Ακταίον, 23 Απριλίου 2013: Χαιρετισμός κατά την Παρουσίαση του συλλογικού τόμου του ΠΤΔΕ του Πανεπιστημίου Αιγαίου
Κυρίες και κύριοι,
αγαπητοί εκπαιδευτικοί, φοιτήτριες, φοιτητές, σχολικοί σύμβουλοι και συνάδελφοι,
Για την περίσταση έκρινα σκόπιμο να παραθέσω, μάλλον υπερ-ερμηνεύοντας ομολογώ, τους στίχους δύο τραγουδιών που το άκουσμά τους με καθηλώνει στην / και με αποξενώνει, ταυτόχρονα (κατά τον μπρεχτικό αλλά όχι μόνο τρόπο), από την πραγματικότητα: το πρώτο είναι ένα γνωστό χορευτικό μακεδονίτικο, ενώ το δεύτερο ένα ταμπαχανιώτικο ρεμπετικό-δημοτικό τραγούδι των απόβλητων των λιμανιών της Κρήτης. Θα υπενθυμίσω για όσους διαβλέπουν το ανοίκειο της προσέγγισης ότι ο γνωστότερος γερμανός φιλόσοφος του 20ού αιώνα, ο Χάϊντεγγερ, διάνοιξε ένα διεισδυτικό μονοπάτι σκέψης στα αδιέξοδα της Ιστορίας, της Ηθικής και της Μεταφυσικής όταν σχολίασε -σπαραχτικά σχεδόν- τον τρόπο με τον οποίο ο καταραμένος Βαν Γκόγκ αποτύπωσε την ιδέα που κρύβεται πίσω από την εικόνα του στραπατσαρισμένου και βρώμικου ζευγαριού άρβυλων ενός ταπεινού αγρότη.
Λέει το πρώτο:
Τι ήθελα και σ’ αγαπούσα και δεν κάθομαν καλά;
Πήρα ζάλη στο κεφάλι, δυό μαχαίρια στην καρδιά.
Ήθελα να’ ρθώ το βράδυ, μ’ έπιασε ψιλή βροχή
Τον Θεό παρακαλούσα για να σ’ εύρω μοναχή.
(Ή στην ευστοχότερη παραλλαγή: Ας ερχόσουνα, βρε ψεύτη, κι ας γινόσουνα παπί).
Έφταιξα, συμπάθησέ με κι ό,τι θέλεις κάνε με
Άνοιξε την αγκαλιά σου και στη μέση βάλε με.
Τα ωραία σου τα μάτια στον καθρέφτη μην τα δεις
Γιατί μόνη σου αγαπιέσαι και εμένα λησμονείς.
Λέει το δεύτερο:
Πάρε καρότσα κι έλα, κι έλα το Σάββατο
Να με παρηγορήσεις πού’ μαι για θάνατο.
Υπερ-ερμηνεύω τώρα, αν και φοβάμαι ότι η υπερ-ερμηνεία μου αυτή δεν είναι τίποτε άλλο παρά το κέλυφος μιας μετουσίωσης, η οποία -σε δύστηνες εποχές σαν αυτή που διανύουμε- λειτουργεί, όπως καλά γνωρίζετε, παρηγορητικά και απελευθερωτικά. Όμως πρώτα θα σας αφηγηθώ μια σύντομη ηθικοπλαστική ιστορία. Μεσούντος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ο πεινασμένος και ξυλιασμένος από το κρύο της Βιέννης πατέρας της ψυχανάλυσης, με δύο γιούς και τον γαμπρό του να πολεμούν στο μέτωπο, επέβαλε στον εαυτό του, όπως μας θύμισε πρόσφατα ο Θανάσης Τζαβάρας, την εργασιοθεραπεία ως μοναδική απόδραση από τη φρίκη και την απελπισία της πραγματικότητας. Συγκεκριμένα, καθήλωνε τον εαυτό του κάθε πρωί, για ώρες πολλές, σε ένα γραφείο που από πάνω του κρεμόταν μια απειλητική επιγραφή που έγραφε στα λατινικά: Nulla dies sine linea. Ό μεθερμηνευόμενον σημαίνει να μην περάσει ούτε μια μέρα χωρίς να γράψω έστω και μια γραμμή, χωρίς να συνεχίσω τη συγκρότηση του εαυτού μου και χωρίς να επιχειρήσω, με τις όποιες δυνάμεις μου, να αποκριθώ στα ερωτήματα που μου θέτει η ιστορική περίοδος που μου μελλόταν να ζήσω.
Υπάρχουν φορές, συνήθως όταν μας έχει καταβάλει η ιστορική απαισιοδοξία και τα ατομικά δεινά, που μας διαλέγει η Ιστορία, κι όχι το αντίστροφο. Εμείς τότε απλώς εκφωνούμε προς τον εαυτό μας το ναι ή το όχι, συντονίζοντας το βήμα μας στον απαιτητικό ρυθμό της ανάγκης. Στις σελίδες του βιβλίου που παρουσιάζεται απόψε, βιβλίου που ξεκίνησε σαν μνημόσυνο αλλά σύντομα μετατράπηκε σε αναστάσιμο μήνυμα, διακρίνεται η ίδια η αγωνία της σκέψης, η διαλεκτική στέρησης και επιθυμίας, προσδοκίας και πραγμάτωσης, οραματισμού και επίγνωσης των ορίων. Το βιβλίο αυτό είναι ο καρπός ενός έρωτα που, είτε ματαιώθηκε είτε δικαιώθηκε, είτε ήταν παθιασμένος είτε η θερμοκρασία του δεν έφτασε ποτέ σε σημείο υπαρξιακού βρασμού (πράγμα τελικά αδιάφορο), πάντως υπήρξε. Κι αυτό είναι το ουσιαστικό. Υπήρξε αυτός ο έρωτας της γνώσης, της ευθύνης και της έκφρασης, σε πείσμα μάλιστα και του αυτάρεσκου ναρκισσισμού που του αρέσει να φωλιάζει κάτω από τα φτερά της ιδέας του έρωτα. Φίλες και φίλοι, η συνάντηση έγινε.
Αυτό το βιβλίο δεν είναι τα προικιά μιας συλλογικότητας που ξομπλιάζει τον εαυτό της και αποτιμά τη δράση της, την ώρα που ετοιμάζεται να πηδήσει στη θάλασσα, καθώς το πλοίο βυθίζεται. Ούτε βεβαίως μπορούσε, στον αντίποδα, να είναι μόνο η χαρά της δημιουργίας και η αυτοκατάφαση της φιλάρεσκης δημιουργικότητας. Θαρρώ πως είναι, την ίδια ακριβώς στιγμή, η συνάντησή μας με τον καιρό και τον τόπο, η κριτική υπέρβαση του φόβου και του θυμού, το ανάγλυφο αποτύπωμα της αντιπαράθεσής μας με τις αντινομίες του θεσμού που μας εμπεριέχει, η συναίσθηση της κοινωνικής μας ευθύνης, αλλά και μια μορφή ηθικά και πνευματικά ενεργού και όχι φορμαλιστικής και πουριτανικής (με την προτεσταντική σημασία) λογοδοσίας, όπως αυτή που απαιτούν τα διάφορα υποδείγματα αξιολόγησης του πανεπιστημιακού έργου. Το βιβλίο μας δεν είναι μια απλή μποτίλια στο πέλαγος που κουβαλάει το αδικαίωτο ποίημα ενός οργισμένου ρομαντικού. Είναι, αντίθετα, η δυναμική εκτύλιξη της ολιστικής και σύνθετης σκέψης που παράγουμε σε συγκεκριμένες συνθήκες ως συλλογικός διανοούμενος στο πεδίο του στοχασμού για την εκπαίδευση και για τις πολλαπλές διεργασίες της μάθησης, της κοινωνικής αναπαραγωγής και της πολιτισμικής μετεξέλιξης. Και έχουμε και τα εφόδια και τα εχέγγυα για να αναδεχθούμε και να διαδραματίσουμε αυτό τον ρόλο. Γράφει ο Αντόνιο Γκράμσι: «Κάθε βελανίδι μπορεί να σκέφτεται ότι του μέλλεται να γίνει βελανιδιά. Εάν τα βελανίδια είχαν ιδεολογία, αυτή θα ήταν ακριβώς να αισθάνονται ότι εγκυμονούν βελανιδιές. Αλλά στην πραγματικότητα το 99% των βελανιδιών χρησιμεύουν για το φαγητό των χοίρων και το πολύ εμμέσως συμβάλλουν στην παρασκευή λουκάνικων ή μορταδέλας». Ε, λοιπόν, διακινδυνεύω τον υπερφίαλο ισχυρισμό ότι εμείς βρισκόμαστε στο προνομιούχο 1%, ακριβώς γιατί δημιουργήσαμε τη συλλογικότητά μας, αντισταθήκαμε στον φόβο και στην αυτάρεσκη οργή και συσπειρώσαμε γύρω μας κι άλλες συλλογικότητες με κρίσιμο ιστορικό ρόλο: τους εκπαιδευτικούς και τους φοιτητές. Τώρα πλέον έρχεται η ώρα του κριτικού αναστοχασμού για το παράτολμο (από πολλές απόψεις) εγχείρημά μας.
Αυτές τις μέρες θανατώθηκαν στο βόρειο Αφγανιστάν 74 μαθήτριες με διοχέτευση τοξικού αερίου επειδή επέλεξαν να φοιτούν στο σχολείο. Πιο εύγλωττο και τραγικότερο παράδειγμα της συγχρονίας του ασύγχρονου, δηλαδή της συνύπαρξης διαφορετικών προσεγγίσεων και βιώσεων του ιστορικού χρόνου, δεν θα μπορούσε να βρεθεί. Αυτό είναι το παράδοξο: την ίδια ακριβώς στιγμή, αλλού η γνώση είναι ευλογία, αλλού συμβατική υποχρέωση κι αλλού κατάρα. Προτείνω να αφιερώσουμε την αποψινή εκδήλωση στη μνήμη αυτών των αθώων θυμάτων που εξοντώθηκαν επειδή ακριβώς αμφισβήτησαν τον δυισμό φύσης και πολιτισμού, την δήθεν οντολογική ιεραρχία των ρόλων. Αλλά και επειδή παρέκαμψαν τις συμβάσεις που είχαν επιβάλει μακραίωνες σχέσεις κυριαρχίας που επενδύονται με τον μανδύα της θρησκευτικής αυθεντίας. Να τους αφιερώσουμε την αποψινή εκδήλωση έχοντας κατά νου ότι και στη χώρα μας εσχάτως υφιστάμεθα μια οδυνηρή διαδικασία πολιτικο-ιδεολογικής τοξίνωσης. Όμως, στη δική μας περίπτωση, το δηλητήριο που διοχετεύεται έχει προσωρινά τουλάχιστον άϋλη μορφή. Παραμένει πάντως εξαιρετικά επικίνδυνο.
Γνωρίζουμε ότι η ιστορία φρονηματίζει χωρίς όμως να διδάσκει. Αλλιώς, δεν θα ξανακάναμε τα ίδια ή παρόμοια λάθη. Μας υποβάλλει σε έναν ιδιότυπο μιθριδατισμό. Γι’ αυτό άλλωστε και δεν απορούμε και κυρίως δεν εξεγειρόμαστε εναντίον του παθογενούς εαυτού μας όταν κατακλυζόμαστε από την τρομακτική κοινοτοπία του ευρήματος της επετειακής δημοσκόπησης της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας της 21ης Απριλίου 2013. Ότι δηλαδή ένα μεγάλο τμήμα της τραυματισμένης, βολεμένης στις ευκολίες της Μεταπολίτευσης, φοβικής και μνησίκακης κοινωνίας μας εκδικείται την πολλαπλή παθογένεια της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας με την υπεραναπληρωτική εξιδανίκευση των βρυκολάκων της επτάχρονης δικτατορίας και των επιγόνων τους. Τριγμός οστών και οδόντων, που θα έλεγαν όσοι διαβάζουν τις Ιερές Γραφές!
Στην αρνητική αυτή συγκυρία οφείλουμε να αντισταθούμε στην επέλαση των δυνάμεων του πρωτογονισμού και της βαρβαρότητας. Οφείλουμε, με γνώση και με κόπο, να αντιστρέψουμε το κλίμα εμβολιάζοντας τους εαυτούς μας και τη νέα γενιά με τα αντισώματα της διανοητικής και της ηθικής υγείας. Το Τμήμα μας κατέβαλε ήδη τον οβολό του υπάγοντας την απαισιοδοξία της σκέψης στην αισιοδοξία της βούλησης. Και συνεχίζει παλεύοντας με εσωτερικές αντιξοότητες και εξωτερικούς καταναγκασμούς. Ξέρετε, συχνά ο «διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες», όπως εξάλλου και τα «σταγονίδια του σαπρού παρελθόντος» βρίσκονται διεσπαρμένα στο αυτονόητο, στις νοητικές αδράνειες και τις ιδεολογικές αγκυλώσεις, στη ματαιοδοξία και στις συνήθειες.
Γιώργος Κόκκινος