|
Felix Nussbaum. Born in 1904, he died at Auschwitz in 1944 |
Όλο και περισσότεροι ιστορικοί, ειδικοί στο Ολοκαύτωμα και στις «σπουδές γενοκτονίας» αποδέχονται τον ισχυρισμό ότι οι Ναζί συμπεριφέρθηκαν στις κατακτημένες χώρες της Ευρώπης, κατά βάση της Ανατολικής, με αποικιοκρατικούς όρους. Ωστόσο παρά τις αναλογίες στη χρήση βίας έναντι Σλάβων και Εβραίων, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η βία αυτή ήταν ταυτόσημη με τη βία που ασκήθηκε στους Αφρικανούς και τους Ασιάτες. Οπωσδήποτε ένα από τα κοινά σημεία μεταξύ τους είναι η «σχέση μεταξύ φυλής και χώρου», που δεσπόζει και στη γερμανική αποικιοκρατική πολιτική στην Αφρική, παρά το γεγονός ότι η σχέση αυτή καθορίζει λιγότερο τη διαχείριση του ζητήματος των Εβραίων και πολύ περισσότερο τη διαχείριση των σλαβικών λαών (Πολωνών, Ρώσων, Ουκρανών).
Πάντως σε καμία περίπτωση δεν γίνεται αποδεκτή μια νέα "Sonderweg Thesis" που συνθηματολογικά μπορεί να περιγραφεί με τη φράση «from Africa to Auschwitz», σαν η γερμανική αποικιοκρατία στη μαύρη ήπειρο να αποτελεί τον πρώτο αναβαθμό στην πλήρη εκδίπλωση ενός γενοκτονικού μηχανισμού, ο οποίος καταλήγει στη βιομηχανοποιημένη εξόντωση των Εβραίων. Ούτε όμως, από την άλλη πλευρά, μπορεί να γίνει αποδεκτή η παντελής άρση της ιστορικής μοναδικότητας του Ολοκαυτώματος, που επιχειρήθηκε για πρώτη φορά από τους γερμανούς συντηρητικούς ιστορικούς που συμμετείχαν στη Διαμάχη των ιστορικών (Ernst Nolte, Michael Stürmer κ.ά.) των μέσων της δεκαετίας του 1980, οι οποίοι επιχείρησαν να νομιμοποιήσουν την σύγκριση –αν όχι την ταύτιση- του ναζισμού με τον σταλινισμό κάνοντας λόγο για την ανάγκη της ιστορικοποίησης του Ολοκαυτώματος, που πρακτικά και σε τελική ανάλυση σήμαινε εξομοίωση της βιομηχανοποιημένης εξόντωσης με άλλα μαζικά εγκλήματα της Ιστορίας. Το βασικό επιχείρημα του Nolte είχε πολλές αναλογίες με αυτό του François Furet στο βιβλίο του Le Passé d'une illusion (1995) που ξαναέφερε στην επιφάνεια του δημόσιου ενδιαφέροντος την έννοια του δισυπόστατου ολοκληρωτισμού (φαιού και ερυθρού) εμπνέοντας πολλούς γάλλους διανοούμενους να υποστηρίξουν την προβληματική θέση ότι η υπερμνησία του Ολοκαυτώματος εξυπηρετεί και βολεύει την κομμουνιστική
Αριστερά διότι μια τέτοια πολιτική μνήμης συντηρεί την αμνησία για τα gulag. Ένα ανάλογο επιχείρημα επικαλέστηκε και ο δικηγόρος του Klaus Barbie Jacques Vergès κάνοντας λόγο για τα εγκλήματα που διέπραξε η Γαλλία στην Αλγερία που δεν είχαν τίποτε να «ζηλέψουν» από τα ναζιστικά! Στο κλίμα αυτό η Μαύρη Βίβλος του Κομμουνισμού ήρθε ακριβώς να δικαιώσει τους οπαδούς της συγκρισιμότητας και της ταυτοσημίας μεταξύ ναζισμού και σταλινικού κομμουνισμού. Μάλιστα ο Stéphane Coutrois, ο βασικός επιμελητής της έκδοσης, έφθασε σε σημείο ύβρεως υποστηρίζοντας την άποψη ότι οι Εβραίοι επιμένουν στην ιστορική μοναδικότητα του Ολοκαυτώματος διότι θέλουν να έχουν το μονοπώλιο της θυματοποίησης στην παγκόσμια ιστορία, δηλαδή του αποδιοπομπαίου τράγου και του προνομιούχου θύματος.
Ιστορικοί όπως ο Jehuda Bauer και ο Steven Katz επιμένουν ότι ισχύει, πέραν κάθε αμφιβολίας, η ιστορική μοναδικότητα του Ολοκαυτώματος. Ο πρώτος στο βιβλίο του Rethinking the Holocaust (2001) κάνει διάκριση μεταξύ γενοκτονίας, δηλαδή βούλησης μη ριζικής εξόντωσης μιας ομάδας, και Ολοκαυτώματος, δηλαδή ριζικής εξόντωσης μιας ομάδας. Με την έννοια αυτή, το Ολοκαύτωμα, παρά τις εκλεκτικές του συγγένειες με τις γενοκτονίες, συγκροτεί μια δική του αυτοτελή κατηγορία εγκλήματος εναντίον της ανθρωπότητας. Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι η διάκριση του Bauer -παρά την ισχύ της- αμφισβητείται τουλάχιστον εν μέρει από το παράδειγμα της εξόντωσης των Τούτσι από τους Χούτου στη γενοκτονία της Ρουάντα. Ο δεύτερος στο τρίτομο έργο του The Holocaust in Historical Context (1994) υποστηρίζει επίσης ότι η πρόθεση ριζικής εξολόθρευσης κάθε ίχνους εβραϊκότητας συνιστά την απόλυτη ιδιαιτερότητα του Ολοκαυτώματος. Θέση που οπωσδήποτε δεν είναι έωλη, αφού οι Ναζί σχεδίαζαν την εξολόθρευση των Εβραίων και εκτός της ευρωπαϊκής ηπείρου (πχ. Μεγάλη Βρετανία).
Η θέση του Katz δημιούργησε μια νέα αντιπαλότητα με κύριο εκφραστή τον David Stannard, που έγραψε το βιβλίο American Holocaust υπερασπίζοντας την ιδέα ύπαρξης πολλαπλών γενοκτονιών στην ιστορία και στη νεωτερικότητα, τις οποίες συσκοτίζει η δεσπόζουσα σημασία και η «λεγόμενη» ιστορική μοναδικότητα του Ολοκαυτώματος.
Ταυτόσημη υπήρξε και η θέση του Ward Churchill του πιο μαχητικού ακτιβιστή στο ζήτημα της αναγνώρισης της γενοκτονίας των αυτοχθόνων στη Βόρεια Αμερική, που έδωσε για τα καλά τροφή τόσο στον διαγκωνισμό των τραυματικών μνημών και στην κούρσα της θυματοποίησης, όσο και στις διαμάχες για την "ηθική διάσταση της σύγκρισης" μεταξύ διαφορετικής τάξεως μαζικών δεινών.
Κανείς σοβαρός ιστορικός δεν πρέπει όμως πλέον να παραγνωρίζει το γεγονός, παρά την παθογένεια που δημιουργεί ο ανταγωνισμός των ομάδων-θυμάτων, ότι δεν υπάρχει ιστορική επιστήμη χωρίς σύγκριση, θέση που υπερασπίζει ο D. Stone. Αν και η ιστοριογραφία του Ολοκαυτώματος αποτελούσε έως πρόσφατα εντελώς διακριτή θεματική περιοχή, χωρίς ουσιαστική σχέση με τις Σπουδές της Γενοκτονίας, στις μέρες μας αυτό φαίνεται πως αλλάζει. Πρόκειται για μια διαδικασία που ξεκίνησε μόλις στη δεκαετία του 1980, με πρωτοβουλία πολιτικών επιστημόνων κυρίως, οι οποίοι έστρεψαν την προσοχή τους στην κατασκευή τυπολογιών στην προσπάθεια τους όχι μόνο να κατανοήσουν τους γενεσιουργούς παράγοντες και τους μηχανισμούς υλοποίησης των γενοκτονικών σχεδίων, αλλά και να συντελέσουν στην αποτροπή γενοκτονιών στο μέλλον. Οι περισσότεροι από αυτούς προέρχονταν από τον φιλελεύθερο ιδεολογικό χώρο της Βόρειας Αμερικής και επικέντρωσαν το ενδιαφέρον τους στη γενοκτονική πολιτική του κράτους, άρα στην πολιτική βούληση, την απόφαση και τον σχεδιασμό, και όχι στις ιδεολογικές στάσεις που διαμορφώνονται στην κοινωνία καθιστώντας θεμιτή τη γενοκτονική δράση.
Ο Οργανισμός Ηνωμένων εθνών ορίζει τη γενοκτονία ως εξής:
«Κάθε πράξη που γίνεται με πρόθεση να καταστρέψει, εν όλω ή εν μέρει, μια εθνική, φυλετική ή θρησκευτική ομάδα, όπως:
α) δολοφονία μελών της ομάδας
β) πρόκληση σοβαρών σωματικών ή ψυχοδιανοητικών (mental) βλαβών σε μέλη της ομάδας
γ) σχεδιασμός της φυσικής εξόντωσης της ομάδας συνολικά ή ενός τμήματός της
δ) θέσπιση μέτρων παρεμπόδισης των γεννήσεων
ε) δια της βίας αφαίρεση παιδιών και μεταφορά τους αλλού ή παράδοσή τους σε άλλες ομάδες.
Πρόκειται, όπως διαπιστώνουμε, για έναν εξαιρετικά στενό, αλλά και ταυτόχρονα έναν εξαιρετικά ευρύ ορισμό, που γεννά από μόνος του πολλά προβλήματα, αφού λόγου χάρη η ταξική γενοκτονία δεν συμπεριλαμβάνεται σε αυτόν. Ο ορισμός αυτός έχει ως σημασιολογικό κέντρο τη λέξη «πρόθεση», την απόφαση και τον σχεδιασμό της γενοκτονίας. Αλλά το βασικό του πρόβλημα είναι η έννοια του «εν μέρει». Με ποιο κριτήριο μπορεί να μετρηθεί αυτό; Σημαντικό πρόβλημα είναι και ποιος λαμβάνει την απόφαση της γενοκτονίας ή ποιος επιτρέπει ή συμβάλλει ώστε να ληφθεί η απόφαση αυτή και κυρίως να υλοποιηθεί. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να μας ενδιαφέρουν όχι μόνο τα κριτήρια που πρέπει να πληρούνται ώστε να χαρακτηριστεί ένα γεγονός ως γενοκτονία, αλλά και η γενοκτονική δυναμική που αναπτύσσεται στις ίδιες τις κοινωνίες.
|
"In Memory of the Holocaust" by Josef Elgurt, 1994 |
Ο Donald Bloxham, στην έρευνά του για τη γενοκτονία των Αρμενίων, διαπιστώνει ότι δεν υπήρξε μία και μόνη απόφαση των Νεοτούρκων για την εξόντωση του αρμενικού λαού, αλλά μάλλον μια διαδικασία "συσσωρευτικής ριζοσπαστικοποίησης" (Hans Mommsen: cumulative radicalisation), μια ολόκληρη σειρά μέτρων και ενεργειών σε γενικό ή σε τοπικό επίπεδο, η οποία έλαβε τα πλήρη χαρακτηριστικά της το καλοκαίρι του 1915. Η δάνεια προβληματική και εννοιολογία από τη δομολειτουργική ιστοριογραφία για τον ναζισμό υπήρξε στην προκειμένη περίπτωση αποτελεσματική στην προσέγγιση της αρμενικής γενοκτονίας εκ μέρους του Bloxham. Κατ 'ανάλογο τρόπο, μπορούν να επωφεληθούν και όσοι διερευνούν τις γενοκτονίες των Hereros στη γερμανική νοτιοδυτική Αφρική, της Καμπότζης και βεβαίως της Ρουάντα, διότι είναι άστοχη κάθε τυφλή προσήλωση στη νομική έννοια της γενοκτονίας, χωρίς να προϋπάρξει συστηματική ιστορική έρευνα, που δείχνει ακριβώς τη διαντίδραση μεταξύ κράτους και κοινωνίας στην εκδίπλωση των φάσεων μιας γενοκτονίας.
Πρόσφατα η έρευνα κινείται προς την κατεύθυνση μιας σύνθετης-γενικής θεωρίας της γενοκτονίας. Οι κύριες συμβολές προέρχονται από τους Ben Kiernan, Michael Mann, Benjamin Valentino, Mark Levene, Eric Weitz και Manus Midlarsky. Όλες αυτές οι συμβολές κινούνται σε συγκριτικό και διιστορικό επίπεδο. Ξεχωρίζει η προσέγγιση του Levene, σύμφωνα με τον οποίο η γενοκτονία είναι απόρροια ενός παγκόσμιου και κοινωνικοδαρβινικά αρθρωμένου συστήματος, στο πλαίσιο του οποίου τα έθνη-κράτη ανταγωνίζονται για πόρους και ισχύ.
Στην περίπτωση του Ολοκαυτώματος, η επινόηση γενικευτικών θεωριών προσκρούει στα ειδοποιά του γνωρίσματα που το καθιστούν ιδιαίτερο. Δηλαδή: α) στο εύρος του χώρου όπου ασκήθηκε η γενοκτονική πολιτική, που υπερβαίνει την εθνική επικράτεια και εξαπλώνεται στην ακτίνα μιας ολόκληρης ηπείρου και β) στην εφαρμογή μιας ad hoc τεχνολογίας εξόντωσης. Βεβαίως υπάρχουν αρκετοί ιστορικοί που ενίστανται για την καθολικότητα της βιομηχανοποίησης της εξόντωσης, διότι πέραν των θαλάμων αερίων χρησιμοποιήθηκαν και συμβατικές μέθοδοι εξόντωσης (πχ. μαζικές εκτελέσεις από τις μονάδες των Einsatzgruppen). Γενικά στοn χώρο των Γενοκτονικών Σπουδών τείνει να κυριαρχήσει η άποψη ότι το Ολοκαύτωμα δεν υπήρξε μια ιστορική παρέκκλιση, μια ιστορική μοναδικότητα χωρίς προηγούμενο, αλλά μάλλον τμήμα και κρίκος ενός αλυσιδωτού συνεχούς στη νεωτερικότητα, παρά την πολλαπλή ιδιαιτερότητά του. Ενός συνεχούς που περιλαμβάνει τη δουλεία και το δουλεμπόριο των Αφρικανών, την ιμπεριαλιστική εξολόθρευση πληθυσμών, τον ολικό πόλεμο και την εθνοκάθαρση και αποβλέπει, όπως επισημαίνει ο Huttenbach, στην εκμηδένιση μιας ομάδας και επομένως στην αναμόρφωση της πραγματικότητας με τη ριζική απάλειψη των βιολογικών και πολιτισμικών ιχνών αυτής της ομάδας, απόφαση η οποία υλοποιείται με την εφαρμογή πολιτικών που διαπνέονται από "θηριώδη αφηγήματα λύτρωσης" από το Κακό.
Αρκετοί ιστορικοί πλέον υποστηρίζουν ότι η ναζιστική πολιτική στην Ανατολική Ευρώπη και την Ρωσία έχει τα γνωρίσματα μιας "αποικιοκρατικής γενοκτονίας", γιατί η πολιτική αυτή ανακαλεί και ριζοσπαστικοποιεί grosso modo την πολιτική των Ευρωπαίων αποικιοκρατών στην Αφρική, την Ασία και αλλού.
Στους ιστορικούς αυτούς συμπεριλαμβάνονται οι Robert Gellatelly, D. Stone, Christopher Browning, Robert Cribb, Wendy Lower, David Furber, Elizabeth Harvey, Elissa Mailänder-Koslov, Mark Mazower, Enzo Traverso και Dirk Moses. Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και θεωρητικοί των Μετααποικιακών Σπουδών (Post-Colonial Studies), όπως οι Vinay Lal, Achille Mbembe και Paul Gilroy. Βεβαίως κανείς δεν πρέπει να παραγνωρίσει την καταστατική διαφορά που υφίσταται μεταξύ της βρετανικής και γαλλικής αποικιοκρατίας από τη μια, και της ναζιστικής από την άλλη: στην πρώτη περίπτωση, το οδηγητικό μοτίβο ήταν η εκπολιτιστική αποστολή που απέβλεπε στην υπό όρους πολιτισμική αφομοίωση της ετερότητας, στην αφαίμαξη των ζωτικών πόρων και των πρώτων υλών και βεβαίως στην εργασιακή εκμετάλλευση του γηγενούς πληθυσμού, ενώ στη δεύτερη περίπτωση ο μοναδικός σκοπός ήταν η καταναγκαστική εργασία και η εξόντωση των "ιθαγενών" της ευρωπαϊκής ηπείρου σε μια προσπάθεια διεκδίκησης ζωτικού χώρου για τη Γερμανία. Υπάρχουν ιστορικοί, όπως η Susanne Zantop, που έχουν δείξει ότι η αποικιοκρατία είχε διαποτίσει και το γερμανικό φαντασιακό. Συγκεκριμένα, κάνει λόγο για "διανοητική αποικιοκρατία". Άλλοι ιστορικοί, όπως ο Henning Melber και ο Jurgen Zimmerer, θεωρούν προανάκρουσμα του ναζισμού τη γενοκτονία σε βάρος των Hereros και των Nama στη νοτιοδυτική Αφρική (1904-1908). Η σύνδεση αυτή διευκολύνεται, όπως έχει επισημάνει ο Michael Kater, από τη "μεταφορά της ευγονικής από τις αποικίες στην ίδια τη Γερμανία", καθώς, σύμφωνα με τη δική του ερμηνευτική εκδοχή, υπάρχει ένα μονοπάτι που οδηγεί «από τα πειραματικά βιολογικά εργαστήρια του ύστερου 19ου αιώνα στους θαλάμους αερίων του Άουσβιτς".
Παρά τις διαμάχες, αρχίζει πλέον να διαφαίνεται ένα πλαίσιο ερμηνευτικής συναίνεσης αναφορικά με τη σχέση γερμανικής αποικιοκρατίας και εθνικοσοσιαλισμού. Όπως εύστοχα γράφει ο D. Stone, στον ένα πόλο η Birthe Kundrus, ενώ από μια πλευρά είναι πεπεισμένη ότι δεν υπάρχει μεταξύ τους γραμμική συνέχεια και γενεαλογική σχέση, παραδέχεται από την άλλη ότι ο ναζισμός είχε ως πηγή έμπνευσης τον ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό. Στον αντίθετο πόλο ο Zimmerer, παρότι υπερασπίζει τη συνέχεια υπό την έννοια ενός διαθέσιμου διανοητικού και ψυχικού οπλοστασίου που βοήθησε στην ηγεμονία του ναζισμού και στην εφαρμογή των γενοκτονικών πρακτικών του, εντούτοις παράλληλα απορρίπτει κάθε ιδέα μονο-αιτιακής ιστορικής εξήγησης που καθιστά την γερμανική αποικιοκρατική ευγονική προθάλαμο της βιομηχανοποιημένης γενοκτονίας. Ανάμεσά τους διαμορφώνεται μια τρίτη θέση, αυτή του Dirk Moses, σύμφωνα με την οποία "το Ολοκαύτωμα των Εβραίων δεν συνιστά ιστορική παρέκκλιση και παρεκτροπή, αλλά αντιθέτως τη λογική κατάληξη και το ζενίθ της εξέλιξης της αποικιοκρατικής γενοκτονικής πολιτικής".
Φορέας της γενοκτονικής πολιτικής είναι το ναζιστικό κράτος, αλλά και καλός αγωγός της ένα μεγάλο τμήμα της γερμανικής κοινωνίας. Γενικότερα είναι η απειλούμενη από έναν εσωτερικό και ταυτόχρονα εξωτερικό εχθρό ναζιστική Γερμανία, η οποία διαπιστώνει ότι έχει μετατραπεί η ίδια σε αποικία του εχθρού. Πρόκειται για ένα ερμηνευτικό σχήμα όπου ο αποικιοκράτης-θύτης Γερμανός αυτο-μετατρέπεται σε ιθαγενή-θύμα, έτοιμο όμως να υπερασπιστεί τον εαυτό του έναντι της διάχυτης εσωτερικής και εξωτερικής απειλής. Για να φθάσει όμως η ναζιστική Γερμανία σε μια τέτοια αυτο-αντίληψη που ριζοσπαστικοποίησε τον διάχυτο αντισημιτισμό και μετέτρεψε την πολιτική σε "εφαρμοσμένη βιολογία" χρειάστηκε να μεσολαβήσουν τα τραυματικά βιώματα της ιταμής συνθηκολόγησης του 1918, της ραγδαίας επιδείνωσης του βιοτικού επιπέδου του γερμανικού πληθυσμού και της αυξανόμενης ιδεολογικό-πολιτικής πόλωσης στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης.
Σημειώσεις από το βιβλίο του D.Stone, Histories of the Holocaust, Oxford University Press, Oxford 2010.