Ρόδος 13 Δεκεμβρίου 2016
Ο Γιάννης Γιαννόπουλος είναι γνωστός και έγκριτος ιστορικός ο
οποίος υπηρέτησε με ζήλο την ιστορική επιστήμη και γενικότερα την ιστορική παιδεία
και μάθηση από μάχιμες θέσεις, αλλά και από θέσεις ευθύνης κατά κύριο λόγο στη
Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση: υπηρέτησε κατά σειρά ως φιλόλογος στην Ιωνίδειο
Πρότυπο Σχολή Πειραιά, ως γυμνασιάρχης, λυκειάρχης, διευθυντής Δευτεροβάθμιας
Εκπαίδευσης Αθήνας και ως Γενικός Επιθεωρητής Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης,
τερματίζοντας τη γόνιμη σταδιοδρομία του ως σχολικός σύμβουλος φιλολόγων.
Έχει,
παράλληλα, να επιδείξει μακρά και ευδόκιμη θητεία σε ερευνητικά ιδρύματα της
χώρας και του εξωτερικού [Instituto Universitario Orientale di Napoli (1970-1972), Ελληνικό Ινστιτούτο Βενετίας
(1972), Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών] με χαρακτηριστικότερη περίπτωση τη διδασκαλία
του στο Φροντιστήριο Ιστορικών Επιστημών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών από το
1981 έως το 2004.
Η θητεία του
στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση μπορεί να υπήρξε βραχεία, αλλά τα αποτελέσματά της
ήταν εξίσου ωφέλιμα με αυτά της θητείας του στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
Αξίζει να αναφερθεί η διδασκαλία του αρχικά στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας
και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας κατά το χρονικό
διάστημα 1998-1999 και στη συνέχεια στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο κατά τη
διετία 1999-2000, η οποία μάλιστα συνοδεύτηκε και από έντονη συγγραφική
δραστηριότητα για την παραγωγή συναφούς εκπαιδευτικού υλικού.
Ο Γιάννης
Γιαννόπουλος έχει συγγράψει σημαντικές μελέτες στα γνωστικά πεδία της
οθωμανικής ιστορίας, της ιστορίας της βενετικής κυριαρχίας στην Κρήτη και στα
νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου πελάγους, με αιχμή τις διεργασίες εθνικής
αυτοσυνειδησίας των Ελλήνων και την Επανάσταση του 1821. Επίσης έχει συγγράψει
αξιόλογες μονογραφίες για την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843
και για την τρικουπική περίοδο. Στα προαναφερθέντα πεδία συγκαταλέγεται, κατά
τη γνώμη μου, στην ευάριθμη ομάδα των σκαπανέων, κυρίως σε σχέση με την κριτική
προσπέλαση των πηγών –πρωτογενών και δευτερογενών- και με τον πολύπτυχο
προβληματισμό που ανέπτυξε. Η αξιολογική μας κρίση πιστοποιείται τόσο από τη
διδακτορική διατριβή και τη διατριβή επί υφηγεσία που εκπόνησε στο Τμήμα
Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών,
όταν ακόμα τα γνωστικά αυτά αντικείμενα δεν είχαν ούτε υψηλή ταξινόμηση ούτε
ισχυρή περιχάραξη, όσο και από τις δημοσιεύσεις που ακολούθησαν στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους και στην Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000,
την οποία, ως γνωστόν, επιμελήθηκε ένας από τους σημαντικότερους έλληνες
ιστορικούς, ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος.
Η αξιολογική μας κρίση μπορεί να υποστηριχθεί επίσης από το πλήθος των σχετικών
συμβολών του Γιάννη Γιαννόπουλου (εντοπισμός και ανάδειξη ανέκδοτων αρχειακών
τεκμηρίων, άρθρα, βιβλιοκρισίες, μονογραφίες) σε επιστημονικά περιοδικά και
συλλογικούς τόμους από το 1968 μέχρι σήμερα. Αποκορύφωμα της δραστηριότητας του
Γιάννη Γιαννόπουλου στα προαναφερθέντα ερευνητικά πεδία θεωρούνται η μονογραφία
του Αλέξανδρος και Δημήτριος Υψηλάντης
(2010), καθώς και το opus magnum του, που έχει τον τίτλο Τσιταντίνοι, οι snob της βενετικής
περιφέρειας. Δοκίμιο εννοιολογικής και κοινωνικής ιστορίας (2011, 648 σελίδες).
Πρόκειται για
έργο περισσής επιστημονικής εμβρίθειας και γενναίου κριτικού στοχασμού, οι
επιστημολογικές συντεταγμένες του οποίου τοποθετούνται στη διατομή ή στη
σύζευξη, αν προτιμάτε, των πεδίων της κοινωνικής ιστορίας και της ιστορίας των
εννοιών, κατά τον τρόπο που μας υπέδειξε ο Ράϊνχαρντ Κοζέλεκ. Έργο που έρχεται
να αμφισβητήσει εδραιωμένες συμβάσεις της συναφούς βιβλιογραφίας και να
διευρύνει τον ορίζοντα θέασης του ιστορικού παρελθόντος συμβάλλοντας στην
αναβάθμιση των σπουδών για τη βενετική κυριαρχία στην Κρήτη και τα Ιόνια νησιά
και φέρνοντας στη συζήτηση καινοτόμες, συχνά αναιρετικές, αλλά και οπωσδήποτε
πολυδιάστατες και γόνιμες προσεγγίσεις. Οι προσεγγίσεις αυτές θα ήταν ανέφικτες
χωρίς τη συνολική εποπτεία του πεδίου της πρώιμης νεότερης και της νεότερης
ευρωπαϊκής ιστορίας και χωρίς τη συγκριτική και ταυτόχρονα ευρυγώνια οπτική του
συγγραφέα.
Ο Γιάννης
Γιαννόπουλος υπήρξε στρατιώτης της ιδέας της ολικής/δομικής ιστορίας.
Γοητεύτηκε από το παράδειγμα του Φερνάν Μπρωντέλ. Είδε την ανασύνθεση του
ιστορικού παρελθόντος μέσω της εξηγητικής μεταφοράς των ομόκεντρων κύκλων που
συνδέουν το τοπικό και το εθνικό με το βαλκανικό, το μεσογειακό και το παγκόσμιο,
αλλά και μέσω της αλληλοδιαπλοκής των τριών χρονικοτήτων (μακρά, μέση, βραχεία)
και της συνύπαρξης χρονικά ασύμβατων φαινομένων σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό,
τόσο στο επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων όσο και στο πολιτισμικό
επίπεδο. Παρέμεινε πιστός στις επάλξεις του νεωτερικού ολιστικού παραδείγματος,
μολονότι ποτέ δεν σταμάτησε να ενημερώνεται για τις επιστημολογικές και
ιστοριογραφικές εξελίξεις στο διεθνές ακαδημαϊκό περιβάλλον. Σε κάθε περίπτωση,
είτε αναπροσάρμοζε τα θεωρητικά του εργαλεία και αναδιέτασσε την ερευνητική του
στρατηγική είτε επιχειρούσε να ανασκευάσει εκδοχές του μεταμοντέρνου
παραδείγματος, οι οποίες, όπως έκρινε, έθεταν σε κίνδυνο το οικοδόμημα του
επιστημονικού ιστορικού λόγου. Παράλληλα, την πολεμική του εναντίον του στείρου
θετικισμού και της γεγονοτολογίας χωρίς θεωρητικό έρμα, όπως και εναντίον της
ποικιλώνυμης ιδεολογικής εργαλειοποίησης του ιστορικού λόγου, δεν την σταμάτησε
ποτέ.
Ο Γιάννης
Γιαννόπουλος πιστεύει ότι η ιστορική μάθηση είναι συλλογικό αγαθό: μας αφορά
όλους. Η ιστορική παιδεία προκύπτει μεν από αποκλίνουσες βιωματικές εμπειρίες,
αντικρουόμενα συμφέροντα, συγκρουσιακές νοηματοδοτήσεις και κοινωνική
διαβούλευση, αλλά κύριος δίαυλος παραγωγής της ιστορικής κουλτούρας και της
ιστορικής αυτογνωσίας, του γνωστικού, συναισθηματικού και ηθικού κεφαλαίου που
αφορά το παρελθόν, οφείλει να είναι η ιστορική επιστήμη. Στο πνεύμα αυτό υπήρξε
πρωτοπόρος της Διδακτικής της Ιστορίας στην Ελλάδα συμβάλλοντας καθοριστικά στη
συγκρότηση του διεπιστημονικού της χαρακτήρα και υπερασπίζοντας την οργανική
σύζευξή της με τη μητέρα-επιστήμη, την ιστορία, τη θεωρία και την επιστημολογία
της, αλλά και με την ιστορία της ιστοριογραφίας της. Απέσπασε τη διδασκαλία και
τη μάθηση της ιστορίας από τον μηχανιστικό παιδαγωγισμό, υπεράσπισε την
επιστημονικοποίηση του αντικειμένου και την οργανική σύνδεση της ιστορικής
εκπαίδευσης με τον ιστοριογραφικό κανόνα, αντιστρατεύτηκε την ιδεολογική
κατήχηση και τον ιστορικό φρονηματισμό, υπερθεμάτισε για τη χρησιμότητα της
συσχέτισης της σχολικής ιστορίας με τις κοινωνικές σπουδές, αποκρούοντας,
εντούτοις, σθεναρά τόσο την ιδέα του εκατέρωθεν επιστημονικού ιμπεριαλισμού όσο
και αυτή της αφομοίωσης σε διεπιστημονικά μάγματα. Ταυτόχρονα, όμως, δεν είχε
την αφέλεια του ζηλωτή ώστε να παραγνωρίσει τη δομική σχέση που από την ίδια τη
σύστασή του και τον κοινωνικοπολιτικό του ρόλο έχει το μάθημα της ιστορίας με
τις ιδεολογικές λειτουργίες για τη συγκρότηση ταυτότητας και τη δημοκρατική
κοινωνικοποίηση των μελλοντικών πολιτών. Ειδικότερα, συνέδεσε τη διδακτική
μεθοδολογία με τον επιστημολογικό προβληματισμό της Σχολής των Annales και το ιδεώδες της ολικής-σφαιρικής
και πολυδιάστατης προσέγγισης του παρελθόντος.
Αντιπαρατάχθηκε με συνέπεια στο
θετικιστικό-γεγονοτολογικό-εθνοκεντρικό-ηρωολατρικό παράδειγμα. Ασπάστηκε την
ιδέα του Jerome Bruner αναφορικά με τη δυνατότητα διδασκαλίας του μαθήματος από τα
πρώτα ήδη στάδια της σχολικής φοίτησης του παιδιού, αντίθετα με ό,τι πρέσβευε η
σχολή του Jean Piaget, και πρόβαλε τα ζητήματα της συγκρότησης ιστορικής σκέψης
και συνείδησης στο πλαίσιο μιας πολυεπίπεδης ιστορικής κουλτούρας. Περνώντας
από τον θεωρητικό προβληματισμό στην εκπαιδευτική πράξη, ως φορέας μιας μορφής
θεωρητικής πρακτικής που αναστοχαζόταν συνεχώς για τις προϋποθέσεις και τα όριά
της, ο Γιάννης Γιαννόπουλος συνέδεσε το όνομά του για μακρό χρονικό διάστημα με
θεσμούς συστηματικής επιστημονικής επιμόρφωσης των φιλολόγων στο μάθημα της
ιστορίας (ΣΕΛΜΕ, ΠΕΚ Αθήνας και Δυτικής Αττικής), όπως επίσης με τη συγγραφή
καινοτόμων σχολικών εγχειριδίων ιστορίας που όμως αποσύρθηκαν ακριβώς λόγω της
καινοτομίας τους και της συμπόρευσής τους με τις διεθνείς προδιαγραφές (αναφέρομαι
συγκεκριμένα στο βιβλίο της Γ’ Λυκείου Εισαγωγή
στις ιστορικές σπουδές). Στο πεδίο της ιστορικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα
εμβληματικό θεωρείται το βιβλίο του Δοκίμια
Θεωρίας και Διδακτικής της Ιστορίας (1997).
Ο Γ.
Γιαννόπουλος είναι, τέλος, γνωστός και για την συμμετοχή του στην οργάνωση των
πρωτοποριακών για την εποχή τους εκπαιδευτικών προγραμμάτων της Βουλής των
Ελλήνων από την θέση του επιστημονικού υπεύθυνου και του συντονιστή, που είχαν
ως πεδίο αναφοράς τις επετειακές εκθέσεις και τις εκδόσεις της από τις αρχές
της δεκαετίας του 1990 έως τα μέσα της επόμενης δεκαετίας (1994-2006). Μάλιστα
υπήρξε ο συγγραφέας του τόμου για την ιστορία της Δωδεκανήσου από τους
προϊστορικούς χρόνους έως τις μέρες μας (Σύντομη
Ιστορία της Δωδεκανήσου), που εκδόθηκε από την Βουλή των Ελλήνων το 1997 στο
πλαίσιο του εορτασμού της επετείου των πενήντα χρόνων από την ενσωμάτωση της
Δωδεκανήσου στον κορμό του ελληνικού κράτους. Μελέτη που συμπληρώθηκε στη
συνέχεια από το σημαντικότατο άρθρο του «Δωδεκάνησος, η γένεση ενός ονόματος
και η αντιμετώπισή του από τους Ιταλούς», η οποία δημοσιεύτηκε στο έγκριτο
ιστορικό περιοδικό Εώα και Εσπέρια,
τ. 6 (2004-2006), 275-296, συμβάλλοντας αφενός στην αναθέρμανση του
ενδιαφέροντος των ιστορικών για την ιστορία και τον πολιτισμό του
δωδεκανησιακού συμπλέγματος (από κοινού με τους Παπαχριστοδούλου, Α. Τσοπανάκη,
Ζ. Τσιρπανλή, Μ. Ευθυμίου, Κ. Μηνά, Π. Σαβοριανάκη, Κ. Τσαλαχούρη, Μ.
Γεωργαλίδου και ευάριθμους άλλους δωδεκανήσιους λογίους) και αφετέρου στην ίδια
την ιστορική αυτογνωσία της δωδεκανησιακής κοινωνίας. Παρεμφερείς λειτουργίες
εξυπηρέτησαν και οι μονογραφίες του για την Επανάσταση του 1843, την επέτειο
των εκατό χρόνων από τον θάνατο του Χαριλάου Τρικούπη και τη συμπλήρωση ογδόντα
χρόνων από την ενσωμάτωση της Θράκης στην ελληνική επικράτεια.
Για τους
προαναφερθέντες λόγους, δηλαδή για το καθαρά επιστημονικό του έργο, τόσο το
πραγματολογικό όσο και το θεωρητικό-γνωσιολογικό, όπως επίσης ιδιαίτερα για την
πρωτοποριακή συμβολή του στη συγκρότηση και επιστημονικοποίηση του πεδίου της
Διδακτικής της Ιστορίας στην Ελλάδα και βεβαίως για τις έρευνές του αναφορικά
με την τοπική ιστορία και ειδικότερα με τον δωδεκανησιακό Ελληνισμό, κρίνουμε
ότι περιποιεί τιμή στον ίδιο, αλλά συγχρόνως και στο ακριτικό μας Πανεπιστήμιο
και Τμήμα να αναγορευτεί ο Γιάννης Γιαννόπουλος επίτιμος διδάκτωρ του σε
αναγνώριση της πλούσιας προσφοράς του στην ιστορική επιστήμη, την εκπαίδευση,
την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και την ελληνική κοινωνία. Και μάλιστα σε μια
περίοδο που οι ακμαίες βιολογικές και διανοητικές του δυνάμεις, ευτυχώς
ευδιάκριτες ακόμα, η χαρά της ζωής, της δημιουργίας και της αναμέτρησης για την
αλήθεια, είναι χρησιμότατες στην εκπαίδευση των φοιτητών μας και στην
επαγγελματική συγκρότηση των εκπαιδευτικών της Ρόδου.
Συσχετισμοί
δύναμης, πελατειακές σκοπιμότητες και ιδεοληψίες άλλης ιστορικής συγκυρίας δεν
επέτρεψαν στον τιμώμενο να ενταχθεί οργανικά και να μακροημερεύσει στην
ελληνική ακαδημαϊκή κοινότητα παρά τα υψηλά επιστημονικά του προσόντα, την
ηθική του ακεραιότητα, το δημοκρατικό του ήθος, τη μετριοπάθεια, το
επικοινωνιακό του χάρισμα, την ευγένεια, την καλλιέπεια και το πνευματώδες του
χιούμορ, τον έρωτά του για την έρευνα και τη διδασκαλία, την αγάπη του για τη
σκεπτόμενη νεολαία. Του δόθηκε όμως η μεγάλη χάρη, όπως θα έλεγε ο ποιητής, να
εμπνεύσει γενεές μαθητών και εκπαιδευτικών, από τον κύκλο των οποίων
αναδείχθηκαν αρκετοί που συνεχίζουν το έργο του για το καλό της ελληνικής
παιδείας και ειδικότερα για τη διάπλαση νέων με κοσμοπολιτική ιστορική
συνείδηση, δημοκρατική αρετή, κοινωνική και περιβαλλοντική ευαισθησία, αίσθημα
δικαίου, πίστη στην σταθμισμένη καινοτομία και την κριτική σκέψη. Η ρίζα, το
δέντρο και ο καρπός, ταυτόχρονα, των προσπαθειών του Γιάννη Γιαννόπουλου σε όλο
του τον βίο δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ο μαχόμενος ανθρωπισμός κι ο οραματισμός
μιας κοινωνίας ελεύθερων, ίσων, ενήμερων, υπεύθυνων και χαρούμενων πολιτών. Μια
πεισματάρα ιστορική αισιοδοξία βρίσκεται στο κέντρο της βιοθεωρίας του, την
οποία η ειρωνεία και ο κριτικός του αυτοσαρκασμός, όπλα δαιμονικά για κάθε
εξουσία, την κάνουν να φαντάζει όχι ως κατάλοιπο ενός αργοπορημένου και
ανιστορικού Διαφωτισμού, αλλά, απεναντίας, σαν οπλισμένη σοφία.
Γιάννη
Γιαννόπουλε, φωτισμένε μας δάσκαλε και συνάδελφέ μας αγαπημένε, η προσφορά σου
είναι πολύτιμη και η ευγνωμοσύνη μας στο πρόσωπό σου μεγάλη.