επομένως, για τον Martindale, υπάρχουν προβλέψιμες ιστορικές τροχιές
που προέρχονται από τις ψυχολογικές – ιστορικές αλληλεπιδράσεις.
Όλο και πιο διαδεδομένη, ωστόσο, είναι η
έρευνα στην οποία οι πνευματικές καταστάσεις και εκφράσεις τοποθετούνται ως
αποτελέσματα συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών. Το έργο αυτό δεν προτάσσει ότι
οι ψυχολογικές διεργασίες είναι προϊόντα αυτών των συνθηκών, αλλά ο αναλυτής
υποθέτει την ύπαρξη θεμελιωδών ψυχολογικών διεργασιών (π.χ. γνωστική,
συναισθηματική, παρακινητική κ.τ.λ.) και θεωρεί το ιστορικό πλαίσιο ως έκφραση
του περιεχομένου, του χαρακτήρα ή της έκφρασής τους. Στην πραγματικότητα, θα
μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχει μια ιστορική υφή της ψυχολογίας. Εργασία αυτού
του είδους έχει αναδυθεί από πολλές πηγές. Έχει υπάρξει ένας μακροχρόνιος
προβληματισμός, για παράδειγμα, για τους τρόπους με τους οποίους οι διαδικασίες
της ανάπτυξης του παιδιού τοποθετούνται μέσα σε συγκεκριμένα ιστορικά
περιβάλλοντα (Aries, 1962, van den Berg,
1961, Kessen, 1990). Ευρείας κλίμακας έργα όπως εκείνα του Elias (1978) πάνω στη διαδικασία του εκπολιτισμού, του Ong (1982) πάνω στις μορφές γνωστικής λειτουργίας που
χρησιμοποιούν προφορικό λόγο σε αντίθεση με την κουλτούρα της εκτύπωσης, και
του Elder (1974) πάνω στις ψυχολογικές επιπτώσεις της
παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, αποτελούν σημαντικές συνεισφορές σε αυτή τη
μορφή έρευνας. Ερευνητές όπως ο Simonton (1984, 1990)
έχουν προσπαθήσει ακόμα και να δημιουργήσουν μέσα ποσοτικοποίησης ιστορικών
μεταβλητών έτσι ώστε να προβλέψουν ιστορικά συγκεκριμένα επίπεδα
δημιουργικότητας, ευφυΐας ή ηγεμονικότητας. Ίσως το πιο εκτεταμένο και
συντονισμένο έργο εντός του πεδίου αυτού ήταν εκείνο των Stearns, το οποίο περιλαμβάνει την ιστορία τους
για την οργή μέσα στο αμερικανικό πλαίσιο (Stearns,
1986), την εξέλιξη της ζήλιας στη σύγχρονη ιστορία (Stearns,
1989) και τη μοίρα των Βικτωριανών παθών στη ζωή του εικοστού αιώνα (Stearns, 1994). Περισσότερα υποδείγματα έρευνας
σε αυτά τα διάφορα πεδία περιλαμβάνονται στο έργο Ιστορική Κοινωνική Ψυχολογία (Gergen,
1984).
Προσεγγίζοντας
τα Όρια της Παράδοσης
Όπως βλέπουμε, καθεμία από τις παραδοσιακές υποθέσεις που αναφέρθηκαν
προηγουμένως είναι σαφώς εκδηλωμένη σε αυτά τα στοιχεία της έρευνας. Καθεμία
θεωρεί την ανεξάρτητη ύπαρξη του αντικειμένου της, την ψυχή, ως ένα «φυσικό
είδος» διαθέσιμο στην επιστημονική αξιολόγηση, την έρευνα ως αντικειμενική και
συσσωρευτική και το εγχείρημα της έρευνας όχι από μόνο του ιδεολογικά
επενδυμένο. Ένας σημαντικός εμπλουτισμός της κατανόησης προήλθε από την
αναζήτηση αυτών των υποθέσεων, συμπεριλαμβανομένης μεταξύ αυτών της μεγάλης
ανάπτυξης των κοινωνικών/ συμπεριφορολογικών επιστημών ως σημαντικών πεδίων στο
χώρο του πολιτισμού, μιας αναδυόμενης αίσθησης ενότητας στα ερωτήματα της
γνώσης, στη σημαντικότητάς και του τρόπου με τον οποίο πρέπει να διερευνηθεί
και να διδαχθεί και μάλιστα στο πλαίσιο ενός γιγαντιαίου φορέα αναζήτησης που
χρησιμεύει στη διέγερση της διάνοιας, της φαντασίας και της κοινωνικής
πρακτικής. Παρόλο που μπορούν να ειπωθούν πολλά ακόμα για αυτές τις
προσπάθειες, είναι επίσης σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε τα όριά τους. Το ότι
πρέπει να επικροτούμε τις παραδοσιακές προσπάθειες δεν είναι υπό συζήτηση. Εάν
ένα μόνο παράδειγμα θα έπρεπε να επαρκεί είναι ένα άλλο ζήτημα.
Τρία κρίσιμα ζητήματα απαιτούν προσοχή στο παρόν πλαίσιο. Κατ’ αρχάς,
είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι οι υποθέσεις που οδηγούν στην
ανάπτυξη αυτής της μορφής της έρευνας προέρχονται από μια ιστορικά τοποθετημένη
σαφήνεια. Οι υποθέσεις όπως αρθρώνονται δίνουν την εντύπωση «πρώτων αρχών»,
αρχών που υπερβαίνουν το ιστορικό και πολιτισμικό πλαίσιο. Όμως, ο ιστορικά
ευαίσθητος αναλυτής θα δώσει προσοχή στις κοινωνικές συνθήκες κάτω από τις
οποίες αυτές οι υποθέσεις εμφανίστηκαν και το ρόλο που ίσως έχουν διαδραματίσει
εντός του πολιτικού και οικονομικού πλαισίου της εποχής. Οι «θεμελιώδεις»
υποθέσεις, επομένως, αντλούν την εγκυρότητά τους όχι από υπερβατικές αλήθειες αλλά
από συγκεκριμένες συνθήκες της κοινωνίας. Και αν αυτό ισχύει, τότε δεν υπάρχει
καμία δεσμευτική αναγκαιότητα για τη διατήρησή τους και παράλληλα για τον
αποκλεισμό άλλων. Ή πιο θετικά, επειδή είναι προαιρετικές μπορούν να είναι
ανοιχτές σε ευρύ έλεγχο και ενδεχόμενες εναλλακτικές λύσεις.
Τέτοιος έλεγχος ξεκινά στα σοβαρά όταν συνειδητοποιηθεί ότι αυτές οι
βασικές υποθέσεις δεν παρέχουν κανένα μέσο για κρίσιμη αυτοκριτική. Τη στιγμή
που τίθενται σε ισχύ, δεν υπάρχουν τρόποι αμφισβήτησης των παραδοχών τους ή
κατανοητά διατυπωμένα ερωτήματα που να μην εμπίπτουν στην οντολογία που
οριοθετούν. Εφόσον γίνει αποδεκτό ότι η γνώση
συσσωρεύεται μέσω εμπειρικής εκτίμησης των δεδομένων του κόσμου, είναι
δύσκολο να αμφισβητήσουμε αυτήν την παραδοχή. Το να την αμφισβητήσουμε με
δεδομένο ότι δεν εμπεριείχε την οντολογία (π.χ. για πνευματικούς λόγους) θα
ήταν άσχετο με το εγχείρημα (π.χ. «απλός μυστικισμός»). Το να θέσουμε τον
εμπειρισμό σε εμπειρικά τεστ θα ήταν εξίσου προβληματικό. Θα ήταν εννοιολογική
σύγχυση να υποθέσουμε ότι οι εμπειρικές μέθοδοι θα μπορούσαν να αυταποδειχτούν
ως αναληθείς.
Ωστόσο, το πρόβλημα δεν περιορίζεται σε μια ανικανότητα για ενδοσκόπηση.
Όπως ανακαλύπτουμε όταν το παράδειγμα τεθεί σε εφαρμογή, όλα τα ζητήματα που
δεν εμπίπτουν στο οριοθετημένο πεδίο της εμπειρικής γνώσης τίθενται σε κίνδυνο.
Συγκεκριμένα, οι κριτικοί προβληματίζονταν για καιρό σχετικά με την ανικανότητα
της παραδοσιακής οπτικής να θέτει ερωτήματα τα οποία θα έχουν αξία για τους
ανθρώπους. Εξαιτίας του ότι η γλώσσα της αξίας δεν μπορεί αδιαμφισβήτητα να
συνδεθεί με γεγονότα στον υλικό κόσμο, τα ζητήματα αξίας έχουν σε μεγάλο βαθμό
αφαιρεθεί από τη συζήτηση. Περαιτέρω, η αναζήτηση της γνώσης ασχολείται με το
να οριοθετήσει το τι συμβαίνει ή συνέβαινε. Με άλλα λόγια, η αναζήτηση της
γνώσης συνθέτει έναν κανόνα των «πρέπει». Η αντικειμενική έρευνα δεν
υπεισέρχεται στο χώρο της ιδεολογικής προπαγάνδας. Παρόλα αυτά, οι κριτικοί
επιμένουν, ότι στη δική του ή δική της επιλογή περιγραφικής ορολογίας,
επεξηγηματικής βάσης, μέθοδο έρευνας και εκλογικευτικών τεχνικών, ο ή η
επιστήμονας λειτουργεί στον κόσμο του αναπόφευκτου, διαμορφώνοντας το μέλλον
προς το καλό ή το κακό. Παρά τους πρότερους ισχυρισμούς για την αξία της
ουδετερότητας, οι επιδιώξεις της παραδοσιακής έρευνας είναι αναπόφευκτα
ιδεολογικές. Πεδίο προβληματισμού αποτελεί η ανάγκη εύρεσης μέσων για να αποκατασταθεί η αίσθηση της
ηθικής και της πολιτικής ευθύνης σε τέτοιες προσπάθειες.
Τίθεται ένα τελευταίο ζήτημα, λιγότερο βαθύ
στην εφαρμογή, αλλά εξίσου σημαντικό. Αυτό αφορά τις τάσεις που κληροδοτούνται
στις δεσπόζουσες επιστήμες της ιστορίας και της ψυχολογίας και στον τρόπο με
τον οποίο επιλύονται στις διάφορες μορφές διεπιστημονικής εργασίας. Ιδιαίτερη
ανησυχία προκαλεί το γεγονός ότι η ψυχολογία υπήρξε γενικά, αλλά όχι συνολικά,
μια επιστήμη με πρακτική τη γενίκευση. Με άλλα λόγια, βασική επιδίωξή της
αποτελεί, η δόμηση γνώσης γύρω από την ανθρώπινη συμπεριφορά που να υπερβαίνει
τον χρόνο και την κουλτούρα. Αντιθέτως, οι περισσότερες (εάν όχι όλες) οι
ιστορικές αναλύσεις έτειναν στην συγκεκριμενοποίηση, απασχολούμενες με τις
μοναδικές συνθήκες που υπήρξαν στις διαφορετικές χρονικές περιόδους. Με τους
όρους της προηγούμενής μας συζήτησης, αυτές οι διαφορές στην ροπή δεν είναι
χωρίς πολιτική σημασία. Για τις γενικεύουσες επιστήμες, μια σύλληψη της
ανθρώπινης φύσης ως σχετικά σταθερής τείνει να υπερισχύει. Ως εκ τούτου,
υπάρχει μια προτίμηση στην επεξήγηση των διαφόρων κοινωνικών προβλημάτων (π.χ.
επιθετικότητα, φτώχεια, χρήση ναρκωτικών) σε όρους ατομικούς, κληροδοτούμενων
τάσεων, με μια σχετική προτίμηση για κρατικό έλεγχο και πολιτικό συντηρητισμό
(«κανείς δεν μπορεί να αλλάξει την ανθρώπινη φύση αλλά μόνο να ελέγξει τις
υπερβολές της»). Για τον επιστήμονα της συγκεκριμενοποίησης, η τάση είναι η
αντίληψη της ανθρώπινης φύσης σαν πιο ευμετάβλητης και πολυδύναμης. Τα
κοινωνικά προβλήματα είναι πιο πιθανό να κατανοηθούν με τους όρους της
συγκεκριμένης σύνθεσης των περιστάσεων (π.χ. οικονομικές τάσεις και αξίες,
ποιότητα διακυβέρνησης κ.τ.λ.) με λύσεις πολιτικής που στρέφονται υπέρ της
συνεργασίας και της δημιουργικότητας έναντι του ελέγχου και της τιμωρίας.
Σε αυτό το περίγραμμα εντοπίζουμε πολλές από τις προαναφερθείσες
προσπάθειες που αντιμετωπίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά σαν αποτέλεσμα της
έκφρασης ενός ορισμένου ψυχολογικού υποστρώματος και που τείνουν να προωθούν το
συλλογικό υπέρ του συγκεκριμένου. Η ύπαρξη του συναισθήματος, για παράδειγμα,
ποτέ δεν αμφισβητείται. Η έκφραση και το συναίσθημα συνιστούν το ιστορικό.
Τέτοιες εκφράσεις μπορούν να ελεγχθούν, να διοχετευθούν ή να καταπιεστούν, αλλά
το θεμέλιο παραμένει σταθερό. Έτσι, η ψυχολογική διαδικασία παραμένει μια
κυρίαρχη δύναμη στην δημιουργία ιστορικών γεγονότων, και η ιστορία των
ψυχολογικών διεργασιών μπορεί να γραφεί μόνο με όρους παραλλαγής του κεντρικού
θέματος. Μπορούμε να εκτιμήσουμε πιο συνολικά αυτούς τους ισχυρισμούς
συγκρίνοντας αυτόν τον αρχικό προσανατολισμό με έναν δεύτερο.
Η ιστορική σύσταση της ανθρώπινης ψυχής
Σε σημαντικά σημεία, η δεύτερη ανάλυση της
ψυχολογικής – ιστορικής έρευνας παρουσιάζει μια πιο ακραία εκδοχή της
προσέγγισης της υφής που μόλις συζητήσαμε. Ωστόσο, αντί για το ιστορικό πλαίσιο
που χρησιμεύει στο να δώσει περιεχόμενο ή συνθήκες έκφρασης σε ένα διαφορετικά
καθορισμένο πεδίο ψυχολογικής λειτουργίας, εδώ βρίσκουμε ότι το ιστορικό συνιστά
το πνευματικό. Αυτό σημαίνει ότι οι πνευματικές διεργασίες – τόσο η οντολογία
του μυαλού όσο και οι συγκεκριμένες εκδηλώσεις – είναι υποπροϊόντα
προγενέστερων ιστορικών συνθηκών. Αυτές οι συνθήκες μπορεί να είναι υλικές: για
τους Μαρξιστές ιστορικούς, οι ψυχολογικές συνθήκες της προσωπικής αλλοτρίωσης
και της ψευδούς συνείδησης είναι το συγκεκριμένο συμπέρασμα των συνθηκών
εργασίας. Η αναδιαμόρφωση της εργασίας θα εξάλειφε ουσιαστικά αυτές τις
συγκεκριμένες καταστάσεις του μυαλού. Για το μεγαλύτερο μέρος, ωστόσο, οι
ερευνητές έχουν στραφεί στις κοινωνικές συνθήκες ως τους πρωταρχικούς
παράγοντες διαμόρφωσης της ψυχολογικής διαδικασίας.
Αυτή η προσέγγιση ήταν η πιο ελκυστική για ένα
εύρος ψυχολογικών καταστάσεων που είναι είτε οριακές είτε αμφιλεγόμενες ως προς
την κοινωνία γενικότερα. Επομένως, δεν είμαστε καθόλου ανήσυχοι από υποθέσεις
της κοινωνικής ιστορίας της ρομαντικής αγάπης (για παράδειγμα, Hunt,1959, Kern,1992). Πιθανώς
επειδή πολλοί αισθάνονται αβέβαιοι ότι ποτέ δεν έχουν ή θα έχουν την εμπειρία
μιας τέτοιας κατάστασης και πιθανώς επειδή η ρομαντική αγάπη είναι ουσιαστικά
προβληματική σε σχέση με ένα ιδεώδες του Διαφωτισμού ως μια λογική και
αντικειμενική λειτουργία του μυαλού, υπάρχει μια συγκεκριμένη ανακουφιστική
ακολουθία σε μια τέτοια ιστορικοποίηση.
Ωστόσο, διανοητικά και ιδεολογικά
διακυβεύματα τίθενται επιτακτικά όταν μια τέτοια ανάλυση στρέφεται σε
ψυχολογικά κατηγορήματα πιο καίρια για τους δημόσιους θεσμούς μας. Για
παράδειγμα, οι ριζικές συνέπειες των απόψεων του Lev
Vygotsky (1978) για την ανθρώπινη ανάπτυξη δεν
έχουν χαθεί στον επαγγελματία ψυχολόγο. Για τον Vygotsky,
«Δεν υπάρχει τίποτα στο μυαλό που να μην είναι πρώτα από όλα στην κοινωνία»
(142). Στην πραγματικότητα, για τον Vygotsky οι διαδικασίες
της σκέψης και της μνήμης δεν υπάρχουν στη φύση, πριν από τον πολιτισμό, αλλά
οφείλουν την ύπαρξή τους σε πολιτισμικούς προγόνους. Συγχρόνως, αυτή η άποψη
λειτουργεί σαν μια ισχυρή «πρόσκληση» για ιστορική διερεύνηση. Ο ερευνητής
μπορεί να επιχειρήσει να εντοπίσει μοναδικές ψυχολογικές καταστάσεις που
υποφώσκουν στα ενδότερα του προσδιορισμού των πολιτιστικών συνθηκών που
υπερτερούν σε μια ορισμένη χρονική περίοδο. Επί παραδείγματι, η περίπτωση της
μητρικής στοργής, όπως ορίζεται από τον Badinter
(1986). Η δική μου εργασία επιχειρεί να συνδέσει τις διαφορετικές έννοιες του
εαυτού με προηγούμενες περιόδους και διερευνά την παρούσα ανάδυση αυτής της
ευαισθησίας. Οι έρευνες των Harre και Finley-Jones αναφορικά με
την ακηδία και τη μελαγχολία στο πρώιμο ευρωπαϊκό πλαίσιο είναι ομόλογες. Παρά
το γεγονός ότι η διεπιστημονικότητα στο επίκεντρό της, με το έργο του Lutz σχετικά με την κοινωνική σύνθεση των συναισθημάτων,
όπως στο φάγκο (= fago) και στο τραγούδι
στον λαό Ifaluk του Ειρηνικού Ωκεανού, είναι ιδιαίτερα
συναρπαστική. Συνεισφορές στην έντυπη συλλογή του Harre, Η Κοινωνική Σύνθεση των Συναισθημάτων, προσθέτουν
σημαντική διάσταση στη μορφή της μελέτης.
Είναι αξιοσημείωτο ότι η πλειονότητα της έρευνας
της κοινωνικο-ιστορικής σύνθεσης των απόψεων δεν έχει στοιχειοθετηθεί από
εμπειρικούς ψυχολόγους. Αυτό ίσως δεν προκαλεί έκπληξη, τοιουτοτρόπως οι
επιπλοκές τέτοιας εργασίας της εμπειρικής ψυχολογίας έχουν προκαλέσει ελάχιστες
«καταστροφές». Όχι μόνο τίθεται υπό διερεύνηση η εγκυρότητα των διιστορικών και
διαπολιτισμικών γενικεύσεων, αλλά το ίδιο το συμπέρασμα της επιστήμης ως
συσσώρευσης διατρέχει κίνδυνο. Τα
σημερινά εμπειρικά αποτελέσματα, σε αυτόν το χώρο δεν είναι ενδεικτικά γενικών
αληθειών, αλλά ιστορικά ενδεχομένων εθίμων. Ή, με τους όρους των προηγούμενών
μας ανησυχιών, αυτής της μορφής η ανάλυση αντιστρέφει το προνόμιο του
ψυχολογικού πάνω στο ιστορικό. Εδώ η ψυχολογία μεταστρέφεται σε παραπόταμο της
ιστορίας.
Όταν τα παρελκόμενα διευρυνθούν, τέτοιες
αναλύσεις ευνοούν επίσης μια αυτό-ανακλαστική στάση. Αυτό ισχύει, με αυτόν τον
τρόπο πρωταρχικά, γιατί ο αναλυτής καταλήγει να εκτιμήσει το ιστορικό
ενδεχόμενο των ίδιων των συλλήψεων της ανθρώπινης γνώσης να εγείρουν το ζήτημα
της ιστορικής έρευνας από μόνες τους. Για παράδειγμα εάν οι νοοτροπίες
δομούνται ιστορικά, τι μπορούμε να συμπεράνουμε εμείς από την έννοια της
αντικειμενικότητας ως νοητικής κατάστασης, και από την υπόθεση μιας αμερόληπτης
σχέσης ανάμεσα σε μια προσωπική υποκειμενικότητα και τα αντικείμενα μιας
έρευνας; Η ίδια η ιδέα ενός νου ξεχωριστού από τον κόσμο, που βρίσκεται σε ένα
σώμα και το οποίο αντικατοπτρίζει τις εμπειρίες του εξωτερικού κόσμου,
εγγράφεται στην ιστορική σκέψη. Εάν η υποκειμενικότητα δομείται κοινωνικά, τότε
δεν είναι κάθε επιστημονική περιγραφή χρωματισμένη με τις συμβάσεις της
κοινότητας στην πορεία του χρόνου; Ένα κενό διανοίγεται τότε για έναν
ενδοσκοπικό διάλογο.
Επιπλέον, ένας ιστορικός τρόπος σκέψης
αρχίζει να δημιουργεί μια ηθική και πολιτική ευαισθησία. Συγκεκριμένα, αν το
πνευματικό είναι κοινωνικά διαμορφωμένο, τότε μορφές της ψυχολογικής ύπαρξης
είναι ουσιαστικά προαιρετικές. Και αν είναι προαιρετικές, μπορούμε να
διερευνήσουμε το επιθυμητό των υπαρχουσών λειτουργιών της ύπαρξης και τις
εγγενείς δυνατότητες στις δυνατές εναλλακτικές. Για να επεξηγήσουμε, ο Averill (1982) υποστηρίζει για το θυμό ότι
είναι μια μορφή πολιτισμικά διαμορφωμένης συμπεριφοράς. Ο θυμός στη Δυτικό
πολιτισμό, για παράδειγμα, δεν αναπαράγεται κάπου αλλού και αυτό που θα επιθυμούσαμε
να ορίσουμε ως θυμό σε πολλούς άλλους πολιτισμούς ελάχιστα μοιάζει με αυτό που
θεωρούμε θυμό στη δική μας περίπτωση. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, εμείς στο
σύγχρονο Δυτικό πολιτισμό μπορούμε να θέσουμε ερωτήσεις για το επιθυμητό της
τρέχουσας διαμόρφωσης του θυμού μας. Βασιζόμενοι σε αυτήν την παραδοχή, ο Tavris (1982) υποστηρίζει έναν μετασχηματισμό στις
πολιτισμικές μας δομές, έτσι ώστε να μειωθεί η ενδοοικογενειακή βία και άλλα
εγκλήματα εξαιτίας της επιθετικότητας. Πιο πρόσφατα, οι Averill και Nunley
(1992) επεκτείνουν αυτούς τους ισχυρισμούς για να προτείνουν ότι οι άνθρωποι θα
πρέπει να διαμορφώσουν τις συναισθηματικές μορφές ως θεμελιώδεις για ολοκληρωμένες
ζωές.
Τελικά, ανακαλύπτουμε σε αυτήν την κατεύθυνση
τους σπόρους για μια ριζική αναδιατύπωση του ρόλου του ιστορικού στον τομέα της
ψυχολογίας. Όπως είδαμε στην προηγούμενη ανάλυση, όταν οι νοοτροπίες αντικειμενοποιούνται,
θα τείνουν να δημιουργήσουν βασικές απαιτήσεις σε όλη την ιστορική ανάλυση.
Ωστόσο, εάν ο πνευματικός κόσμος είναι ιστορικά διαμορφωμένος, τότε η ιστορική
κατανόηση είναι βασική για οποιαδήποτε περαιτέρω ανάλυση του μυαλού. Το έργο
του ιστορικού γίνεται ένα απαραίτητο προλεγόμενο για περαιτέρω κατανόηση της
ψυχολογικής επιστήμης. Το να ξεκινήσουμε την έρευνα πάνω σε οποιοδήποτε
ψυχολογικό «φαινόμενο» χωρίς την κατανόηση του πλαισίου της ιστορίας που
προκαλεί το τεκμήριο του φαινομένου θα ήταν τουλάχιστον υπεροπτικό. Το να
διενεργήσουμε έρευνα χωρίς μια αίσθηση της κοινωνικοπολιτισμικής δομής που
θέτει τα όρια της σαφήνειας της εργασίας θα ήταν μυωπικό.
Παρά τις σοβαρές επιπτώσεις της αναζήτησης
πάνω στην ιστορική διαμόρφωση της ανθρώπινης ψυχής, πρέπει να λεχθεί ότι οι
επαγγελματίες της δεν ήταν τυπικά μεταξύ των πιο ενεργών στην προώθηση των πιο
ριζικών συνεπειών της. Παρά τις τάσεις, το μεγαλύτερο μέρος αυτού του έργου
έχει προχωρήσει κάτω από τα παραδοσιακά μεταθεωρητικά δεσμά. Οι επαγγελματίες
έχουν πρωταρχικά θέσει ως στόχο να κάνουν διαφωτιστική ιστορική δουλειά,
αιτιολογημένη με όρους της αποδεικτικής της βάσης και χωρίς μια συγκεκριμένη
ηθικο-πολιτική διάταξη. Μια τέτοια πρόκληση καταχωρείται για μια τρίτη μορφή
ψυχολογικής – ιστορικής έρευνας.
Ο
Ψυχολογικός Λόγος στο Ιστορικό Πλαίσιο
Η πιο πρόσφατη στροφή στη μελέτη είναι μια διαλογική
συντροφικότητα σε μια σειρά αλληλένδετων κινήσεων που πρόσφατα σαρώνει τις
ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες ευρύτερα. Αυτές οι κινήσεις –
ποικιλοτρόπως προσαρμοσμένες ως μετά- δομικές, μετά-εμπειριστικές,
μετά-θεμελιώδεις, μετά- Διαφωτιστικές και μεταμοντέρνες – όλες τείνουν να
συγκλίνουν στους προβληματισμούς τους για τη δόμηση του νοήματος μέσω της
γλώσσας και εντός της κοινότητας. Δηλαδή, με ποικίλους τρόπους εφιστούν την
προσοχή στην πολλαπλότητα των τρόπων που διαφοροποιούν τη δόμηση των
κοινοτήτων, τυπικά στη γλώσσα, μια τοπική αίσθηση του πραγματικού και του
καλού. Επιπλέον, όπως συνήθως υποστηρίζεται, επειδή τέτοιες δομές δημιουργούν
και διατηρούν συγκεκριμένες μορφές συμπεριφοράς, λειτουργούν ταυτόχρονα ως
δυνάμεις ελέγχου ή εξουσίας εντός της κοινωνίας. Πιο εύστοχα, όπως προτείνεται,
εκείνοι που βρίσκονται στα περιθώρια τέτοιων κοινοτήτων μπορεί να υποστούν
ό,τι, για αυτούς, είναι καταπιεστικές αν όχι καταστροφικές συνέπειες αυτής της
δόμησης.
Αυτά ήταν πολύπλοκοι αν όχι δραματικοί
διάλογοι και οι επιπτώσεις τους εκτεταμένες. Ιδιαιτέρως σημαντικά για το παρόν
κεφάλαιο, έχουν διεγείρει μια εναλλακτική μορφή μελέτης, αφιερωμένης σε αυτήν
την περίπτωση στις ιστορικές και πολιτισμικές συνθήκες που προκαλούν
συγκεκριμένα λεξιλόγια στη διάταξη της κοινωνικής συμπεριφοράς. Το επιχείρημα
εδώ δεν είναι ότι τα πνευματικά γεγονότα είναι κοινωνικά διαμορφωμένα, όπως
στην προηγούμενη περίπτωση. Για τους περισσότερους από αυτούς τους ερευνητές η
ύπαρξη της πνευματικής ζωής είναι από μόνη της ανεξάρτητη. Δηλαδή, εάν υπάρχει
ή όχι «πνευματική ζωή» και πώς (εάν υπάρχει) είναι διαμορφωμένη δεν είναι
ερωτήματα που γενικά θεωρούνται απαντήσιμα εκτός των ορίων μιας συγκεκριμένης
ερμηνευτικής κοινότητας. Ο βασικός προβληματισμός, επομένως, είναι πάνω στους
λόγους της πνευματικής ζωής, στις πράξεις των ανθρώπων που γίνονται προφανείς ή
πιθανές μέσω τέτοιων λόγων και στη λειτουργία αυτών των λόγων (και των σχετικών
πράξεων) εντός της κοινωνίας διαχρονικά.
Τα Συναισθήματα ως Λόγος: Μια Απεικόνιση
Για να μεταδώσω τη λογική αυτής της
εργασίας, θα περιγράψω το λόγο των συναισθημάτων. Προσπάθειες να οριστούν τα
συναισθήματα και να αποσαφηνιστεί ο χαρακτήρας τους έχουν κοσμήσει το τοπίο της
διανόησης για πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια. Δύο χαρακτηριστικά από αυτή τη
διαρκή συνομιλία είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτα: πρώτον, το τεκμήριο της
ενάργειας και δεύτερον, το αδιέξοδο της συζήτησης. Στην προηγούμενη περίπτωση,
μέχρι τον παρόντα αιώνα υπήρχε λίγη αμφιβολία για τη βέβαιη ύπαρξη των
συναισθημάτων. Στο δεύτερο βιβλίο της Ρητορικής,
ο Αριστοτέλης διέκρινε δεκαπέντε συναισθηματικές καταστάσεις. Το έργο του Ακινάτη
Συνοπτική θεολογία απαρίθμησε έξι
«συναισθηματικά» και πέντε «πνευματικά» συναισθήματα. Ο Descartes διέκρινε έξι πρωτογενή πάθη της ψυχής.
Ο ηθικολόγος του δεκάτου ογδόου αιώνα David Hartley έκανε λόγο για δέκα «γενικά πάθη της
ανθρώπινης φύσης» και οι βασικές συνεισφορές από πρόσφατους θεωρητικούς, του Tomkins (1962) και του Izard
(1977), περιγράφουν περίπου δέκα διακριτές συναισθηματικές καταστάσεις. Ως
αποτέλεσμα, στη Δυτική πολιτισμική ιστορία υπάρχει γενικότερη συμφωνία όσον
αφορά την προφανή παρουσία συναισθηματικών καταστάσεων.
Την ίδια στιγμή, αυτές οι βαθιές οντολογικές
δεσμεύσεις συνδυάζονται επίσης με μία εικονική κακοφωνία ανταγωνιστικών απόψεων
για τον χαρακτήρα των συναισθημάτων – τα διακριτά χαρακτηριστικά τους, οι
απαρχές τους, οι εκδηλώσεις τους και η σημασία τους για τα ανθρώπινα ζητήματα.
Για τον Αριστοτέλη τα συναισθήματα διαμόρφωσαν «τα συναισθήματα της ψυχής», για
τον Ακινάτη τα συναισθήματα βιώνονταν από την ψυχή αλλά ήταν τα προϊόντα
αισθητηριακών ορέξεων, ο Descartes απομόνωσε
συγκεκριμένα «πάθη της ψυχής», αυτά που ανήκουν σε κινήσεις των «ζωωδών
ενστίκτων» που αναμοχλεύουν το μυαλό. Για τον Thomas
Hobbes (1651), τα πάθη ήταν συστατικά της ίδιας της
ανθρώπινης φύσης και παρείχαν το «πνεύμα» ενεργοποίησης για τη διάνοια, τη
θέληση και τον ηθικό χαρακτήρα. Στο έργο του Πραγματεία πάνω στην Ανθρώπινη Φύση, ο David
Hume διαίρεσε τα πάθη σε εκείνα που προέρχονται άμεσα
από το ανθρώπινο ένστικτο (π.χ. η επιθυμία να τιμωρήσουμε τους εχθρούς μας) και
εκείνα που προέρχονται από μια «διπλή σχέση» αισθητηριακών εντυπώσεων και
ιδεών. Έναν αιώνα αργότερα, και οι Αρχές
της Ψυχολογίας του Spencer και η Έκφραση των Συναισθημάτων στον Άνθρωπο και
στα Ζώα του Δαρβίνου επιχείρησαν να εξαρτήσουν τα συναισθήματα από
φαινομενικά πιο βέβαια βιολογικά αίτια.
Το αδιέξοδο της συζήτησης απεικονίζεται πιο
παραστατικά όταν αναζητάμε το «αντικείμενο της μελέτης» από μόνο του, εκείνο το
οποίο προσδιορίζεται ως ένα συναίσθημα. Για παράδειγμα, ο Αριστοτέλης
προσδιόρισε το ευδιάλλακτο, την
εμπιστοσύνη, τη φιλανθρωπία, την έλλειψη καλών τρόπων, τη δυσαρέσκεια, την
άμιλλα, τη νοσταλγία και τον ενθουσιασμό ως συναισθηματικές καταστάσεις όχι
λιγότερο διαφανείς από το θυμό ή τη χαρά. Ωστόσο, στις εξηγήσεις τους του
εικοστού αιώνα, ούτε ο Tomkins (1962) ούτε ο Izard (1977) αναγνωρίζουν αυτές τις καταστάσεις ως
συστατικά του συναισθηματικού πεδίου. Ο Ακινάτης πίστευε ότι η αγάπη, η επιθυμία, η ελπίδα και το θάρρος ήταν όλα κεντρικά συναισθήματα
και ενώ ο Αριστοτέλης θα συμφωνούσε στην περίπτωση της αγάπης, όλες αυτές οι καταστάσεις σχεδόν δεν αναγνωρίζονται στις
πρόσφατες θεωρίες των Tomkins και Izard. O Hobbes προσδιόρισε την απληστία,
την πολυτέλεια, την περιέργεια, τη φιλοδοξία, την καλή προαίρεση,
τη δεισιδαιμονία και τη θέληση ως συναισθηματικές καταστάσεις,
καμία όμως από τις οποίες δεν χαρακτηρίζεται ως τέτοια στη σύγχρονη ψυχολογία.
Οι Tompkins και Izard
συμφωνούν ότι η έκπληξη είναι ένα
συναίσθημα, μια
πεποίθηση που πράγματι θα εξέπλησσε τους περισσότερους από τους προκατόχους
τους. Ωστόσο, ενώ ο Izard πιστεύει ότι η λύπη και η ενοχή είναι βασικά συναισθήματα, αποτυγχάνουν να πληρούν τις προϋποθέσεις
στην ανάλυση του Tompkins. Συγχρόνως, ο Tompkins βλέπει τη δυστυχία ως ένα κεντρικό
συναίσθημα, ενώ ο Izard όχι.
Μια συγκεκριμένη ειρωνεία υπάρχει πάντα
ταυτόχρονα με αυτά τα δύο χαρακτηριστικά του συναισθηματικού διαλόγου, την
ενάργεια και το αδιέξοδο. Εάν τα συναισθήματα είναι απλά εκεί ως διαφανή
χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ύπαρξης, τότε γιατί είναι τόσο δύσκολα επιτεύξιμη
η μοναδική ερμηνεία; Ευρεία συμφωνία υπάρχει εντός επιστημονικών κοινοτήτων
όσον αφορά, για παράδειγμα, τους χημικούς πίνακες, τη γενετική σύσταση και τις
κινήσεις των πλανητών. Και όπου έχουν προκύψει διαφωνίες, διαδικασίες έχουν
επίσης τεθεί για να πιέσουν την ορολογία προς μεγαλύτερη ομοιομορφία. Γιατί,
τότε, είναι η επιστημονική σύγκλιση τόσο αόριστη στην περίπτωση
των συναισθημάτων; Τουλάχιστον μία σημαντική αιτία γι’ αυτό προέρχεται από μία
πιθανή πλάνη και συγκεκριμένα την πλάνη
της άστοχης συγκεκριμενοποίησης του Whitehead.
Πιθανώς εργαζόμαστε με μία παράδοση στην οποία λανθασμένα αντιμετωπίζουμε τα
υποθετικά αντικείμενα του πνευματικού μας λεξιλογίου ως χειροπιαστά, ενώ είναι
τα ίδια τα ονόματα που κατέχουν πιο
αδιαμφισβήτητες ιδιότητες. Επειδή υπάρχουν λέξεις όπως αγάπη, θυμός και ενοχή,
υποθέτουμε ότι πρέπει να υπάρχουν συγκεκριμένες ψυχολογικές καταστάσεις στις
οποίες αναφέρονται. Και αν υπάρχει διαφωνία, υποθέτουμε ότι η συνεχής μελέτη
του ζητήματος θα επιλύσει το πρόβλημα απολύτως. Μετά από δύο χιλιάδες χρόνια
συζήτησης πάνω στο ζήτημα, σε ένα μόνο στοιχείο οδηγηθήκαμε αναπόφευκτα, στο να
υποθέσουμε δηλαδή ότι δεν υπάρχουν τέτοιες απομονώσιμες συνθήκες στις οποίες
τέτοιοι όροι αναφέρονται.
Αυτή η τελευταία πιθανότητα έχει γίνει πιο
επιτακτική τα τελευταία χρόνια και συγκεκριμένα με την ανάπτυξη της φιλοσοφίας
σε κοινή γλώσσα. Οι Φιλοσοφικές Έρευνες
του Wittgenstein ήταν το κύριο κίνητρο σε αυτήν
την περίπτωση και για την αναζήτηση της αναφορικής βάσης για τα πνευματικά
κατηγορήματα και για την προσφορά ενός εναλλακτικού τρόπου σκέψης για τέτοιο
λόγο. Όπως αναρωτιέται ο Wittgenstein (1953),
«Παρατηρώ ότι φοβάμαι. – Ανακαλώ τις σκέψεις μου την προηγούμενη μισή ώρα για
να το κάνω αυτό ή αφήνω μια σκέψη από τον οδοντίατρο να περάσει γρήγορα από το
μυαλό μου για να δω πώς με επηρεάζει ή μπορώ να είμαι αβέβαιος για το αν είναι
πραγματικά φόβος για τον οδοντίατρο και όχι ένα άλλο φυσικό συναίσθημα
δυσφορίας;» Το αδύνατο να απαντήσουμε μια τέτοια ερώτηση σε όρους πνευματικών
αναφορών για το συναίσθημα απαιτεί ένα εναλλακτικό μέσο κατανόησης πνευματικών
όρων. Αυτή η κατανόηση συναντάται ευρέως στα επιχειρήματα του Wittgenstein για το νόημα που προέρχεται από τη
χρήση. Πάνω σε αυτή την άποψη, τα πνευματικά κατηγορήματα αποκτούν το νόημά
τους μέσω διάφορων γλωσσικών παιχνιδιών ενσωματωμένων στις πολιτισμικές μορφές
της ζωής. Η πνευματική γλώσσα καθίσταται σημαντική όχι δυνάμει της ικανότητάς
της να αποκαλύπτει, επισημαίνει ή να περιγράφει πνευματικές καταστάσεις, αλλά
από τη λειτουργία της στην κοινωνική συναλλαγή.
Ιστορικοποιώντας
τον Φιλοσοφικό Λόγο: Περιπτώσεις και Συνέπειες
Επιχειρήματα του προηγούμενου είδους πληροφορούν
για μια μορφή ιστορικής εργασίας που
αναφέρεται όχι μόνο στο συναίσθημα αλλά και σε ολόκληρο το φάσμα των λόγων για
τη φύση της ψυχολογικής λειτουργίας. Το επίκεντρο της αναζήτησης εντοπίζεται
ποικιλοτρόπως στη γένεση και τη διατήρηση του ψυχολογικού λόγου, στους τρόπους
λειτουργίας του εντός της κοινωνίας και στις αξίες και τις ομάδες που
υποστηρίζει (και καταστέλλει). Ενδεικτικές είναι οι εξής περιπτώσεις: α) η
έρευνα της Suzanne Kirschner
(1996) για τον τρόπο με τον οποίο σύγχρονες αντιλήψεις για την ψυχολογική
ανάπτυξη απηχούν τις αφηγήσεις των νέο-Πλατωνικών θεολογικών κειμένων, β) η
συλλογή του David Leary
(1990) για τη θέση της μεταφοράς στην ιστορία της ψυχολογικής θεωρητικοποίησης,
γ) η ανάλυση του Gigerenzer (1991) για την
επίδραση της στατιστικής μεθοδολογίας στην αναδυόμενη αντίληψη της ψυχολογίας
για τη γνωστική λειτουργία, δ) το Ξαναγράφοντας
την Ψυχή του Hacking (1995), μια
ιστορική έρευνα πάνω στις αντιλήψεις της πολλαπλής προσωπικότητας και τις
πολιτικές της μνήμης, ε) η έρευνα του Spacks (1995) για την εμφάνιση της ανίας τον δέκατο όγδοο
αιώνα και στ) η έρευνα του Herman (1992) για τις
πολιτικές ρίζες του λόγου του ψυχικού τραύματος. Μια ευρεία δειγματοληψία της
ιστορικής εργασίας πάνω στον ψυχολογικό λόγο περιέχεται επίσης στις Ιστορικές Κατευθύνσεις του Ψυχολογικού Λόγου
(Graumann και Gergen,
1996).
Αυτή η τελευταία εργασία ξεκινά να δίνει
μορφή σε μια σημαντική εναλλακτική πρόταση στη στάση της αξιακής ουδετερότητας
που διαπνέει και τα δύο προγενέστερα ψυχολογικά – ιστορικά εγχειρήματα. Αυτό
σημαίνει ότι, αντί να αντανακλούν απλώς τη φύση του παρελθόντος, αυτές οι τελευταίες
αναζητήσεις εντάσσουν το ιστορικό έργο στην υπηρεσία της ηθικής/ηθικιστικής
κριτικής με το στόχο της αλλαγής της μορφής της πολιτιστικής δράσης. Αυτό το
είδος της ανάλυσης που βασίζεται στην αξία προσδιορίζεται συγκεκριμένα από την
υπόθεση πως ό,τι θεωρούμε ανθρώπινη δράση δεν δίνεται ούτε ως μια ουσία ούτε
είναι παγιωμένο μεταξύ των ατόμων ως πολιτιστική θέση. Μάλλον, η ανθρώπινη
δράση είναι συνυφασμένη με τον ιστό των αντιλήψεων του λόγου. Επομένως, εάν η
μελέτη μπορεί να αλλάξει τέτοιες μορφές κατανόησης – όπως στην περίπτωση της
ιστορικοποίησης του ψυχολογικού λόγου – τότε επιχειρούμε μια αποσαφήνιση για το
ποια επιλογή είναι πιθανή. Το να καταλάβουμε ότι οι αντιλήψεις των ψυχολόγων
για το συναίσθημα, για παράδειγμα, δεν είναι χάρτες της ανθρώπινης φύσης αλλά
τα αποτελέσματα της πολιτιστικής παράδοσης μας δίνει τη δυνατότητα να
αντικατοπτρίσουμε τη σχετική αξία αυτών των αντιλήψεων σε σύγκριση με άλλες
πιθανότητες. Ο λόγος δεν είναι σταθερός αλλά καθίσταται προαιρετικός. Ιδιαίτερα
ενδεικτικές αυτών των προβληματισμών είναι οι έρευνες της Rose Foucauldian
(1985, 1990) για το ρόλο του λόγου και τις μεθόδους της επαγγελματικής
ψυχολογίας στην πολιτική «πειθάρχηση» της κοινωνίας, η κριτική του Lutz (1988) για τις ανδροκεντρικές
προκαταλήψεις που προωθήθηκαν από το λόγο των συναισθημάτων στο σύγχρονο Δυτικό
πολιτισμό και η ανάλυση του Sampson (1988) για την
ατομικιστική ιδεολογία που διατηρήθηκε από τις αναδυόμενες αντιλήψεις της
πνευματικής ζωής.
Οι συνέπειες αυτού του αναπτυσσόμενου
σώματος εργασίας για περισσότερη παραδοσιακή ιστορική και ψυχολογική έρευνα
μοιάζει, εξαρχής, κάπως αναιρετική. Από την προοπτική του λόγου, είναι δύσκολο
να τοποθετήσουμε ένα θεματικό αντικείμενο το οποίο είναι ανεξάρτητο από τις
διαλογικές/θεωρητικές εργασίες των παραγόντων διερεύνησης. Η κύρια ιδέα ενός
«ανεξάρτητου θεματικού αντικειμένου» - ή ο ίδιος ο νους της ιστορίας –
ακυρώνεται λόγω έλλειψης συνοχής. Και με αυτή τη σειρά, βεβαίως, έτσι
δημιουργούμε ουσιοκρατικές αντιλήψεις για πνευματικά γεγονότα ή διαδικασίες. Αν
μη τι άλλο, αυτές οι έρευνες καταδεικνύουν τη λεπτή (αν όχι ταυτολογική) σχέση
μεταξύ της γλώσσας του μυαλού μας και των υποτιθέμενων αναφορών της. Επιπλέον,
η φιλοδοξία για μια αντικειμενική επιστήμη/ιστορία αρχίζει να αποκτά
προσανατολισμό. Ναι, το νόημα της αντικειμενικότητας ίσως κατορθωθεί μέσα σε
μια συγκεκριμένη κοινότητα συνομιλητών. Ωστόσο, ο επιστήμονας/μελετητής χάνει
την εγγύηση για αξιώσεις αλήθειας πέρα από την κοινωνία, για μια κάπως
προνομιούχα σχέση μεταξύ λέξεων και κόσμου. Ομοίως, η γνώση μπορεί να
συσσωρεύεται, αλλά μόνο με τη δύναμη των προτύπων που χρησιμοποιούνται μέσα σε
μια ερμηνευτική κοινότητα.
Όμως τελικά, τα συμπεράσματα αυτών των
επιχειρημάτων δεν μπορούν να είναι σταθερά. Εάν ο κριτικός ισχυρίζεται την
αλήθεια της κριτικής του, τότε τα κύρια επιχειρήματα από τα οποία απορρέει
καταργούνται. Πιο θετικά, είναι σαν να λέμε ότι η λογική έρευνα επιτυγχάνει να
αποφύγει τις παγίδες της άρνησης της δικής της λογικής. Ενώ η παραδοσιακή
έρευνα δεν έχει καθόλου μέσα να διερευνήσει τις δικές της υποθέσεις (π.χ.
παραδοχές αντικειμενικότητας, ουδετερότητα στην αξία), ο ερευνητής καλείται σε
μια στάση ταπείνωσης. Επομένως, η λογική κριτική των παραδόσεων πρέπει από μόνη
της να θεωρηθεί ως μία λογική κίνηση, ένας τρόπος συνέχισης της πνευματικής ζωής
μέσα στην ακαδημαϊκή κοινότητα και συσχέτισης αυτής της κοινότητας με την
ευρύτερη κοινωνία. Τα επιχειρήματα βασικά λειτουργούν ως ένα κάλεσμα σε μορφές
συζήτησης και σχέσης που μπορούν να προσφέρουν νέες εναλλακτικές προτάσεις για
έρευνα και νέους ρόλους για το μελετητή.
Τελικά, ανακαλύπτουμε ότι από την άποψη της
λογικής, ούτε η ψυχολογία ούτε η ιστορία παρέχει ένα απόλυτο επεξηγηματικό
προνόμιο. Ούτε τα ψυχολογικά ούτε τα ιστορικά γεγονότα φημίζονται ως οι
γενεσιουργές πηγές της δράσης. Από την άποψη της λογικής, οι ψυχολογικές
διαδικασίες είναι παρενθετικές, άρα μοιάζουν να δίνουν επεξηγηματικό δικαίωμα
στην ιστορική ανάλυση. Την ίδια στιγμή, κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η
ανάλυση του λόγου τώρα αντικαθιστά τις πνευματικές καταστάσεις ως κεντρική
εστίαση της ιστορικής ανάλυσης. Ωστόσο, επειδή ο ψυχολογικός λόγος είναι
ενιαίος (και όχι διαχωρισμένος) σε σχέση με την κοινωνική διαδικασία, δεν είναι
ούτε μια αιτία ούτε μια επίπτωση του κοινωνικού προτύπου. Στην πραγματικότητα,
ο λόγος και διαμορφώνει και διαμορφώνεται από τις ιστορικά προσδιορισμένες
συνθήκες του πολιτισμού. Ούτε ο νους ούτε το υλικό είναι κυρίαρχα.
Ιστορία και Ψυχολογία: Υπάρχει Μέλλον;
Έχουμε
ερευνήσει τρεις σημαντικές παρεκκλίσεις στο πάντρεμα της ιστορικής και της
ψυχολογικής μελέτης, η πρώτη βασίζεται στις παραδοσιακές ουσιοκρατικές
υποθέσεις που αφορούν την ιστορία και την ψυχολογία, η δεύτερη δίνει έμφαση
στην ιστορική διαμόρφωση του ψυχολογικού τομέα και η τρίτη μετατρέπει και την
ιστορία και την ψυχολογία σε λόγο. Πώς πρέπει τώρα να βλέπουμε αυτά τα
εγχειρήματα από την άποψη των μελλοντικών επενδύσεων; Θα πρέπει οι παραδοσιακές
προσπάθειες, ακόμα πολύ ισχυρές, απλά να συνεχίσουν αμείωτες την ηγεμονική τους
πορεία; Οι αναδυόμενες εναλλακτικές προτάσεις κάνουν τώρα απίθανο το να
επιστρέψουμε στην παραδοσιακή εργασία; Υπάρχει κάποια μορφή αμαλγάματος που θα
έπρεπε να αναζητήσουμε; Αυτά είναι σύνθετα ερωτήματα και οι συζητήσεις πρέπει να
παραμένουν ανοιχτές. Ωστόσο, μπορούμε να εξαγάγουμε αρκετά συμπεράσματα από την
προηγούμενη συζήτηση που μπορούν να χρησιμεύσουν ως ουσιώδεις εισηγήσεις στο
διάλογο.
Εκ προοιμίου, βρίσκω τον εαυτό μου
υποχρεωμένο να κινηθεί ανάμεσα στα διάφορα επιχειρήματα που συνδέονται γενετικά
με τη λογική στροφή στην κοινωνική ανάλυση. Για επιβεβαίωση, τα κύρια
συμπεράσματα της ιστορικής και ψυχολογικής μελέτης είναι φορείς του λόγου –
βιβλία, άρθρα, διαλέξεις. Η έκταση στην οποία αυτοί οι φορείς του λόγου είναι αναφορικά
συνδεδεμένοι με γεγονότα εκτός της γλώσσας πρέπει πάντα να παραμένει υπό
εξέταση. Η σχέση λέξη-αντικείμενο είναι για πάντα σε κίνηση και οι λέξεις από
μόνες τους εύκολα αντικειμενικοποιούνται ακόμα και όταν δεν υπάρχουν καθόλου
φαινομενικές αναφορές. Επιπλέον, όταν προσπαθούμε να περιγράψουμε τον κόσμο με
τον οποίο ο λόγος θα μπορούσε να συνδεθεί, πάλι μπαίνουμε στους διαδρόμους του
λόγου. Για να είμαστε σίγουροι, μπορούμε να αποδομήσουμε αυτή τη συλλογιστική
καταφεύγοντας στις δικές της μορφές επιχειρηματολογίας. Ωστόσο, μια τέτοια
πράξη αποδόμησης, αν και σίγουρα έγκυρη, ταυτοχρόνως επιβεβαιώνει την ευκρίνεια
των λογικών επιχειρημάτων.
Βάσει αυτού ωστόσο, δεν τοποθετούμε εντός
του λογικού προσανατολισμού κάποια θεμελιώδη επιχειρήματα ενάντια στις
προηγούμενες γραμμές της έρευνας. Σε αντίθεση με τις εμπειρικά βασισμένες
παραδόσεις, δεν υπάρχει καμία πιθανότητα η έρευνα να μπορεί να προχωρήσει με
έναν αμερόληπτο τρόπο για να αποκαλύψει τι είναι (ή ήταν) η υπόθεση. Επομένως,
δεν υπάρχει κανένας τρόπος δυσφήμισης μιας συγκεκριμένης μορφής έρευνας επειδή
αποτυγχάνει να μετέχει στο παράδειγμα (π.χ. επειδή αποτυγχάνει να χρησιμοποιεί
παραδοσιακούς κανόνες απόδειξης). Αντί να αποκλείει μορφές έρευνας, ο λογικός
μελετητής θα πρέπει ιδανικά να υποδεχτεί ένα εύρος πιθανών προσπαθειών, καθεμία
από τις οποίες θα μιλούσε για μια δοσμένη κοινότητα, τις παραδόσεις και τις
αξίες της. Ο στόχος δεν πρέπει να είναι να εξαλείψουμε παραδόσεις της γλώσσας
αλλά να τις εμπλουτίσουμε. Την ίδια στιγμή, είμαστε ευαισθητοποιημένοι από τη
λογική της λογικής έρευνας για τις πιθανές επιπτώσεις της μελέτης μας στην
πνευματική, πολιτική και κοινωνική ζωή γενικότερα. Επομένως, ενώ δεν υποτιμούμε
καμία συγκεκριμένη μορφή μελέτης χωρίς βαθύτερη εξέταση, πρέπει να εξετάσουμε
τις κοινωνικές επιπτώσεις από όλες τις έρευνές μας, που κατευθύνονται είτε προς
την ψυχολογική διαδικασία, είτε προς την ιστορική ανάλυση είτε προς την λογική
διαδικασία. Το να δημοσιεύσουμε εργασία χωρίς προκαταρκτική προσοχή στις ηθικές
και πολιτικές συνέπειες μέσα σε ένα πολιτισμικό/ιστορικό πλαίσιο θα ήταν, από
την πλευρά της λογικής, αλαζονικό αν όχι απάνθρωπο.
Αυτό που φαίνεται να ευνοείται τελικά είναι
ένα πάντρεμα μεταξύ ίσων. Χωρίς καθόλου απόλυτα επιχειρήματα απόρριψης από
καμία πλευρά, μπορεί επίσης να είναι πιθανό να εκτιμήσουμε τις αλληλεξαρτήσεις
αυτών των διάφορων μορφών έρευνας, μαζί με τις συμπληρωματικότητες και πιθανές
συγγένειες. Αναφορικά με την αλληλεξάρτηση, για παράδειγμα, με όλη την κριτική
της για την αντικειμενικά ακριβή ανάλυση, η λογική έρευνα πρέπει όντως να
βασίζεται στη ρητορική της αντικειμενικότητας για να καταστήσει τις αναλύσεις
της κατανοητές. Σε ότι αφορά την συμπληρωματικότητα, οι αναλύσεις που ευνοούν
και την κοινωνική διαμόρφωση και τη λογική οικοδόμηση του μυαλού τείνουν να
δίνουν προνόμιο στην κοινωνική αλλαγή έναντι της σταθερότητας (φιλελεύθερες και
μετασχηματιστικές διατάξεις έναντι συντηρητικών). Ωστόσο, είναι πολύ απίθανο
ότι κάποιος αναλυτής θα προτιμούσε μια πλήρη αναμόρφωση όλων των κοινωνικών
επενδύσεων. Η πλήρης αλλαγή θα ήταν ισοδύναμη με το απόλυτο χάος. Ο
μετασχηματισμός είναι πιθανός μόνο ενάντια σε ένα σκηνικό βαθιάς σταθερότητας.
Και τελικά, υπάρχουν ευκαιρίες για συνένωση. Για παράδειγμα, υπάρχει ένας
υψηλός βαθμός αλληλεπικάλυψης μεταξύ των προσπαθειών του κοινωνικού
συνταγματολόγου και του λογικού κονστρουκτιβιστή. Με τον πρώτο να μετατοπίζει
την έμφαση από ψυχολογικές καταστάσεις σε πολιτισμικά επικαθορισμένες παραστάσεις και τον τελευταίο
να ενσωματώνει το λόγο στις ενσωματωμένες πράξεις, μια ισχυρή μορφή ιστορικής
ανάλυσης θα παγιωνόταν. Ίσως μέσω του πνευματικού βίου, η πολυγαμία αποδειχτεί
μια ανώτερη πολιτισμική μορφή σε σχέση με τη μονογαμία.