Σημειώσεις από το βιβλίο του
Αντώνη Β. Ρεγκάκου, Επινοώντας το
παρελθόν. Γέννηση και ακμή της ιστοριογραφικής αφήγησης στην Κλασική Αρχαιότητα,
Gutenberg, Αθήνα 2009.
Γενικά στοιχεία
1) Ιωνική φυσική φιλοσοφία,
ορθολογισμός, εκκοσμίκευση, ανθρωπολογική περιέργεια για την ετερότητα και
ενδιαφέρον για την αποτύπωση γεωγραφικών χαρτών (Αναξίμανδρος) αποτελούν τη
βάση για την ανάπτυξη της ιστοριογραφίας.
2) «Δεν αποτελεί σύμπτωση το
γεγονός ότι ιστορία και δημοκρατία γεννήθηκαν ταυτόχρονα» (Stahl, 1987 και Meier, 1995, όπως παρατίθενται, ό.π., 25).
3) Ο ιστορικός είναι το φιλέρευνο
υποκείμενο που αναζητεί την αλήθεια χωρίς όμως να μπορεί να αποκοπεί πλήρως από
τη μυθική παράδοση• είναι επίσης αυτός που διαμορφώνει σφαιρική άποψη και
εκφράζει την προσωπική του γνώμη (δόξα), και όχι το υποκείμενο της λυρικής
ποίησης που πάσχει ή καταγράφει τα βιώματά του.
4) Η ιστοριογραφία έχει ως σημείο
εκκίνησης τα έργα του Εκαταίου Γενεαλογίαι
(γενεαλογική / μυθογραφική προσέγγιση του παρελθόντος) και Περίοδος Γης (πρώτη εθνογραφική προσέγγιση).
5) Όπως δείχνει το έργο του
Ηρόδοτου η εξελικτική πορεία της ιστοριογραφίας κλιμακώνεται από τη φάση της
περιγραφικής – εθνογραφικής – γενεαλογικής προοπτικής (στα πρώτα έξι βιβλία των
Ιστοριών) προς τη συγγραφή
μονογραφιών, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την πραγμάτευση της εκστρατείας
του Ξέρξη εναντίον της Ελλάδας (στο τελευταίο τρίτο των Ιστοριών).
6) Οι πρώτοι «ιστορικοί»: Εκαταίος
ο Μιλήσιος (τέλη του 6ου – αρχές του 5ου αιώνα π.Χ.),
Ακουσίλαος ο Αργείος, Φερεκύδης ο Αθηναίος, Ξάνθος ο Λυδός, Δημοκλής από τα
Φύγελα, Ίων ο Χίος, Ελλάνικος ο Λέσβιος, Χάρων ο Λαμψακηνός, Αντίοχος ο
Συρακούσιος, Δαμάστης από το Σίγειο, Διονύσιος ο Μιλήσιος.
Α’. Ηρόδοτος
Γεννήθηκε το 484 π.Χ. Εξορίστηκε
από την Αλικαρνασσό και έζησε για κάποιο χρονικό διάστημα στη Σάμο επειδή
συμμετείχε στην αποτυχημένη απόπειρα ανατροπής του φιλοπέρση τυράννου Λύγδαμη.
Επέστρεψε στην πατρίδα του μετά την πτώση του τυράννου, πριν από το 454 π.Χ.
Μεταξύ 454 π.Χ. και 445 π.Χ. ταξιδεύει στην Αφρική και την Ασία (Βαβυλώνα), στη
Μέση Ανατολή (Τύρος), στον Εύξεινο Πόντο, στη Θράκη και τη Μακεδονία, όπως και
στα νησιά Θάσο και Σαμοθράκη, όπου μυήθηκε στα μυστήρια των Καβείρων. Από το
445 π.Χ. εγκαθίσταται στην Αθήνα όπου δίνει διαλέξεις. Οι Ιστορίες του δημοσιεύτηκαν μεταξύ 430 και 424 π.Χ.. Σε αυτές
αποτυπώνεται η μετάβαση από την αρχαϊκή εποχή στον «διαφωτισμό» του δεύτερου
μισού του 5ου πΧ αιώνα. Συγκεκριμένα, συνυφαίνεται «η υποκειμενική
βούληση για την αναζήτηση της αλήθειας» με τη «μυθοπλαστική τάση», όπως επίσης
η ιδέα της ελευθερίας της βούλησης με την ακλόνητη πίστη στο αλάθητο των
χρησμών και στα όνειρα ως θεϊκά σημάδια. Πιθανότερος τόπος θανάτου και ταφής
του, οι Θούριοι, αποικία που ίδρυσε η Αθήνα στον κόλπο του Τάραντα το 444/443
π.Χ.
Στο
Προοίμιο των Ιστοριών του ο Ηρόδοτος
γράφει: «Ο Ηρόδοτος από την Αλικαρνασσό
εκθέτει εδώ τις έρευνές του, για να μην ξεθωριάσει με τα χρόνια ό,τι έγινε από
τους ανθρώπους [=μήτε τω χρόνω εξίτηλα γένηται], μήτε έργα μεγάλα και θαυμαστά,
πραγματοποιημένα άλλα από τους Έλληνες και άλλα από τους βαρβάρους, να σβήσουν άδοξα
[=μήτε ακλεά γένηται]. Ιδιαίτερα γίνεται λόγος για την αιτία που αυτοί
πολέμησαν μεταξύ τους» [ μετάφραση Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης].
Ο
Ηρόδοτος επιχειρεί να συγγράψει την παγκόσμια πολιτισμική και
πολιτικο-στρατιωτική ιστορία της εποχής του, επιτομή της οποίας είναι η
σύγκρουση Ελλήνων και βαρβάρων που ξεκινά με την Ιωνική επανάσταση. Η επιτομή
όμως αυτή αποτελεί μόνο τον πέμπτο και τελευταίο αφηγηματικό κύκλο του έργου
του, ενώ προηγούνται αυτοί που αφορούν τον Λυδό βασιλέα Κροίσο, καθώς και τους
τέσσερις Πέρσες βασιλείς, τον Κύρο, τον Καμβύση, τον Δαρείο και τον Ξέρξη.
Η ερμηνευτική
προοπτική του Ηροδότου δεν είναι ελληνοκεντρική ούτε στο έργο του απαξιώνονται
οι Ασιάτες και οι Αφρικανοί, η πολιτισμική ιδιαιτερότητα των οποίων
αντιμετωπίζεται αντιστικτικά σε σχέση με αυτή των Ελλήνων. Απεναντίας,
διακρίνεται ανάγλυφα στο έργο του μια ιστορικιστική – σχετικιστική διάσταση, η
οποία, ωστόσο, δεν είναι ισχυρότερη από ό,τι ο ίδιος θεωρεί πανανθρώπινο και
επομένως κοινά δεσμευτικό ηθικό κανόνα (καταγγέλλει λόγου χάρη το έθιμο της
ιερής πορνείας στο ναό της Αφροδίτης στην Βαβυλώνα). Πάντως, σύμφωνα με τον
Αλικαρνασσέα ιστορικό, ο ελληνικός, ο περσικός και ο αιγυπτιακός κόσμος
συγκροτούν από κοινού το ανώτατο επίπεδο της πολιτισμικής εξέλιξης της
ανθρωπότητας, ενώ σε κατώτερες βαθμίδες της πολιτισμικής / εξελικτικής
ιεραρχίας τοποθετούνται οι νομαδικές συσσωματώσεις (Σκύθες, Μασσαγέτες, Άραβες)
και τα πρωτόγονα φύλα (Ινδοί).
Οι
εθνογραφικές ενότητες του έργου αρθρώνονται σε τέσσερις άξονες: το φυσικό και
γεωγραφικό περιβάλλον, αξιοπερίεργα στοιχεία, ήθη/έθιμα και ιστορία. Βασικές
αρχές της αφηγηματικής τεχνικής του Ηροδότου είναι η προφορικότητα του λόγου
(κυριαρχεί άλλωστε το ρήμα «λέγω») και η παρατακτική διάρθρωση αφηγήσεων οι
οποίες δεν συνυφαίνονται μεταξύ τους. Η γραμμική αφήγηση των γεγονότων
διακόπτεται από αφηγηματικές αναλήψεις (σύνδεση με το απώτατο ή το απώτατο
παρελθόν) και παρεκβάσεις (πρόσκαιρη διακοπή της κύριας αφήγησης). Ο Ηρόδοτος χρησιμοποιεί
μια μικτή αφηγηματική μορφή που περιλαμβάνει α) μίμηση, β) απλή διήγηση και γ)
εσωτερική εστίαση, δηλαδή «η διείσδυση στον συναισθηματικό κόσμο και στις
σκέψεις των δρώντων προσώπων». Συχνά επίσης υλοποιεί μια επική στρατηγική
αγωνίας, η οποία συντίθεται από α) επιβραδύνσεις του αφηγηματικού ρυθμού,
διακοπές στην εξέλιξη της πλοκής ή πρόσκαιρες μεταστροφές της πλοκής, β)
σκόπιμες παραπλανήσεις του ακροατή / αναγνώστη ή τεχνάσματα δημιουργίας
αμηχανίας ή προσδοκιών που δεν θα επιβεβαιωθούν (πχ. νίκη των Περσών επί των
Ελλήνων λόγω της ισχύος και του αριθμού τους) και γ) εκφράσεις δραματικής
ειρωνείας, η οποία προκύπτει «από την αντίθεση ανάμεσα στη γνώση των αποδεκτών
του έργου και την άγνοια των πρωταγωνιστών της ιστορίας».
Ο Ηρόδοτος
λειτουργεί άλλοτε ως μεταφορέας απόψεων και διαβιβαστής λόγων άλλων και άλλοτε
ως ίστωρ, δηλαδή ως ερευνητής, κριτικός των πηγών, αμέτοχος θεατής των
γεγονότων και αξιολογητής προσώπων και καταστάσεων (παρατηρήσεις σε πρώτο
πρόσωπο). Σε σύγκριση με τον ομηρικό αφηγητή που είναι παντογνώστης και
πανταχού παρών, ο ηροδότειος αφηγητής είναι μόνο εν μέρει, καθώς εκφράζει συχνά
αμφιβολίες και εξηγεί τη μεροληπτικότητα και την αποσπασματικότητα των
πληροφοριών που έχει στη διάθεσή του.
Ο Ηρόδοτος υπήρξε
ο πρώτος ιστοριογράφος που κατανόησε την αξία της αυτοψίας (=όψεως) στην
καταγραφή των ιστορικών γεγονότων. Η αναζήτηση της «αιτίης» για την πολιτισμική
διαφορά και την εχθρότητα μεταξύ Περσών και Ελλήνων τον οδηγεί στην αυτοψία,
δηλαδή σε ταξίδια με σκοπό τη συλλογή εθνολογικών στοιχείων και γεωγραφικών
παρατηρήσεων, ενώ παράλληλα τον οδηγεί και στην «ιστορίη» (έρευνα), δηλαδή στην
αναζήτηση αξιόπιστων πληροφοριών από άλλους με κριτήριο την αληθοφάνεια και το
εικός (εικοτολογία).
Δεν είναι
γνωστή η έκταση της χρησιμοποίησης γραπτών πηγών από τον Ηρόδοτο, πάντως ο
ίδιος παραπέμπει ρητά μόνο στον Εκαταίο. Ο Ηρόδοτος πολλές φορές (συνολικά 125)
παραθέτει αντιθετικές ή αποκλίνουσες εκδοχές και συχνά αφήνει τον αναγνώστη να
αποφασίσει για την εγκυρότερη, σαν να μη έχει ο ίδιος ο ιστοριογράφος τα μέσα
και τη δυνατότητα να κρίνει. Πρόκειται για μια αγνωστικιστική και αμήχανη επιλογή που απουσιάζει παντελώς από το έργο
του Θουκυδίδη, αν και στην Ιστορία του
Πελοποννησιακού πολέμου συναντάμε δύο άλλες παραπλήσιες αφηγηματικές
τεχνικές με εντελώς διαφορετική ωστόσο λειτουργία: πρώτον, την επικέντρωση του
ιστοριογραφικού φακού σε διαφορετικές οπτικές γωνίες πρόσληψης του ίδιου
γεγονότος, στοιχείο που δημιουργεί στον αναγνώστη μια συνθήκη ολόπλευρης θέασης
και συμμετοχής στα διαδραματιζόμενα• και δεύτερον, την αφηγηματική αντίστιξη
διαφόρων γεγονότων και αντιθετικών σκοπεύσεων των ίδιων των ιστορικών
πρωταγωνιστών, που ο ιστορικός αντιμετωπίζει με ανεκτικότητα και ειρωνεία,
δεδομένου ότι είναι περιοριστικές, μερικευτικές και καλούνται να επενδύσουν
διακηρυγμένα, υπόρρητα ή λανθάνοντα συμφέροντα. Μόνο ο ίδιος ο ιστορικός και
μάλιστα πάντοτε εκ των υστέρων (δηλαδή μετά την ολοκλήρωση της δράσης), αφού
προηγουμένως με σχολαστική συστηματικότητα έχει αναδείξει τις αιτιώδεις
συνάφειες και τις λογικές ακολουθίες που συναρθρώνουν τα γεγονότα σε μια ενιαία
και συνεκτική αφηγηματική πλοκή, μπορεί να γνωρίσει την ιστορική αλήθεια, καθώς
και την έκβαση της αντιπαράθεσης των ανταγωνιστικών συμφερόντων των εχθρικών
πόλεων-κρατών ή των αντίπαλων ιδεολογικοπολιτικών παρατάξεων.
Στο έργο του
Ηροδότου ενσαρκώνεται μια φιλοσοφία της Ιστορίας που έχει δύο άξονες: πρώτον,
το Πεπρωμένο, από το οποίο ούτε καν οι ίδιοι οι θεοί δεν μπορούν να ξεφύγουν,
και δεύτερον, το θείο, το οποίο κατευθύνει τα ιστορικά γεγονότα, φθονεί τους
ανθρώπους που «υπερέχουν», εκδικείται (τίσις) και τιμωρεί την ανθρώπινη
υπέρβαση της εγκόσμιας τάξης και του μέτρου, εξισορροπεί τις αδικίες (το θείον
παν εόν φθονερό ντε και ταταχώδες / φιλέει γαρ ο θεός τα υπερέχοντα πάντα
κολούειν / ου γαρ εά φρονέειν μέγα ο θεός άλλον ή εωυτόν). Παραδόξως όμως, στο
κοσμολογικό αυτό σύστημα ο άνθρωπος δεν είναι άθυρμα τυφλών δυνάμεων ή πιόνι
του Πεπρωμένου και των θεών. Αντίθετα, είναι προικισμένος με την ελευθερία της
βούλησης και γι’ αυτό μπορεί να έχει την ευθύνη των πράξεων και των επιλογών
του. Βασική πίστη του Ηροδότου είναι η κυκλική εξέλιξη της Ιστορίας.
B’. Θουκυδίδης
Συνδεόταν συγγενικά με τον
σπουδαιότερο πολιτικό αντίπαλο του Περικλή, τον Κίμωνα. Εξαιτίας της
στρατιωτικής του αποτυχίας ως στρατηγού τον χειμώνα του 424/423 πΧ. στην
Αμφίπολη, όπου οι αθηναϊκές δυνάμεις αιφνιδιάστηκαν από τις σπαρτιατικές με
αρχηγό τον Βρασίδα, καταδικάστηκε σε 20ετή εξορία από την Αθήνα. Δεν γνωρίζουμε
τους τόπους που τον φιλοξένησαν στη διάρκεια της μακρόχρονης και μάλλον άδικης
εξορίας του (αφού πρωταρχικός υπεύθυνος ήταν ο συν-στρατηγός του Ευκλής, καθώς
ο ίδιος βρισκόταν στην Θάσο). Πάντως επέστρεψε στη γενέθλια πόλη μετά το τέλος
του Πελοποννησιακού πολέμου, στις αρχές του έτους 403 πΧ. Το έργο του μεγάλου
Αθηναίου ιστορικού, που γράφτηκε στη διάρκεια της εξορίας του (έκτοτε
θεωρούνταν προϋπόθεση αντικειμενικότητας το να είναι «άπολις» ο ιστορικός) ή
κατ’ άλλους μελετητές μετά το 404 πΧ, παρέμεινε ημιτελές, δεδομένου ότι παρά τη
διακηρυγμένη πρόθεση του Θουκυδίδη, η εξιστόρηση δεν φτάνει έως την κατάλυση
της αθηναϊκής αρχής το 404 πΧ, αλλά περατώνεται το 411 π.Χ. Φαίνεται ότι ο
Θουκυδίδης είχε αρχίσει να συλλέγει τεκμηριωτικό υλικό [με αυτοψία, όπως στην
περίπτωση του λοιμού (2ο βιβλίο) ή της μάχης της Αμφίπολης (4ο
βιβλίο) ή και με προφορικές πηγές αξιόπιστων μαρτύρων] ήδη από την έναρξη του
πολέμου κατανοώντας την ιδιάζουσα σημασία του, αλλά και δηλώνοντας την πρόθεσή
του να προχωρήσει εκ των υστέρων στην συγγραφή της ιστορίας του.
Μια
από τις πιο καίριες διαφορές που εντοπίζουμε όταν συγκρίνουμε το ιστοριογραφικό
έργο του Ηρόδοτου με αυτό του Θουκυδίδη είναι ότι στην περίπτωση του δεύτερου η
αυστηρή χρονογραφική διάταξη των γεγονότων και των αφηγηματικών ενοτήτων δεν
διακόπτεται σχεδόν ποτέ από «παρεκβάσεις γεωγραφικού, τοπογραφικού ή
εθνογραφικού περιεχομένου» ή «από καταλόγους». Αντίθετα, ένα στοιχείο όπου
συγκλίνουν και οι δυο ιστορικοί είναι η χρήση των αναλήψεων (χαρακτηριστικές
στην περίπτωση του Θουκυδίδη η «Αρχαιολογία» και η «Πεντηκονταετία»), οι οποίες
προσδίδουν χρονικό βάθος στην ιστορική αφήγηση.
Αν
και ο Θουκυδίδης σπεύδει ευθύς εξ αρχής να δηλώσει την ταυτότητα, τα κίνητρά
του και τα μεθοδολογικά του εργαλεία (πάντως και εδώ στο τρίτο ενικό πρόσωπο),
σε ολόκληρο το έργο του δεσπόζει η τριτοπρόσωπη αφήγηση. Πρόκειται για
καινοτόμο στρατηγική επιλογή που δηλώνει ακριβώς τη ρητορική σύμβαση, η οποία
οφείλει να επενδύει την ορθολογική εξέταση των τεκμηριωτικών στοιχείων, την
ιστορική αμεροληψία και αντικειμενικότητα του ιστορικού ώστε να δημιουργείται η
εντύπωση ότι το επίπεδο της ιστορικής πραγματολογίας και της ιστορικής
ανακατασκευής συμπίπτουν και ταυτίζονται. Είναι γνωστό ότι η καινοτομία του
Θουκυδίδη, εχθρού κάθε μεταφυσικής θεώρησης της Ιστορίας, αποτέλεσε ειδοποιό
γνώρισμα για την επιστημονική ιστοριογραφία από την εποχή της ακαδημαϊκής
θεσμοποίησής της στις αρχές του 19ου αιώνα έως τις μέρες μας.
Στο
έργο του Θουκυδίδη δίνει τον τόνο μια παραδειγματική μορφή ιστορικής
συνείδησης, η οποία θεμελιώνεται σε δυο παράγοντες: πρώτον, στην πεποίθηση για
το αναλλοίωτο της ανθρώπινης φύσης και τη διιστορική παθογένειά της (φιλαυτία,
επιδίωξη του συμφέροντος, σκληρότητα, αλαζονεία, πρόσκτηση δύναμης), καθώς και
για την ύπαρξη παρόμοιων αντιδράσεων - συμπεριφοράς σε αντίστοιχες καταστάσεις
στην πορεία του χρόνου• και δεύτερον –στοιχείο που απορρέει από το πρώτο-, στη
λειτουργία της ιστορικής γνώσης ως μηχανισμού πρόληψης επερχόμενων δεινών.
Στην
Ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου
περιλαμβάνονται 41 δημηγορίες (συμβουλευτικές, δικανικές, πανηγυρικές), οι
οποίες, σύμφωνα με τους ερευνητές, «δεν αποτελούν πιστή καταγραφή των πραγματικών»,
ενώ, ταυτόχρονα, γίνεται παραδεκτό ότι «ο βαθμός της πλασματικότητάς τους είναι
κάθε φορά διαφορετικός».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου