Συντάκτης: Μάγδα Φυτίλη
«Mητέρες! Γυναίκες! Όταν τα χρόνια περάσουν και οι πληγές του πολέμου κλείσουν. Οταν η μνήμη των δύσκολων και αιματηρών ημερών διαλυθεί μέσα σε ένα παρόν ελευθερίας, ειρήνης και ευημερίας. Οταν οι μνησικακίες θα έχουν εξαλειφθεί σε μια ελεύθερη χώρα για όλους τους Ισπανούς, μιλήστε στα παιδιά σας. Μιλήστε τους γι’ αυτούς τους άνδρες των Διεθνών Ταξιαρχιών»
(Αποχαιρετιστήριος λόγος της Πασιονάρια προς τις Διεθνείς Ταξιαρχίες, Βαρκελώνη 1/11/1938)
O ισπανικός εμφύλιος πόλεμος έλαβε χώρα μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον αποσταθεροποίησης, απότοκο της κρίσης των δημοκρατιών και της ανόδου του κομμουνισμού και του φασισμού, συνιστώντας την τελευταία μεγάλη ιδεολογική σύγκρουση πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι φασιστικές ενισχύσεις στον Φράνκο από την Ιταλία και τη Γερμανία, οι όποιες «υπόγειες» ενισχύσεις και η συνδρομή της ΕΣΣΔ στο δημοκρατικό στρατόπεδο, καθώς και η συμμετοχή των Διεθνών Ταξιαρχιών (περίπου 35.000 μαχητές από 53 διαφορετικές χώρες που πέρασαν τα σύνορα στο πλευρό της Ισπανικής Δημοκρατίας) μετέτρεψαν τον ισπανικό Eμφύλιο στην πλέον διεθνοποιημένη εθνική σύγκρουση του 20ού αιώνα.
Ο ηρωισμός και η αυτοθυσία των χιλιάδων διεθνιστών που στρατεύτηκαν και πολέμησαν στο πλευρό των Ισπανών, αυτή η απαράμιλλη αποθέωση του επαναστατικού ρομαντισμού, του ριζοσπαστικού αντιφασισμού και των ευγενών ουμανιστικών αξιών μετέτρεψαν τον ισπανικό εμφύλιο σε εμβληματική αναφορά της Αριστεράς διεθνώς.
Εντούτοις, για την ισπανική Αριστερά αλλά και για το μεγαλύτερο μέρος της ισπανικής κοινής γνώμης δεν υπάρχει ένα ηρωικό αφήγημα για τον Εμφύλιο, ανάλογο με τη ρομαντική ηρωική αφήγηση που έχει υιοθετήσει η ευρύτερη Αριστερά διεθνώς.
Σε έρευνα του Κέντρου Κοινωνιολογικών Ερευνών (CIS) το 2008, με θέμα «Μνήμες του Εμφυλίου και του φρανκισμού», στην ερώτηση «Τι συναίσθημα σας προκαλεί η ενθύμηση του Εμφυλίου» το 55% απάντησε λύπη, το 15,8% οργή και το 7,4% ακατανοησία.
Οι μητέρες και οι γυναίκες δεν ακολούθησαν την προτροπή της Πασιονάρια, δεν μίλησαν στα παιδιά τους για τις Διεθνείς Ταξιαρχίες, ούτε για τη χαμένη κοινωνική επανάσταση.
Η εγκαθίδρυση της φρανκικής δικτατορίας και η διάρκειά της για 39 ολόκληρα χρόνια είχε συνέπεια αυτό που ο Πρίμο Λέβι προσδιόρισε εννοιολογικά ως «μνημοκτονία».
Η βία και η καταστολή του καθεστώτος επέβαλαν την ολική σιωπή, καθώς τόσο το τραύμα όσο και η αριστερή μνήμη μπορούσαν να αποτελέσουν, στην καλύτερη περίπτωση, μια ιδιωτική υπόθεση στο πλαίσιο της οικογένειας, εμποδίζοντας τη μετατροπή της σε συλλογική μνήμη.
Ταυτόχρονα, οι ίδιοι οι ηττημένοι χρησιμοποίησαν τη λήθη ως «όπλο αντίστασης» απέναντι σε μια Δεξιά που διατυμπάνιζε τη νίκη της στον Εμφύλιο.
Οι μητέρες και οι γυναίκες σιωπούσαν όχι μόνο γιατί ήταν αναγκασμένες, αλλά και γιατί οι μνήμες του Εμφυλίου ξυπνούσαν ένα διπλά διχαστικό παρελθόν.
Αφενός, επρόκειτο για μια εποχή τραγική, αμείλικτη, δραματικά βάρβαρη στην καθημερινότητα των ανθρώπων που την έζησαν τότε.
Αφετέρου, η Β' Δημοκρατία (1931-1936) δεν ηττήθηκε μόνο από το στρατιωτικό πραξικόπημα του Φράνκο, αλλά και από τις εσωτερικές διαιρέσεις του δημοκρατικού στρατοπέδου, από τις συγκρούσεις μεταξύ κομμάτων και συνδικάτων, όπως αυτές που έλαβαν χώρα τον Μάιο του 1937 στη Βαρκελώνη και τον Μάρτιο του 1939 στη Μαδρίτη.
Οι ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ κομμουνιστών, σοσιαλιστών και αναρχικών και οι έντονες ρήξεις μέσα στις ίδιες τις οργανώσεις αποδείχθηκαν τις περισσότερες φορές ανεπανόρθωτες και επέφεραν σημαντικές συνέπειες για την αριστερή μνήμη του Εμφυλίου.
Οι εσωτερικές διαιρέσεις ήταν ακόμη ενεργές στη μετεμφυλιακή περίοδο, όπως αποδεικνύεται από τον ρητό αποκλεισμό των κομμουνιστών από οποιαδήποτε συμφιλιωτική διαδικασία.
Οι σοσιαλιστές δέχονταν να μιλήσουν με τη μετριοπαθή Δεξιά, παρόλο που είχε στηρίξει το φρανκικό καθεστώς, αλλά όχι με τους κομμουνιστές, καθώς γι’ αυτούς αποτελούσαν τον βασικό φορέα και υπεύθυνο της έντασης και των τραυματικών εμπειριών του Εμφυλίου.
Το πραξικόπημα του Φράνκο πυροδότησε μια κοινωνική επανάσταση, η οποία εγκαθίδρυσε μια καινούργια εργατική εξουσία, αποσπασματική, διάσπαρτη και αυτονομημένη, αναπόφευκτα ευάλωτη στο πολιτικό πεδίο.
Ο «εσωτερικός εμφύλιος» της Αριστεράς δεν της επέτρεψε να διεκδικήσει το επαναστατικό και χειραφετητικό πρόταγμα που είχε τεθεί κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου.
Πέρα από τη διαχείριση της ήττας, η Αριστερά έπρεπε να διαχειριστεί επιπλέον και τις εσωτερικές της συγκρούσεις.
Γι’ αυτό για την ισπανική Αριστερά η επίκληση του Εμφυλίου ήταν και παραμένει μία ιδιαίτερα περίπλοκη υπόθεση.
Οι μητέρες και οι γυναίκες συνέχισαν, όμως, να σιωπούν και κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας.
Σε έρευνα του Κέντρου Κοινωνιολογικών Ερευνών το 2008, με θέμα «Μνήμες του Εμφυλίου και του φρανκισμού», στην ερώτηση «Οταν ήσασταν παιδί ή έφηβος μιλούσαν στην οικογένειά σας για τον Εμφύλιο;», το 43,6% απάντησε «ελάχιστα», το 30,5% «καθόλου» και μόνο το 17% «αρκετά».
Η πρώτη φορά που μίλησαν στα παιδιά τους για τις Διεθνείς Ταξιαρχίες ήταν το 1996, 57 χρόνια μετά το τέλος του Εμφυλίου (1939) και 18 χρόνια μετά την ψήφιση του δημοκρατικού Συντάγματος (1978), έτος που έλαβε χώρα η πρώτη απότιση φόρου τιμής στις Διεθνείς Ταξιαρχίες από το ισπανικό κράτος.
η σκυτάλη από το 2000 και μετά πήραν τα εγγόνια τους, τα οποία αποφάσισαν να σπάσουν τη σιωπή και να μιλήσουν για τους 114.266 αγνοουμένους του Εμφυλίου και της δικτατορίας, που κείτονται σε μαζικούς τάφους (η Ισπανία είναι η δεύτερη χώρα στον κόσμο με τον μεγαλύτερο αριθμό αγνοούμενων μετά την Καμπότζη).
Το κλειδί για την κατανόηση αυτής της τόσο μακροχρόνιας σιωπής είναι αφενός η ίδια η διαδικασία της μετάβασης στη δημοκρατία και αφετέρου η διαχείριση του παρελθόντος από το ισπανικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (PSOE).
Η περίοδος της λήθης (1976-1982)
Η μετάβαση πραγματοποιήθηκε με τέτοιο τρόπο που απαιτούσε ρητά το «κλείσιμο» όλης της προηγούμενης ιστορίας.
Μετά τον θάνατο του Φράνκο (20/11/1975) ξεκίνησε βαθμιαία μια διαδικασία ελεγχόμενου μετασχηματισμού του καθεστώτος μέσα από τους ίδιους τους φρανκικούς θεσμούς, καθώς το καθεστώς αναγκάστηκε να προσαρμοστεί στην καινούργια πολιτική πραγματικότητα, απόρροια εσωτερικών και διεθνών πιέσεων.
Οι μεταρρυθμιστές φρανκικοί επέβαλαν σε μεγάλο βαθμό τους δικούς τους όρους καθεστωτικής αλλαγής, με αποτέλεσμα η αντιπολίτευση να εγκαταλείψει αρκετά από τα πολιτικά προτάγματα της «δημοκρατικής ρήξης», όπως η προσωρινή κυβέρνηση, το δημοψήφισμα για το πολιτειακό και τα μέτρα μεταβατικής δικαιοσύνης.
Αυτό σήμαινε επίσης ότι καταδίκη της δικτατορίας δεν ήταν εφικτή, διότι η Δεξιά αποδεχόταν πλήρως τη φρανκική νομιμότητα, υποστηρίζοντας πως η αποτελεσματικότητα της οικονομικής διαχείρισης του φρανκισμού δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την έλευση της Δημοκρατίας, ενώ την ίδια στιγμή έριχνε όλες τις ευθύνες για τη διολίσθηση στον Εμφύλιο στη Β' Δημοκρατία.
Αν και η ιστορική μνήμη της ήττας της Β' Δημοκρατίας βάραινε από αδιαμφισβήτητα λάθη, παραλείψεις και υπερβολές, ο μετασχηματισμός της στο κατεξοχήν «αντιπαράδειγμα» της μετάβασης είχε να κάνει με τη δαιμονοποίηση που είχε υποστεί κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και εξυπηρετούσε κυρίως την παλινόρθωση της μοναρχίας.
Η τελευταία πραγματοποιήθηκε χωρίς τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος: ο ίδιος ο Φράνκο, με τη συγκατάθεση της φρανκικής «Βουλής», όρισε τον Χουάν Κάρλος Ι διάδοχό του, τον Ιούλιο του 1969.
Υπό αυτές τις περιοριστικές συνθήκες, τα αριστερά κόμματα αναγκάστηκαν να μετριάσουν τα αιτήματά τους για να ενταχθούν στη νέα δομή εξουσίας, οδηγώντας στην αποπολιτικοποίηση εκείνου του μέρους της κοινωνίας που ήταν πιο πολιτικά ενεργό.
Ιδιαίτερα για το Κομμουνιστικό Κόμμα (PCE), sin ne qua non προϋπόθεση για τη νομιμοποίησή του αποτέλεσε η πρότερη αποδοχή της μοναρχίας.
Ετσι, το PCE θυσίασε την πρωταρχική του νομιμότητα προερχόμενη από την ιστορική κληρονομιά της Β' Δημοκρατίας στον βωμό της εθνικής συμφιλίωσης.
Μέχρι την εποχή του Χούλιο Ανγκίτα (1996), το PCE δεν θα ξαναθέσει ζήτημα κατάλυσης της μοναρχίας και επιστροφής στη δημοκρατική παράδοση του 1931 μέσω λαϊκής ετυμηγορίας.
Αν ήταν απαραίτητη η πολιτική αποκαθήλωση του φρανκικού καθεστώτος, εξίσου απαραίτητη ήταν η «αλλαγή σελίδας», ώστε να εξαλειφθεί οποιαδήποτε πηγή προστριβών μεταξύ εκείνων που έφερναν εις πέρας τη μετάβαση.
Ετσι, το πολιτικό και ηθικό δίλημμα μεταξύ μνήμης και λήθης λύθηκε από τις ισπανικές πολιτικές ελίτ με τη συνομολόγηση του «συμφώνου λήθης» (pacto del olvido).
Η «γενική αμνηστία» του 1977 συνεπαγόταν ακριβώς αυτό: την αμνηστία για τις αντιφρανκικές δυνάμεις και την αμνησία για τις φρανκικές.
Η αμνηστία του 1977 ήταν, σε μεγάλο βαθμό, αποτέλεσμα του φόβου μπροστά στις ενδεχόμενες αντιδράσεις των φρανκικών σε περίπτωση εξαίρεσής τους από τις ευνοϊκές ρυθμίσεις.
Το δημοκρατικό μέλλον κι ένας εκ βαθέων σοβαρός δημόσιος διάλογος αναφορικά με τον Εμφύλιο και τη δικτατορία θεωρήθηκαν απολύτως ασύμβατα, λόγω του φόβου ενός νέου εμφυλίου ή και μιας νέας δικτατορίας.
Επιπρόσθετα, η οπισθοδρόμηση που σήμανε η δικτατορία έκανε τόσο τα πολιτικά κόμματα όσο και την κοινωνία να έχουν ως απόλυτες προτεραιότητες τον εκσυγχρονισμό, τον εξευρωπαϊσμό, την «αλλαγή», την απελευθέρωση από το παρελθόν.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο ηγεμονικός λόγος επέβαλε στο κοινωνικό φαντασιακό τη μετάβαση ως «αλλαγή σελίδας», ως μια νέα αρχή.
Οι έρευνες γνώμης δείχνουν διαχρονικά ότι ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιήθηκε η μετάβαση συνιστά την κατεξοχήν πηγή περηφάνιας για τους Ισπανούς, ύστερα από τις τραυματικές και διχαστικές εμπειρίες της Β΄ Δημοκρατίας, του Εμφυλίου και της δικτατορίας: ως τέτοια τη θεωρεί το 81% των ερωτηθέντων σε έρευνα του 2000 και το 73,8% σε έρευνα του 2008.
Τα μέτρα εθνικής συμφιλίωσης αφορούσαν αποκλειστικά και μόνο την υλική αποκατάσταση των ηττημένων του Εμφυλίου, με την έννοια της εξίσωσης των δικαιωμάτων.
Δεν θεσπίστηκαν μέτρα συμβολικής αποκατάστασης και η αριστερή μνήμη συνέχισε να παραμένει αποκλεισμένη από τη δημόσια σφαίρα.
Η πολιτική ηγεμονία της συλλογικής μνήμης των νικητών φαίνεται να παγιώθηκε, λοιπόν, μέσω ακριβώς της λήθης των θυμάτων του Εμφυλίου και της δικτατορίας.
Η πρώτη ισότητα που καθιέρωσε, άλλωστε, ήταν πως όλοι είναι ίσοι ενώπιον του παρελθόντος.
Η παρατήρηση του Πίτερ Μπερκ, πως «η Ιστορία δεν γράφεται μόνο από τους νικητές, αλλά ξεχνιέται και από αυτούς», θα μπορούσε κάλλιστα να βρει εφαρμογή στην ισπανική περίπτωση.
Η μνήμη σε αναστολή (1982-1996)
Αν και ο συσχετισμός ισχύος άλλαξε άρδην από το 1982 και μετά υπέρ των σοσιαλιστών, οι μητέρες και οι γυναίκες συνέχισαν να σιωπούν, καθώς η μακρά περίοδος του PSOE στην εξουσία (14 χρόνια) δεν συνοδεύτηκε από κάποια αλλαγή στον τρόπο διαχείρισης του παρελθόντος.
Παραδόξως, οι κυβερνήσεις απόλυτης πλειοψηφίας του Φελίπε Γκονθάλεθ, ιδεολογικοί επίγονοι των ηττημένων του Εμφυλίου και των θυμάτων της φρανκικής δικτατορίας, δεν λειτούργησαν ως φορείς της αριστερής μνήμης αλλά εξακολούθησαν να τηρούν το «σύμφωνο λήθης» της μετάβασης. Η «αλλαγή» του PSOE αφορούσε αποκλειστικά το μέλλον.
Το PSOE τοποθετήθηκε μία και μοναδική φορά, κατά την 50ή επέτειο από την έναρξη του Εμφυλίου (1986), επιβεβαιώνοντας το «σύμφωνο λήθης» και το ηγεμονικό αφήγημα του ύστερου φρανκισμού.
Αυτό το ηγεμονικό αφήγημα συνιστούσε μια αποπολιτικοποιημένη ανακατασκευή του παρελθόντος: απέδιδε ίσες ευθύνες σε αυτούς που υπερασπίστηκαν τη δημοκρατική νομιμότητα και σε εκείνους που προσπάθησαν να την καταλύσουν πραξικοπηματικά, απογύμνωνε τη σύγκρουση από οποιαδήποτε πολιτικά ή ταξικά χαρακτηριστικά και παρείχε μια «τελεολογική» ερμηνεία της Β΄ Δημοκρατίας (που αναπόφευκτα θα οδηγούσε στον Εμφύλιο), επιβάλλοντας την απόλυτη λήθη για τη φρανκική βία και καταστολή.
Μέσω του μύθου των «δύο Ισπανιών», αυτό το ύστερο φρανκικό αφήγημα παρείχε, τέλος, μια ερμηνεία της τραγικής ιστορίας της Ισπανίας με μεταφυσικούς και θρησκευτικούς όρους.
Ο όρος «δύο Ισπανίες» αναφέρεται στον διχασμό των Ισπανών μπροστά στις αλλαγές που προσπάθησε να εφαρμόσει η Β' Δημοκρατία.
Εχει συσχετιστεί με το ποίημα του Αντόνιο Ματσάδο «Μικρέ Ισπανέ που έρχεσαι στον κόσμο» (το οποίο μιλάει για τον πόλεμο ανάμεσα σε δύο Ισπανίες, «μια Ισπανία που πεθαίνει και μια Ισπανία που ξεπροβάλλει»), καθώς και με την προσωπική του ιστορία.
Ο διχασμός που σφράγισε τους αδελφούς Ματσάδο, καθώς ο Αντόνιο είχε ταχθεί με το μέρος των Δημοκρατικών ενώ ο αδελφός του είχε προσχωρήσει στις φασιστικές ορδές του Φράνκο, αντιπροσωπεύει συμβολικά αυτές τις «δύο Ισπανίες» που συγκρούστηκαν στον Εμφύλιο.
Το PSOE υλοποίησε βέβαια, αν και με όχι ιδιαίτερη θέρμη, το υλικό σκέλος της αποκατάστασης των ηττημένων του Εμφυλίου και των θυμάτων της δικτατορίας.
Η λογική που υπαγόρευε τη θέσπιση αυτών των μέτρων εξακολουθούσε να είναι η εξίσωση των δικαιωμάτων μεταξύ ηττημένων και νικητών και σε καμιά περίπτωση η ηθική και συμβολική επανόρθωση, την οποία το PSOE απέρριπτε ρητά.
Το Σοσιαλιστικό Κόμμα θεωρούσε πως επρόκειτο περί ενός ευαίσθητου ζητήματος, το οποίο αφενός θα μπορούσε να διαταράξει την ειρηνική συνύπαρξη των πολιτών και αφετέρου θα μπορούσε να βλάψει την εκλογική στρατηγική του, τη διεύρυνση προς την Κεντροδεξιά καθώς το PCE είχε πάψει να αποτελεί πια κίνδυνο.
Ταυτόχρονα, μπορούσε να προσελκύει ένα μέρος των αριστερών ψηφοφόρων, χωρίς να διεκδικεί ρητά την αριστερή μνήμη, μέσα από το πλεονέκτημα που του προσέφερε η ιστορική κληρονομιά που αντιπροσώπευε το ακρωνύμιό του, καθώς το κόμμα ιδρύθηκε το 1879 και πήρε μέρος στον Εμφύλιο.
Το PSOE χαρακτηριζόταν, δηλαδή, από μια συμβολική συνέχεια και μια πολιτική ασυνέχεια με το παρελθόν του.
Εν πλήρη αντιθέσει με την τροπή που έχει πάρει σήμερα το ζήτημα της μνήμης, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 δεν υπήρχαν κοινωνικές πιέσεις προς αυτή την κατεύθυνση.
Βασικά χαρακτηριστικά της ισπανικής κοινωνίας εκείνη την εποχή ήταν η απόλυτη προσήλωσή της στο μέλλον και η ιδεολογική της μετριοπάθεια.
Το μόνο ζήτημα που γέννησε κοινωνικές διαμάχες σχετικά με το τραυματικό παρελθόν ήταν η αγιοποίηση των «μαρτύρων» του Εμφυλίου από την Καθολική Εκκλησία.
Εντούτοις, στη δεκαετία του ’90 οι αγιοποιήσεις μετατράπηκαν σε ρουτίνα και δεν δημιουργούσαν αντιπαραθέσεις, μέχρι την εμφάνιση του κινήματος για την ανάκτηση της ιστορικής μνήμης και τη μαζική αγιοποίηση του Οκτωβρίου του 2007. Εως το 2007 πραγματοποιήθηκαν δέκα τελετές αγιοποίησης, οι οποίες αφορούσαν 471 «μάρτυρες».
Παρότι οι μητέρες και οι γυναίκες εξακολουθούσαν να σιωπούν, βρήκαν έναν ιδιαίτερο τρόπο έκφρασης της μνήμης τους, καθώς το «σύμφωνο λήθης» στο πολιτικό επίπεδο συνυπήρχε με μια συνεχή παρουσία της μνήμης του Εμφυλίου στις σελίδες των εφημερίδων, στον κινηματογράφο, στο θέατρο και στη λογοτεχνία.
Στο βιβλίο της «Η διχασμένη πόλη» (2001), η Νικόλ Λορό υποστηρίζει σχετικά με τη συμφιλίωση στην αρχαία Ελλάδα πως, αν και το συγκρουσιακό παρελθόν έμεινε εκτός πολιτικής σφαίρας λόγω της αμνηστίας, μπορούσε να εκφραστεί ελεύθερα μέσω της τραγωδίας.
Κατ’ αναλογία, θα μπορούσε να υποστηριχτεί για την ισπανική περίπτωση πως η λήθη στο πολιτικό επίπεδο κατέστη δυνατή ακριβώς επειδή οι μνήμες μπορούσαν να εκφραστούν, υπό μια συμβολική μορφή, στο πολιτιστικό πεδίο.
«Ακόμη και ο Φράνκο έχει στήσει μνημείο για τους νεκρούς του ισπανικού εμφυλίου πολέμου, αδιάκριτα από την παράταξη που ανήκαν, σαν σύμβολο της οριστικής λήθης των παθών εκείνης της εποχής»
(Η Αυγή, 4/12/1979)
Η «εκταφή» της μνήμης (1996-2011)
Η αντιπαράθεση σχετικά με το παρελθόν, σταδιακά από το 1993 και κυρίως από το 2000 και μετά, άρχισε να καταλαμβάνει περίοπτη θέση στον δημόσιο διάλογο, διαπερνώντας το πολιτικό, νομικό, ιστοριογραφικό, κοινωνικό και πολιτιστικό πεδίο.
Οι παράγοντες που συνέβαλαν στην κυριολεκτική και μεταφορική εκταφή της μνήμης αυτή την περίοδο είναι οι εξής:
1) Η αλλαγή της εκλογικής στρατηγικής του PSOE από το 1993 και κυρίως από το 1996 και μετά.
Πρώτο το PSOE από τα πολιτικά κόμματα διέρρηξε την πολιτική συμφωνία μεταξύ φρανκικής Δεξιάς και δημοκρατικής αντιπολίτευσης περί λήθης και προσπάθησε να εκμεταλλευτεί πολιτικά την ιδεολογική ταύτιση μεταξύ Δεξιάς και δικτατορίας, εν όψει μιας εκλογικής αναμέτρησης που θα έχανε.
Το Σοσιαλιστικό Κόμμα εγκαινίασε την τακτική της δαιμονοποίησης του αντιπάλου, ταυτίζοντάς τον με τη φρανκική δικτατορία, ώστε να τον απονομιμοποιήσει και να του στερήσει την κεντρώα ψήφο.
Αν αυτή η αλλαγή στη στάση του PSOE απέναντι στο παρελθόν οφείλεται σε εκλογικό καιροσκοπισμό, επί Θαπατέρο το κόμμα άρχισε ν’ ανακτά την ιστορική του μνήμη, λόγω επίσης των κοινωνικών πιέσεων, αλλά και των προσωπικών ευαισθησιών του προέδρου του.
Ο παππούς του Θαπατέρο, ο Χουάν Ροδρίγεθ Λοθάνο, είχε διατελέσει διοικητής του Δημοκρατικού Στρατού και εκτελέστηκε από τις φρανκικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου.
Η αλλαγή αυτή της στρατηγικής των Σοσιαλιστών αποκρυσταλλώθηκε θεσμικά με τον «Νόμο για την Ιστορική Μνήμη» (26/12/2007), με τον οποίο θεσπίστηκαν μέτρα υπέρ εκείνων που υπέστησαν διώξεις κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου και της δικτατορίας.
Ο εν λόγω νόμος προσπάθησε να ευθυγραμμίσει την ισπανική πολιτική μνήμης με τις αντίστοιχες πολιτικές που ασκούνταν στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.
Στην ουσία καταργήθηκε όμως de facto, αφού οι μετέπειτα κυβερνήσεις του Λαϊκού Κόμματος δεν προέβλεψαν κανένα απολύτως κονδύλι για την εφαρμογή του.
2) Η άνοδος του Λαϊκού Κόμματος (ΡΡ) στην εξουσία το 1996 και κυρίως η εκλογική νίκη του το 2000.
Από τη στιγμή που το ΡΡ ανέβηκε στην εξουσία, τα κόμματα της αντιπολίτευσης ξεκίνησαν να προωθούν συζητήσεις στη Βουλή για το παρελθόν, καθώς η κυβέρνηση Αθνάρ παρέπεμπε περισσότερο από κάθε άλλη στο φρανκικό παρελθόν.
Ο «ιστορικός αναθεωρητισμός» κορυφώθηκε κατά τη δεύτερη θητεία του Λαϊκού Κόμματος με απόλυτη πλειοψηφία (2000-2004), ως ανταπάντηση στα κοινωνικά αιτήματα περί ανάκτησης της ιστορικής μνήμης.
H κρατική χρηματοδότηση του φιλοφρανκισμού που προωθείτο μέσω του Βιογραφικού Λεξικού της Βασιλικής Ιστορικής Ακαδημίας, του επαναπατρισμού των λειψάνων των στρατιωτών που πολέμησαν στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στη Γαλάζια Μαραρχία (División Azul, ισπανική μονάδα εθελοντών φαλαγγιτών που πολέμησαν το 1941-1943 μαζί με τον γερμανικό στρατό ενάντια στη Σοβιετική Ενωση) και οι κρατικές επιχορηγήσεις στο Εθνικό Ιδρυμα Φρανθίσκο Φράνκο συνιστούν απτά δείγματα της νεοφρανκικής ιδεολογίας του ΡΡ.
3) Η εναλλαγή των γενεών.
«Η γενιά των εγγονιών» (la generación de los nietos), όπως αποκαλείται, τα εγγόνια δηλαδή των ηττημένων του Εμφυλίου, έστρεψε ξανά το βλέμμα της σ’ εκείνο το σκοτεινό παρελθόν για να το κατανοήσει και να το διεκδικήσει στο σήμερα.
Μια νέα γενιά σε αναζήτηση πολιτικής και πολιτιστικής ταυτότητας έχει αναγάγει την ηθική αποκατάσταση των θυμάτων του Εμφυλίου και της δικτατορίας σε πρωταρχικό της αίτημα.
Οι προσπάθειές της έχουν επικεντρωθεί κυρίως στη δημόσια προβολή του ζητήματος των μαζικών τάφων.
4) Οι αγιοποιήσεις της Καθολικής Εκκλησίας.
Η πρακτική της Καθολικής Εκκλησίας να διακρίνει αξιολογικά τους νεκρούς μέσω των τελετών αγιοποίησης και η μετατροπή της σε έναν ακόμη φορέα της δεξιάς φρανκικής μνήμης ξύπνησαν τις ευαισθησίες και της άλλης πλευράς για τους δικούς της νεκρούς, που κείτονται ακόμα σε μαζικούς τάφους ανά τη χώρα.
Αλλωστε, η Καθολική Εκκλησία απάντησε με τον δικό της τρόπο στον «Νόμο για την Ιστορική Μνήμη», εξαγγέλλοντας την πιο μαζική αγιοποίηση στην ιστορία της, την αγιοποίηση 498 «μαρτύρων», τη στιγμή ακριβώς που αυτός ο νόμος συζητούνταν στη Βουλή.
5) Η πρόοδος που έχει επιτευχθεί αναφορικά με τη μεταβατική και την οικουμενική δικαιοσύνη
Η υπόθεση Σιλίνγκο και κυρίως η υπόθεση Πινοτσέτ λειτούργησαν ως μοχλός πίεσης για την επανεκκίνηση της συζήτησης για το φρανκικό παρελθόν στην Ισπανία.
Επανήλθε, δηλαδή, στη δημόσια σφαίρα το πώς οι κοινωνίες αντιμετωπίζουν το δίλημμα μεταξύ ειρήνης, δημοκρατικής σταθερότητας, δικαιοσύνης και συμφιλίωσης, θέτοντας υπό αμφισβήτηση την «υποδειγματική» μετάβαση στη δημοκρατία.
Σε μεγάλο βαθμό λειτούργησε και ως καταλύτης για την εκκίνηση της έννομης διαδικασίας, από τον αμφιλεγόμενο δικαστή Μπαλτάσαρ Γκαρθόν, κατά των εγκλημάτων που είχαν διαπραχθεί από το φρανκικό καθεστώς (2008).
Το κοινωνικό κίνημα για τη μνήμη προέκυψε ακριβώς μέσα στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης.
Παράλληλα, η πρόοδος που έχει σημειωθεί αναφορικά με την οικουμενική δικαιοσύνη δεν επέτρεψε μόνο τη σύλληψη του Πινοτσέτ στο Λονδίνο, αλλά έχει φέρει την Ισπανία σε μια πρωτόγνωρη κατάσταση, με την έννομη διαδικασία εναντίον των φρανκικών εγκλημάτων που έχει εκκινήσει από την Αργεντινή η δικαστής Σερβίνι.
Η πρώτη εκταφή ενός μαζικού τάφου ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2016 με εντολή της αργεντίνικης δικαιοσύνης.
6) Η ώθηση για επαναδιαπραγμάτευση της μνήμης και του παρελθόντος διεθνώς μετά το 1989.
Η συζήτηση για τη μνήμη εισέβαλε με δριμύτητα στα πανεπιστήμια και στα δημόσια φόρα, λόγω κυρίως της ζήτησης διαμόρφωσης πολιτικών μνήμης, πένθους και μάθησης που περιστρέφονται, κυρίως, γύρω από την πιο τραυματική εμπειρία του 20ού αιώνα, τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η εμπειρία της Ανατολικής Ευρώπης, της Νότιας Αφρικής με το απαρτχάιντ και τις «επιτροπές αλήθειας», αλλά και το δεύτερο κύμα διαπραγμάτευσης με το παρελθόν σε χώρες όπως η Ισπανία, η Αργεντινή και η Χιλή είναι ενδεικτικές προσπάθειες αυτής της αναδιαπραγμάτευσης με το παρελθόν.
Αυτές οι προσπάθειες ανάκτησης της ιστορικής μνήμης, συμπερίληψης, δηλαδή, της αποκλεισμένης μνήμης, σηματοδοτούν ένα αποφασιστικό βήμα προς την κατεύθυνση της ομαλοποίησης της ιστορικής συνείδησης και της συλλογικής μνήμης.
Με μια καθυστέρηση 60 χρόνων, οι μητέρες και οι γυναίκες μπορούν να εισακουστούν και πάλι.
Το μαυσωλείο του δικτάτορα και η «συμφιλίωση»
Αντίθετα απ' ό,τι πίστευε η ελληνική Αριστερά στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, η Κοιλάδα των Πεσόντων (La Valle de los Caídos) δεν έγινε ποτέ ένα μνημείο για «όλους τους πεσόντες και από τις δύο πλευρές», αλλά το πιο μεγαλειώδες αρχιτεκτονικό σύμβολο της νίκης του Φράνκο στον Εμφύλιο.
Η Κοιλάδα, η οποία απέχει περίπου 50 χιλιόμετρα από τη Μαδρίτη, είναι ένα μνημειακό σύμπλεγμα που αποτελείται από μια τεράστια υπόγεια κρύπτη, όπου βρίσκονται τα λείψανα των πεσόντων, και την εκκλησία με τη βασιλική, όπου κείτονται θαμμένοι ο Φρανθίσκο Φράνκο και ο «πρωτομάρτυρας» του Εμφυλίου, Χοσέ Αντόνιο Πρίμο δε Ριβέρα, ιδρυτής της Φάλαγγας.
Την Κοιλάδα κοσμεί ο πιο μεγάλος σταυρός στον χριστιανικό κόσμο (150 μέτρα ύψος).
Το μνημείο οικοδομήθηκε από χιλιάδες πολιτικούς κρατουμένους (ο ακριβής αριθμός των οποίων παραμένει άγνωστος, αν και υπολογίζεται γύρω στις 20.000) με τη μορφή καταναγκαστικής εργασίας: δουλεύοντας σε άθλιες συνθήκες εργασίας, μπορούσαν μ’ αυτόν τον τρόπο να εξαγοράσουν ένα μέρος της ποινής τους.
Ηταν, λοιπόν, οι ηττημένοι και οι ιδεολογικοί τους επίγονοι εκείνοι που υπέστησαν την ταπείνωση της οικοδόμησης του τάφου των νικητών.
Το νομοθετικό διάταγμα που προέβλεπε την οικοδόμηση του ιδιαίτερου μαυσωλείου του Φράνκο χρονολογείται την 1η Απριλίου του 1940, στην πρώτη επέτειο της φρανκικής νίκης.
Αρχικά, ο Φράνκο δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να συμπεριλάβει στην Κοιλάδα τους νεκρούς του αντίπαλου στρατοπέδου.
Ωστόσο, πολλοί συγγενείς πεσόντων από φρανκικές οικογένειες δεν έδωσαν τη συγκατάθεσή τους για τη μετακομιδή των λειψάνων των οικείων τους στο μαυσωλείο.
Το καθεστώς χρειαζόταν, όμως, νεκρούς για να γεμίσει την τεράστια κρύπτη κι έτσι θάφτηκαν εκεί και κάποιοι δημοκρατικοί («καθολικοί κόκκινοι»).
Ετσι, λόγω εξωγενών συνθηκών, από το 1959 και μετά το μνημείο απέκτησε έναν πιο «συμφιλιωτικό» χαρακτήρα, δίνοντας έμφαση στο θρησκευτικό στοιχείο.
Η Κοιλάδα των Πεσόντων αποτελεί σήμερα τον μεγαλύτερο μαζικό τάφο της Ισπανίας αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης, καθώς εκεί μεταφέρθηκαν σοροί χωρίς τη συγκατάθεση των οικογενειών των πεσόντων.
Σύμφωνα με τα επίσημα αρχεία που έχουν στη διάθεσή τους οι Βενεδικτίνοι μοναχοί, υπεύθυνοι για τη λειτουργία του μνημείου, υπολογίζεται ότι στην Κοιλάδα βρίσκονται συνολικά οι σοροί περίπου 33.847 νεκρών, οι οποίοι θάφτηκαν εκεί από τις 17 Μαρτίου 1959 μέχρι τις 3 Ιουνίου 1983.
Πόσες απ’ αυτές ανήκαν σε Δημοκρατικούς, παραμένει άγνωστο. Μολονότι έχει τεκμηριωθεί ότι πάνω από 500 ταφές ήταν προϊόν παράνομης μεταφοράς, όταν το 2009 ο δικαστής Γκαρθόν επιχείρησε να ξεκινήσει την έννομη διαδικασία για την ανακομιδή τους συνάντησε ανυπέρβλητους σκοπέλους.
Οι εντάσεις και οι διαφωνίες αναφορικά με την τύχη της Κοιλάδας των Πεσόντων εντάσσονται στη γενικότερη συζήτηση περί ανάκτησης της ιστορικής μνήμης και διαχείρισης του φρανκικού παρελθόντος.
Οι προτάσεις αναφορικά με την ανασημασιοδότηση της Κοιλάδας ξεκινούν από την απόλυτη άρνηση οποιασδήποτε παρέμβασης (Δεξιά) μέχρι τη μερική ή ολική της κατεδάφιση (μειοψηφική Αριστερά).
Εν τέλει, η αποπολιτικοποίηση της Κοιλάδας των Πεσόντων και η μετατροπή της σε καθαρά θρησκευτικό χώρο συμπεριλήφθηκε στον «Νόμο για την Ιστορική Μνήμη» του 2007.
Το 2011 η κυβέρνηση Θαπατέρο σύστησε μια Επιτροπή Ειδικών για να αποφασίσει για το μέλλον του μνημείου.
Η Επιτροπή ζήτησε την εκταφή του Φράνκο από το μνημείο των πεσόντων, με το αιτιολογικό πως ο δικτάτορας δεν πέθανε στον πόλεμο, όπως όλοι οι υπόλοιποι νεκροί που είναι θαμμένοι εκεί, καθώς και την ανασημασιοδότηση του μνημείου, ώστε να γίνεται απότιση φόρου τιμής σε όλους τους πεσόντες του Εμφυλίου.
Σύμφωνα με τον κοινωνικό ανθρωπολόγο και μέλος της Επιτροπής, Φρανθίσκο Φεράντιθ, για να εκκινήσει ο «εκδημοκρατισμός» του μνημείου είναι απαραίτητο να διαρραγεί η ιεράρχηση των θυμάτων που αποδίδει πρωταρχική θέση στον Φράνκο και στον Πρίμο δε Ριβέρα (F. Ferrándiz, El pasado bajo tierra. Exhumaciones contemporáneas de la Guerra Civil, Βαρκελώνη 2014).
Ωστόσο, η κυβέρνηση του Μαριάνο Ραχόι αρνήθηκε επιτακτικά να προβεί στην ανασημασιοδότηση του μνημείου, όπως όριζε ο «Νόμος για την Ιστορική Μνήμη».
Κάθε χρόνο επισκέπτονται την Κοιλάδα των Πεσόντων πάνω από 430.000 άτομα, αν και στη μεγάλη τους πλειονότητα είναι τουρίστες που απλώς ενδιαφέρονται να δουν το μοναδικό φασιστικό μεγαλειώδες μνημείο που επιβιώνει ακόμα σε συνθήκες δημοκρατίας.
Στους επίσημους καταλόγους και στις ξεναγήσεις δεν γίνεται καμία αναφορά στην ιστορία του μνημείου.
Η Ιστορία δεν διαστρεβλώνεται, απλά αποσιωπάται.