Σ΄ ένα κόσμο χωρίς μαγεία, χωρίς πίστη, χωρίς ελπίδα, χωρίς θεό και μοναδική αλήθεια, σε ένα κόσμο χαώδη και κατακερματισμένο, πώς μπορεί η ιστορία να είναι ή να φαντάζει επική; Ούτε και να καμώνεται μπορεί. Στη νεότητά της η ιστορία υπήρξε επική. Τώρα όμως στην ωριμότητά της δεν μπορεί παρά να είναι ειρωνική, σαρκαστική, σχετικιστική, τραγική. Ίσως οι επικοί τρόποι να ξανακάνουν την εμφάνισή τους στη σκηνή της ιστοριογραφίας όταν φουσκώσουν και πάλι τα πανιά των οραματισμών και το ποτάμι της δικαιοσύνης κυλήσει ορμητικό, όταν οι άνθρωποι πιστέψουν στις δυνάμεις τους και εκφράσουν τη συλλογική σκέψη και δημιουργικότητά τους, όταν κατορθώσουν να λυτρωθούν από το άγος και το άχθος του παρελθόντος, όταν η ουτοπία αρχίσει να θαμποχαράζει.



«Η ιστορία μπορεί να μας βοηθήσει. Μπορεί, επίσης, να είναι πολύ επικίνδυνη. Είναι περισσότερο σώφρον να αντιμετωπίζουμε την ιστορία όχι ως σωρό νεκρών φύλλων ή συλλογή σκονισμένων έργων τέχνης, αλλά ως μικρή λίμνη, μερικές φορές ευεργετική, συχνά θειούχο, που, χωμένη κάτω από το παρόν, διαμορφώνει σιωπηλά τους θεσμούς μας, τον τρόπο που σκεπτόμαστε, το τι μας αρέσει και τι δεν μας αρέσει. Απευθυνόμαστε σε αυτήν [....] για επιβεβαίωση, για να πάρουμε μαθήματα και πληροφορίες. Η επιβεβαίωση, είτε πρόκειται για προσδιορισμό της ταυτότητας ομάδων, για αιτήματα ή για δικαίωση, σχεδόν πάντοτε προκύπτει από τη χρήση του παρελθόντος. [...] Το παρελθόν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σχεδόν για όλα τα πράγματα που θέλουμε να κάνουμε στο παρόν. Κάνουμε κακή χρήση του όταν δημιουργούμε ψέματα για το παρελθόν ή γράφουμε την ιστορία με τρόπο που να παρουσιάζεται μόνο η δική μας άποψη».

Margaret Macmillan, Χρήση και κατάχρηση της ιστορίας, μετάφραση Μίνα Καρδαμίτσα – Ψυχογιού, Ινστιτούτο του Βιβλίου – Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2012, 11 [πρώτη έκδοση στην αγγλική γλώσσα 2009]


«Σ’ έναν κόσμο γεμάτο αβεβαιότητες η ιστοριογραφία μπορεί να κινηθεί προς απρόβλεπτες κατευθύνσεις». Georg Iggers.


«Προχωρήστε και να ξέρετε ότι σ’ ένα όχι και τόσο μακρινό μέλλον θα ανοίξουν και πάλι οι πλατιοί δρόμοι μέσα από τους οποίους θα βαδίσει ο ελεύθερος άνθρωπος για να χτίσει μια καλύτερη κοινωνία». Σαλβαδόρ Αλιέντε.


«Ο θάνατος ταιριάζει στα μουσεία. Σε όλα τα μουσεία, όχι μόνο σ’ ένα Μουσείο Πολέμου. Κάθε έκθεση –πίνακες, γλυπτά, αντικείμενα, μηχανήματα- είναι μια νεκρή φύση και οι άνθρωποι που συνωστίζονται στις αίθουσες, γεμίζοντάς τες και αδειάζοντάς τες σαν σκιές, εξασκούνται στη μελλοντική οριστική διαμονή τους στο μεγάλο Μουσείο της ανθρωπότητας, του κόσμου, όπου ο καθένας είναι μια νεκρή φύση. Πρόσωπα σαν φρούτα που κόπηκαν από το δέντρο και τοποθετήθηκαν γερτά πάνω σ’ ένα πιάτο».

Κλαούντιο Μάγκρις, Υπόθεση αρχείου, μετάφραση-σημειώσεις Άννα Παπασταύρου, Καστανιώτη, Αθήνα 2017, 10


O τίτλος "Der Doppelgänger" στο οικείο lieder δόθηκε από τον Schubert. Στο βιβλίο του Heine's Buch der Lieder (1827) το σχετικό ποίημα είναι άτιτλο, προκαλώντας στο τέλος μια έκπληξη.

Γερμανικό πρωτότυπο

Still ist die Nacht, es ruhen die Gassen,
In diesem Hause wohnte mein Schatz;
Sie hat schon längst die Stadt verlassen,
Doch steht noch das Haus auf demselben Platz.

Da steht auch ein Mensch und starrt in die Höhe,
Und ringt die Hände, vor Schmerzensgewalt;
Mir graust es, wenn ich sein Antlitz sehe, -
Der Mond zeigt mir meine eigne Gestalt.

Du Doppelgänger! du bleicher Geselle!
Was äffst du nach mein Liebesleid,
Das mich gequält auf dieser Stelle,
So manche Nacht, in alter Zeit?



Αγγλική μετάφραση

The night is quiet, the streets are calm,
In this house my beloved once lived:
She has long since left the town,
But the house still stands, here in the same place.

A man stands there also and looks to the sky,
And wrings his hands, overwhelmed by pain:
I am terrified – when I see his face,
The moon shows me my own form!

O you Doppelgänger! you pale comrade!
Why do you ape the pain of my love
Which tormented me upon this spot
So many a night, so long ago?


«Ούτε η αυταπάτη, ούτε η απάτη, ούτε το ψέμα λείπουν από την πανεπιστημιακή και επιστημονική ζωή».


Πιερ Βιντάλ-Νακέ

Τρίτη 28 Αυγούστου 2012

Ιστορία της παιδικής ηλικίας


Αν και ερασιτέχνης, και οπαδός της πολιτικής αντίδρασης (Maurras), ο Philippe Ariès (1914-1984) υπήρξε, παρά ταύτα, ο αληθινός προπομπός-σκαπανέας της ιστορίας των νοοτροπιών στη γαλλική ιστοριογραφία δημοσιεύοντας το 1948 το βιβλίο του Histoire des populations françaises et de leurs attitudes devant la vie depuis le XVIIIe siècle (β΄ έκδοση: 1971). Εντούτοις, δεν αναγνωρίστηκε από τους ιστορικούς των Annales παρά καθυστερημένα, όταν εκλέχθηκε το 1978 διευθυντής ερευνών στο EHESS. Το 1960 θεμελίωσε ακόμα μια νέα γνωστική περιοχή, αυτή της ιστορίας της παιδικής ηλικίας, με τη δημοσίευση του βιβλίου του Lenfant et la vie familiale sous lAncien Régime (επανέκδοση: 1973), στο οποίο υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι οι πρακτικές αντισύλληψης κατά τον 18ο αιώνα οδήγησαν τις δυτικές κοινωνίες σε μια διανοητική επανάσταση με την έννοια της επιθυμίας να κυριαρχήσουν στη ζωή και στον θάνατο. Ο Ariès εισήγαγε επίσης στην ιστοριογραφική προβληματική τον παράγοντα του συλλογικού ασυνείδητου (linconcient collectif) ως προσδιοριστικό στοιχείο των διαφοροποιήσεων των νοοτροπιών. Σημαντικό θεωρείται και το τρίτο έργο του με τον τίτλο LHomme devant la mort, Seuil, Paris 1977, που ολοκληρώνει το φάσμα της προβληματικής του.

Απόσπασμα από το L’ enfant et la vie familiale sous l’ Ancien Régime, 1973, 314-316:
«On concoit que cette emprise morale de la famille ait été à l’ origine un phénomène bourgeois: la grande noblesse et le peuple, aux deux extrémités de l’ échelle sociale, ont conservé plus longtemps la traditionnelle bienséance (= ευπρέπεια) [των αποστάσεων μεταξύ των μελών της οικογένειας και κυρίως σε αναφορά με τη σχέση γονέων και παιδιών], et sont demeurés plus indifférents à la pression du voisinage (= συναισθηματική αμεσότητα). Les classes populaires ont maintenu presque jusqu’ à nos jours ce goût du coude à coude. Il existe donc un rapport entre le sentiment de la famille et le sentiment de classe. […] Les écoles de charité (= τα φιλόπτωχα σχολεία) du XVIe siècle, fondées pour les pauvres, attiraient autant les enfants de riches. Au contraire, à partir du XVIIIe siècle, les familles bourgeoises n’ acceptent plus ce mélange, et retirent leurs enfants de ce qui deviendra un enseignement primaire populaire, au profit des pensions et des petites classes des collèges dont elles ont conquis le monopole. Les jeux et les écoles, d’ abord communs à l’ ensemble de la société, entrent désormais dans un système de classe». […] Η συμπαράταξη (juxtaposition) de ses extrêmes [πλουσίων και φτωχών κ.α.] ne gênait pas plus les uns qu’ elle n’ humiliait des autres. Il reste encore aujourd’ hui quelque chose de ce climat moral dans l’ Italie méridionale (= νότια). Or il vint un temps où la bourgeoisie n’ a plus supporté la pression de la multitude ni le contact du peuple. Elle a fait sécession: elle s’ est retirée de la vaste société polymorphe pour s’ organiser à part, en milieu homogène, parmi ses familles closes, dans des logements prévus pour l’ intimité, dans des quartiers neufs, gardés de toute contamination populaire. La juxtaposition des inégalités, jadis naturelle, lui devenait intolerable. […] La nouvelle société assurait à chaque genre de vie un espace réservé […]. Le sentiment de la famille, le sentiment de classe, et peut-être ailleurs le sentiment de race, apparaissent comme les manifestations de la même intolérance à la diversité, d’ un même sousi d’ uniformité».
(Ένα από τα παράδοξα της αστικής κοινωνίας είναι ότι, ενώ επικαλείται την ισότητα όλων των πολιτών και τη συλλογικότητα του έθνους, παρά ταύτα είναι αυτή που από τον 18ο αιώνα προχωρεί στη χωρική διαμερισματοποίηση του πληθυσμού, δημιουργώντας περιχαρακωμένες κυψέλες με κριτήριο τον ταξικό και ίσως τον φυλετικό-πολιτισμικό / θρησκευτικό προσδιορισμό).


Η ΠΑΙΔΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ.
Από το παιδι-πραγμα στο παιδι-βασιλια[1]

Τα παιδιά δεν απολάμβαναν τη στοργή και το ενδιαφέρον που απολαμβάνουν σήμερα στα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ακόμα και τα παιδιά των πλουσίων μπορούσαν να εκτεθούν σε ποικίλους κινδύνους, όπως να πουληθούν σκλάβοι και να χαθούν. «Τα παιδιά των σκλάβων τα έπνιγαν σαν γατιά». Η γέννηση από κάποιους γεννήτορες δεν καθιστούσε αυτόματα το παιδί τμήμα μιας οικογένειας, αλλά έπρεπε να αναγνωριστεί από τον πατέρα σε μια τελετουργική πράξη σηκώματος στον αέρα (elevatio). Τότε το infans δεν ήταν ουσιαστικό αλλά επίθετο και σήμαινε “αυτόν που δεν έχει φθάσει ακόμη στην ηλικία να μιλήσει”. Το puer (παιδί) σήμαινε το παιδί ελευθέρων από τη γέννησή του έως τα 17 του χρόνια, οπότε και εισερχόταν στη φάση της ενηλικίωσης. Η λέξη infans έγινε στον Μεσαίωνα enfant και κυριάρχησε.
Η κατάσταση αλλάζει τον 1ο μ.Χ. αιώνα, όταν τα παιδιά αρχίζουν να γίνονται αντικείμενα ιδιαίτερης μέριμνας. Θεσπίζονται μέτρα προστασίας των παιδιών, ακόμα και των σκλάβων: ούτε επιτρέπεται να εκτίθενται πλέον ούτε να φονεύονται σαν μικρά ζώα. Η εξέλιξη αυτή δεν σχετίζεται με τον Χριστιανισμό, αλλά συνδέεται με την οικειοποίηση της ελληνικής ιδέας της «παιδείας» (humanitas), δηλαδή της τροφής και της εκπαίδευσης. Όμως, μεταξύ 5ου και 6ου μ.Χ. αιώνα χάνεται εκ νέου το ενδιαφέρον για τα παιδιά. Τα παιδιά νοούνται ως μικρογραφίες μεγάλων. Στη διάρκεια του Μεσαίωνα, λόγω της θνησιμότητας των παιδιών, οι οικογένειες γεννούσαν πολλά παιδιά ώστε να επιβιώσουν λίγα, και έτσι το ενδιαφέρον γι’ αυτά μειώθηκε. Είναι πλήθος τα ατυχήματα που στέρησαν τη ζωή από μωρά που καταπλακώνονταν στο κρεβάτι από τους γονείς τους. Τα «ατυχήματα» αυτά προκαλούνταν εσκεμμένα αρκετές φορές με σκοπό να λείψει ένα στόμα ώστε να επαρκεί η λίγη διαθέσιμη τροφή για τα υπόλοιπα παιδιά της οικογένειας.
Αυτό δεν σημαίνει βεβαίως ότι δεν υπήρχε ίχνος γονικής στοργής. Από τη στιγμή που ένα παιδί επιβίωνε και μεγάλωνε, εντασσόταν κανονικά στους ρυθμούς της καθημερινότητας, υποστηρίζοντας συγκεκριμένες λειτουργίες, αφού είχε εξαφανιστεί από τον ορίζοντα το σχολείο και η εκπαίδευση. Η σημαντικότερη από αυτές τις λειτουργίες ήταν η μαθητεία για την εκμάθηση μιας τέχνης. Η εκμάθηση της γραφής δεν απασχολούσε τους ανθρώπους εκείνης της εποχής, καθώς κυριαρχούσε η προφορική επικοινωνία και η παράδοση, αν εξαιρεθεί η περίπτωση των κληρικών ή η περιορισμένη πρόσβαση σε αυτούς υπό την ιδιότητα των δασκάλων. Η υποστήριξη ρόλων μέσα στο στενό πλαίσιο της οικογένειας δεν ήταν τόσο ισχυρή, δεδομένου ότι τότε η οικογένεια δεν ήταν ο πρωταρχικός κοινωνικοποιητικός θεσμός. Κυριαρχούσε η κοινότητα και το άτομο δεν διεκδικούσε την υποκειμενικότητά του ούτε την αυτονομία του. Γεγονός που αρχίζει να αλλάζει σταδιακά από τον 11ο μ.Χ. αιώνα και μετά, όταν επιτρέπεται πλέον σε κάθε παιδί και νέο να δοκιμάζει τις δυνάμεις του και να εκπληρώνει τις επιθυμίες του μέσα όμως στα οριοθετημένα πλαίσια της κοινότητας και της Εκκλησίας.
Πάντως, με το τέλος του Μεσαίωνα, μεταξύ 14ου και 18ου αιώνα, με αποκλίσεις κατά περιοχή, αναδεικνύεται σταδιακά ένα νέο πρότυπο αντίληψης του ρόλου του παιδιού που κυριαρχεί μέχρι σήμερα: αθωότητα, χάρη, αγνότητα, ομορφιά, ευθραυστότητα, ευαισθησία, εξιδανίκευση κυριαρχούν στην εικονογραφία. Χαρακτηριστικά ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ απαίτησε να υπάρχουν διεσπαρμένες εικόνες παιδιών σε όλο το ανάκτορο των Βερσαλλιών. Από τον 18ο αιώνα μάλιστα, επιδεικνύεται ιδιαίτερος ζήλος για τα παιδιά, και ειδικά για την τροφή, την ανατροφή  και την εκπαίδευσή τους, ενώ ακόμα και τα έκθετα παιδιά γίνονται αντικείμενο μέριμνας νοσοκομείων και ιδρυμάτων. Ιδιαίτερη σημασία έχει πλέον η σχολική εκπαίδευση των παιδιών, που σταδιακά θα γίνει υποχρεωτική. Μέσα από τη διαδικασία της εκπαίδευσης επεκτάθηκε το στάδιο της μαθητείας και το όριο της ενηλικίωσης, άρα μετακινήθηκε προς τα πάνω και το ηλικιακό όριο για την ανάληψη εργασίας. Έτσι, η παιδική ηλικία αποστασιοποιήθηκε από τους ενήλικες και το σχολείο αποσπάστηκε από την κοινότητα. Παράλληλα, κλονίστηκε και η κυριαρχία του προφορικού πολιτισμού. Όμως η σημαντικότερη εξέλιξη υπήρξε η δεσπόζουσα σημασία που δόθηκε πλέον στην οικογένεια, ώστε να λειτουργήσει ως ο κατεξοχήν κοινωνικοποιητικός θεσμός αποκτώντας περιχαρακωμένο και σχετικά αυτοαναφορικό χαρακτήρα. Ο αριθμός των παιδιών κάθε οικογένειας μειώνεται και η ανατροφή τους γίνεται πρωταρχικά καθήκον και αξία. Είναι προφανές ότι στην καθιέρωση του νέου προτύπου έπαιξε καθοριστικό ρόλο η κάθετη πτώση του ποσοστού θνησιμότητας των παιδιών και η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των μαζών, καθώς και ο οικογενειακός προγραμματισμός.
Παρ’ όλα αυτά, και σύμφωνα με τον Kamen, οι θεωρήσεις τύπου Ariès, για τον οποίο «η μητρική αγάπη ήταν φαινόμενο σπάνιο στην παραδοσιακή Ευρώπη», «έχουν πειστικά ανασκευαστεί. Σε όλες τις προβιομηχανικές κοινωνίες η φροντίδα των βρεφών αποτελούσε τον κανόνα και η Ευρώπη δεν μπορεί να αποτελεί την εξαίρεση. Τα στοιχεία από έναν μεγάλο αριθμό σωζόμενων προσωπικών μαρτυριών από την Αγγλία[2] δείχνουν, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι στον χώρο των εγγράμματων τάξεων η στοργή προς τα παιδιά, και αντίστοιχα η θλίψη για την απώλειά τους, αποτελούσε τον κανόνα. Τα παιδιά φαίνεται πως ήταν ευπρόσδεκτα και γίνονταν αντικείμενα φροντίδας και στοργής».[3]  


για τα παιδια και την παιδικη ηλικια στη ρωμαϊκη εποχη


«Η έννοια της αυθεντίας είναι “ρωμαϊκή” ως προς την προέλευσή της. Δεν μπορούμε λοιπόν να αγνοήσουμε ότι ο πατέρας της οικογένειας διέθετε στη Ρώμη μια απόλυτη αυθεντία, μια εξουσία ζωής και θανάτου μάλιστα, επί των παιδιών του. Την εποχή που ο Βιργίλιος έγραφε τα γοητευτικά Βουκολικά του, λιγότερο από έναν αιώνα πριν από τη γέννηση του Χριστού, ο pater familias διέθετε ακόμα απεριόριστο δικαίωμα θανάτωσης του παιδιού, έστω κι αν αυτό είχε πια “ενηλικιωθεί”. Η αυθεντία αυτή επεκτεινόταν εξάλλου αδιακρίτως στο σύνολο αυτού που ονομαζόταν τότε “οικογένεια” (familia) και συμπεριλάμβανε […] τόσο τους δούλους όσο και τη σύζυγο και τα παιδιά. Κάτοχος από την αρχαϊκή εποχή της εξουσίας να ορίζει κατά το δοκούν την οικογένειά του, ο pater familias νομιμοποιούνταν έτσι να απαρνείται ένα νεογέννητο, να το καταδικάζει σε θάνατο ή στην αποκαλούμενη “έκθεση”, πράξη ισοδύναμη με μια εγκατάλειψη η οποία επέφερε συνήθως με τη θρυλική εξαίρεση του Ρωμύλου και του Ρέμου, το θάνατο του μωρού. Εξίσου εύκολα μπορούσε να πουλά τα παιδιά του, να τα βάζει υποθήκη, να τα δίνει για υιοθεσία, να τα παντρεύει κατά την αρέσκειά του. Τον 1ο αιώνα μ.Χ., ένας σεβαστός φιλόσοφος, ο Σενέκας, μπορούσε ακόμα να γράφει: “Θανατώνουμε τα λυσσασμένα σκυλιά […], στραγγαλίζουμε ακόμα και τα παιδιά που γεννιούνται ασθενικά και παραμορφωμένα”. Έπρεπε στην πραγματικότητα να περιμένουμε μέχρι τον 4ο αιώνα για να δούμε έναν αυτοκράτορα να παίρνει μια απόφαση η οποία θέσπιζε ότι ο φόνος ενός παιδιού ισοδυναμούσε στο εξής με διάπραξη “θανάσιμου εγκλήματος”».[4]


ΠΡΩΙΜΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ.
η οικογενεια στην πρωιμη νεοτερη περιοδο. ο κανονασ

«Η οικογένεια ήταν μια ομάδα συγγενών εξ αίματος βασισμένη στην κοινή καταγωγή. Αυτή η σύλληψή της ήταν ιδιαίτερα σημαντική για τις ανώτερες τάξεις, που μπορούσαν να αναγάγουν την καταγωγή τους σε κάποιο μακρινό πρόγονο και να εξασφαλίζουν τη μεταβίβαση της περιουσίας τους από τον πατέρα στο γιο· ήταν λιγότερο διαδεδομένη στις τάξεις εκείνες που δεν διέθεταν μεγάλες κληρονομικές περιουσίες. Μια οικογένεια αποτελούσε επίσης και ένα νοικοκυριό, μια ομάδα ανθρώπων που συμβίωναν συνδεδεμένοι με γαμήλιους δεσμούς. […] Ο Ariès υποστήριξε ότι αυτό το διευρυμένο νοικοκυριό παραχώρησε σταδιακά τη θέση του, γύρω στον 16ο αιώνα, στην αναδυόμενη πυρηνική οικογένεια αποτελούμενη μόνο από τους γονείς και τα παιδιά. Η εξέλιξη αυτή της διευρυμένης στην πυρηνική οικογένεια συνοδεύτηκε από μια μεγάλη αλλαγή στους συναισθηματικούς δεσμούς μεταξύ των μελών της. Σε αντίθεση με τη διευρυμένη οικογένεια, στην οποία οι σχέσεις ήταν πιο απρόσωπες και τα παιδιά δεν περιβάλλονταν από ιδιαίτερη στοργή, η πυρηνική οικογένεια έφερε αυτό που αποκλήθηκε “συναίσθημα”, “στοργικός ατομισμός”, ή πιο απλά “αγάπη”: οι γονείς εκτιμούσαν και σέβονταν ο ένας τον άλλον, αλλά και τα παιδιά τους».[5]


οι εξαιρεσεισ


Ι. Απεναντίας, «στην Ευρώπη ανατολικά του Έλβα […] η μεγάλη διευρυμένη οικογένεια (γνωστή ως zadruga στις σερβικές περιοχές) ήταν πιο διαδεδομένη».[6]

ΙΙ. Επίσης, «οι μεγάλες γαιοκτησίες της νότιας Ευρώπης συνέβαλαν στην επιβίωση κοινοτικών μορφών εκμετάλλευσης της γης και ενθάρρυναν τη συμβίωση των διαφόρων κλάδων μιας οικογένειας στην ίδια ιδιοκτησία».[7]


δημογραφικα δεδομενα


«Ο θάνατος ήταν μια κυρίαρχη πραγματικότητα της πρώιμης νεότερης περιόδου. Ο μέσος όρος ζωής των νεογνών ήταν, με τα σημερινά κριτήρια, ανησυχητικά χαμηλός. Στους κόλπους της αγγλικής αριστοκρατίας την περίοδο 1575-1674 (16ος-17ος αιώνας), ο μέσος όρος ζωής των αρσενικών γόνων ήταν τα 32 έτη, των θηλυκών τα 34,8 έτη (το πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα, αντίθετα, ο μέσος όρος ζωής για τους άντρες της αριστοκρατίας ήταν τα 60 έτη και για τις γυναίκες τα 70). Σε δεκατρείς αγγλικές ενορίες του 17ου και 18ου αιώνα ο μέσος όρος ζωής για τους άντρες ήταν τα 36 χρόνια. Η μοίρα των κατώτερων τάξεων ήταν αναπόφευκτα χειρότερη. Μια μελέτη για 3.700 παιδιά από όλα τα κοινωνικά στρώματα του Παρισιού στα τέλη του 17ου αιώνα δίνει έναν συνολικό μέσο όρο ζωής της τάξης των 23 χρόνων. Ένα βρέφος της ελίτ της Γενεύης τον 17ο αιώνα είχε μέσο όρο ζωής τα 36 έτη, ενώ το παιδί ενός ειδικευμένου εργάτη στην ίδια πόλη είχε μόλις τα 18,3 χρόνια».[8]
Το γεγονός αυτό σήμαινε «αριθμητική υπεροχή των νέων στο σύνολο του πληθυσμού» και «είχε σημαντικές πολιτισμικές επιπτώσεις, ορατές ακόμα και στις μικρότερες αγροτικές κοινότητες».[9]
Ωστόσο, «παρά τον μεγάλο αριθμό τους, οι νέοι δεν παντρεύονταν σε νεαρή ηλικία», ακολουθώντας το λεγόμενο «βορειοδυτικό ευρωπαϊκό γαμήλιο πρότυπο», που διακρινόταν για τη «σχετικά προχωρημένη ηλικία γάμου, τη μικρή ηλικιακή διαφορά μεταξύ των συζύγων, το υψηλό ποσοστό αγαμίας και τους σχετικά χαμηλούς ρυθμούς γεννήσεων. Το πρότυπο αυτό συνήθως αντιδιαστέλλεται σε αυτό της ανατολικής Ευρώπης, όπου οι συνθήκες ήταν σημαντικά διαφορετικές, και της Μεσογείου, όπου το φάσμα ήταν ευρύτερο».[10]


νοθα – εκθετα βρεφη


«Η απόλυτη εξάρτηση της γονιμότητας από την ηλικία της μητέρας αποτελεί απόδειξη ότι δεν γινόταν ευρεία χρήση τεχνητών μέσων αντισύλληψης. Ταυτόχρονα, όμως […] υπήρχαν μηχανισμοί ελέγχου των γεννήσεων. […] Η ίδια η επιλογή του γάμου σε σχετικά προχωρημένη ηλικία αποτελούσε αυτή καθαυτή μια συνειδητή μέθοδο ελέγχου των γεννήσεων […]. Ο θηλασμός, που μειώνει τις πιθανότητες σύλληψης, παρέμεινε μια διαδεδομένη πρακτική. Τα στοιχεία όμως, τουλάχιστον από τα γαλλικά αστικά κέντρα, δείχνουν πως ένα αρκετά υψηλό ποσοστό μητέρων από το χώρο των ελίτ και των τεχνιτών παρέδιδαν τα βρέφη τους σε τροφούς και αυτό αύξαινε τις πιθανότητες νέας κυοφορίας τους, ενώ μείωνε αντίστοιχα τις πιθανότητες κυοφορίας των τροφών. Η πλέον διαδεδομένη πρακτική ελέγχου μιας ανεπιθύμητης τεκνοποιίας ήταν η εγκατάλειψη του βρέφους μετά τον τοκετό· θύματα αυτής της πρακτικής ήταν κυρίως τα νόθα βρέφη, αλλά έκθετα βρέφη ήταν συχνά και αυτά γονέων πολύ φτωχών για να τα συντηρήσουν. Η πρακτική της εγκατάλειψης των βρεφών στο κατώφλι των εκκλησιών και των νοσοκομείων αυξάνεται σταθερά κατά την πρώιμη νεότερη περίοδο, οδηγώντας στην ίδρυση βρεφοκομείων στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές πόλεις. Στα τέλη του 17ου αιώνα ο αριθμός των έκθετων βρεφών είχε αυξηθεί πλέον ανησυχητικά».[11]


τα παιδια στην πρωιμη νεοτερη περιοδο


«Τα παιδιά ηλικίας κάτω των 15 ετών, ήταν ένα τμήμα [ευρύ οπωσδήποτε, ίσως το μεγαλύτερο] του άπορου αστικού πληθυσμού που αδυνατούσε να βρει απασχόληση, ή που είχαν μείνει ορφανά μετά το θάνατο των γονέων τους. Όπως είναι λογικό, ήταν συχνά οι κύριοι αποδέκτες των προγραμμάτων αρωγής των απόρων. Ένας μεγάλος όγκος κειμένων ήταν αφιερωμένος στην εκπαίδευση των νέων και στη διάσωση των έκθετων βρεφών. Ο ανθρωπιστής [Juan] Luis Vives αφιέρωσε ένα κεφάλαιο της μελέτης του για τους άπορους[12] στα παιδιά, διακεκριμένοι κληρικοί ίδρυσαν βρεφοκομεία, ο γιατρός των ανακτόρων Luis Mercado εξέδωσε ένα έργο (1611) με θέμα την παιδική εκπαίδευση και ο μοναχός Pedro Ponce de Leòn επινόησε τη δεκαετία του 1580 μια μέθοδο διδασκαλίας για τα κωφάλαλα παιδιά».[13]
Επειδή οι άποροι, οι άεργοι, οι άνεργοι και οι επαίτες αποτελούσαν «κίνδυνο» σε μια εποχή που η φτώχεια άρχισε να θεωρείται ζήτημα ατομικής ευθύνης και τέθηκαν οι βάσεις της ιδρυματοποίησης της κοινωνικής πρόνοιας και του «μεγάλου εγκλεισμού» των φτωχών (ασυλοποίηση – σωφρονιστικά ιδρύματα),[14] «μερικές φορές προτάθηκε το δραστικό μέτρο τής διά της βίας μεταφοράς στις αποικίες».[15] Επειδή τα παιδιά αποτελούσαν μεγάλο τμήμα της κατηγορίας των απόρων μεταφέρονταν και αυτά στις αποικίες «για σωφρονισμό» και «απαλλαγή της μητρόπολης από το πρόβλημα», όπως έγινε το 1617 όταν η ενορία του Λονδίνου έστειλε με τη βία 100 παιδιά στη Βιρτζίνια».[16]


περι γονικησ εξουσιασ


«Το 1642, ο Hobbes, στο De Cive, παρομοίαζε ακόμα την υποτέλεια του παιδιού στους γονείς [κατεξοχήν στον πατέρα] του με το καθεστώς του δούλου έναντι του κυρίου του, φτάνοντας στο σημείο να ισχυρίζεται ότι η ηλικία από μόνη της δεν απαλλάσσει το παιδί από την πατρική επιβολή: στα μάτια του, είναι αποκλειστικά στη διακριτική ευχέρεια της χειραφετητικής εξουσίας του πατέρα να δίνει στο παιδί την ελευθερία του, όποτε και αν το επιθυμεί – δίχως για τούτο το παιδί, άπαξ και χειραφετηθεί, να απαλλάσσεται από την υποχρέωση να τιμά τον πατέρα και τη μητέρα του. Όλα έχουν αλλάξει πενήντα χρόνια αργότερα, όταν ο Locke, στη Δεύτερη πραγματεία περί Διακυβερνήσεως (1690), υπογραμμίζει, αντιθέτως, ότι “η πρόοδος της ηλικίας και ο Λόγος, καθώς μεγαλώνουν τα παιδιά” είναι τα στοιχεία που τα αποδεσμεύουν από το “είδος αρχής και δικαιοδοσίας” την οποία είναι υποχρεωμένοι να ασκούν επάνω τους οι γονείς τους τα πρώτα χρόνια. Η γονική εξουσία παύει λοιπόν, όχι πλέον με τη χειραφέτηση του παιδιού (δηλαδή με τη χάρη [και την ανοχή] των γονέων) αλλά αφ’ ης στιγμής το παιδί φτάσει σε μια ηλικία όπου είναι σε θέση να κρίνει. Εκείνη τη στιγμή γίνεται ελεύθερο ον, ξεφεύγει “από τη βούληση και επιβολή του πατέρα του” και γνωρίζει μόνο τον κοινό νόμο του ίδιου και των γονιών του, δηλαδή “το νόμο της φύσης είτε το θετικό [δίκαιο] νόμο της χώρας τους”».[17]




τα παιδια στην ελλαδα κατά τον 19ο αιωνα


«Παίδες, ρακένδυτοι, ημίγυμνοι περιφέρονται και εν νυκτί εις τας οδούς των Αθηνών, φωνάζοντες και λιθοβολούμενοι από αντίθετα πεζοδρόμια, διαβαινόντων πολλών. Αυτοί ούτοι ρίπτουσι πέτρας και εις τα παράθυρα και εις την σκέπην οίκων κεντρικών. Δένουσι εις τον λαιμόν ή εις τον πόδα σκύλων φύσκας πλήρεις αέρος, και λίθους και τους κυνηγώσιν, αλαλάζοντες, τραγουδώσι μεθ’ ειρμού τα μετά μέλους τουρκικά άσματα άσεμνα. Το δε χείριστον και ασχημονούσιν εν γωνία που, όπου νομίζουσιν ότι ουδείς τους βλέπει. Αλλά τους βλέπουσι και τους ακούωσι και τους βλέπουσι πολλοί μάλιστα ξένοι παρεπίδημοι, οίτινες μήτε εις τας τουρκικάς πόλεις δεν βλέπουσι παρόμοιόν τι».[18]


«Ένας ολόκληρος κόσμος λοιπόν άπορων παιδιών, που είτε έχασαν τους γονείς τους κατά τη διάρκεια της καταστροφικής επιδημίας της χολέρας του 1854, ή εγκαταλείφθηκαν από την οικογένειά τους, είτε έφθασαν στην Αθήνα από τις πιο φτωχές περιοχές του ελληνικού κράτους με την ελπίδα αναζήτησης καλύτερων μέσων επιβίωσης, ή δούλευαν για να θρέψουν τους γονείς τους που ζούσαν σε συνθήκες εξαιρετικής εξαθλίωσης, ή ακόμη, στη χειρότερη περίπτωση, “πουλήθηκαν” ή “νοικιάστηκαν” από τους γονείς τους στους “εργολάβους της ενδείας” και μετατράπηκαν σε όργανα επαιτείας φρικτά παραμορφωμένα[19] συνωστίζεται στους δρόμους της Αθήνας και αποτελεί μια πραγματικότητα που κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει».[20]

Η ύπαρξη του ζέοντος προβλήματος των εγκαταλελειμμένων παιδιών θα οδηγήσει στην απόπειρα αντιμετώπισής του μέσω της ίδρυσης του Δημοτικού Βρεφοκομείου Αθηνών το 1859. Το 1866 αποφασίστηκε η κατασκευή βρεφοδόχου, «μιας εγκατάστασης δηλαδή στο εξωτερικό του κτιρίου του Βρεφοκομείου, όπου μπορούσαν να τοποθετούνται τα βρέφη, χωρίς να αποκαλύπτεται η ταυτότητα των γονιών τους».[21] Ωστόσο, η βρεφοδόχος άρχισε να λειτουργεί μόλις το 1883. Η «βρεφοδόχος έχει δύο θυρίδια εξωτερικόν το μεν, εσωτερικόν το έτερον, κοινωνούν αμέσως μετά του δωματίου ένθα αγρυπνεί διαρκώς ο φύλαξ. Όταν κατατεθή το βρέφος, το έδαφος της βρεφοδόχου υπενδίδει μικρόν, και πάραυτα ήχοι κώδωνος συνεχείς και ισχυροί προδίδουσιν ότι άνθρωπος, ναυαγός εν τω πελάγει της ζωής, ανηρτήθη από της σανίδος, ην τείνει προς αυτόν η φιλανθρωπία».[22] «Στη συνέχεια, τα βρέφη παραδίδονται στις τροφούς του Βρεφοκομείου για να τα θηλάσουν. Ο γιατρός αποφασίζει ποια από τα βρέφη και πότε θα παραδοθούν στις εξωτερικές θηλάστριες».[23] Μαζί με το έκθετο παιδί που αναλάμβαναν να θηλάσουν, οι εξωτερικές θηλάστριες είχαν να θηλάσουν και το δικό τους παιδί. Επειδή όμως το γάλα τους δεν επαρκούσε για τον θηλασμό και των δύο παιδιών, από τις πρώτες κιόλας μέρες της ζωής των παιδιών άρχιζαν να τα τρέφουν με χυλούς από ρύζι ή σιμιγδάλι, τροφές ακατάλληλες για την ηλικία τους, που προκαλούσαν συνεχείς διάρροιες. Τις διάρροιες ακολουθούσαν μαρασμός και ατροφία, που πολύ συχνά οδηγούσαν στον θάνατο των παιδιών. Ένας άλλος επιβαρυντικός και επιβλαβής για την κατάσταση της υγείας των εκθέτων παράγοντας, ήταν η έλλειψη καθαριότητας και σωματικής φροντίδας.[24]
«Το γεγονός ότι πολλές μητέρες, αφού προηγουμένως εγκατέλειπαν τα παιδιά τους, φρόντιζαν στη συνέχεια να αναλάβουν το θηλασμό τους έναντι αμοιβής, αποδεικνύει ότι η κύρια αιτία που ωθούσε στην εγκατάλειψη δεν ήταν άλλη από τη φτώχεια και την εξαιρετικά μεγάλη εξαθλίωση μέσα στην οποία ζούσαν οι γονείς των εγκαταλειμμένων παιδιών και η ολοκληρωτική άρα αδυναμία τους να ανταποκριθούν στην ευθύνη της συντήρησής τους. Μια τέτοια διαπίστωση διαψεύδει σίγουρα τη διαδεδομένη αντίληψη της εποχής, ότι τα εγκαταλειμμένα παιδιά ήταν “έκτοκα συνήθως όντα της ακολασίας και διαφθοράς”».[25]


βρεφικη θνησιμοτητα στο δημοτικο βρεφοκομειο αθηνων [26]


ετος
αριθμ.βρεφών
αριθμός θανάτων
συνολο
ποσοστό
θνησιμότητας
αγόρια
κορίτσια
1877
465
64
102
166
35,70%
1878
467
78
103
181
38,76%
1880
547
59
95
154
28,15%
1883
624


246
39,42%



Βιβλιογραφία

Είναι σημαντικό το βιβλίο της Μαρίας Παπαθανασίου, Μεγαλώνοντας στον ορεινό χώρο: Παιδιά και παιδική ηλικία στο Κροκύλειο Δωρίδας τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, ΙΑΕΝ – ΓΓΝΓ – Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, Αθήνα 2007, καθώς και του Μιχάλη Ρηγίνου, Μορφές παιδικής εργασίας στη Βιομηχανία και τη Βιοτεχνία 1870-1940, ΙΑΕΝ – ΓΓΝΓ – ΚΝΕ/ΕΙΕ, Αθήνα 1995.



ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΩΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΠΙΤΗΡΗΣΗΣ

18ος – 19ος αιώνας


«Το μεγάλο βιβλίο του Ανθρώπου-μηχανής γράφτηκε ταυτόχρονα σε δύο κατάστιχα: το ανατομικό-μεταφυσικό, που ο Descartes έγραψε τις πρώτες του σελίδες και που το συνέχισαν οι γιατροί και οι φιλόσοφοι· και το τεχνικό-πολιτικό, που απαρτίστηκε από ένα σύνολο στρατιωτικών, σχολικών, ιδρυματικών κανονισμών, καθώς και από εμπειρικές και λογικές διαδικασίες για τον έλεγχο και τη διόρθωση των ενεργειών του σώματος […]. Και όμως από το ένα επίπεδο στο άλλο, υπάρχουν σημεία διασταύρωσης. Ο Άνθρωπος-μηχανή […] είναι ταυτόχρονα και μια υλιστική αναγωγή της ψυχής και μια γενική θεωρία αγωγής· στο κέντρο τους κυριαρχεί η ιδέα της “υπακοής” που συνδέει το αναλώσιμο σώμα με το ευάγωγο σώμα. Υπάκουο είναι το σώμα που μπορεί να υποτάσσεται, να χρησιμοποιείται, που μπορεί να τελειοποιείται και να μεταπλάθεται. […] Τι το καινούργιο υπάρχει στις μορφές αυτές της υπακοής για τις οποίες έδειξε τόσο ενδιαφέρον ο 18ος αιώνας; […] Πολλά είναι τα καινούργια στοιχεία στις τεχνικές αυτές. Και πρώτα απ’ όλα, η κλίμακα του ελέγχου. […] Δεύτερο, το αντικείμενο του ελέγχου: όχι πια τα σημαίνοντα στοιχεία της συμπεριφοράς ή η γλώσσα του σώματος, αλλά η οικονομία, η αποτελεσματικότητα των κινήσεων, η εσωτερική τους οργάνωση. […] Τέλος, ο τρόπος του ελέγχου: αυτός ενέχει ένα αδιάλειπτο, σταθερό καταναγκασμό […] και […] ασκείται σύμφωνα με μια κωδικοποίηση που αστυνομεύει το χρόνο, το χώρο, τις κινήσεις. Οι μέθοδοι αυτές επιτρέπουν το σχολαστικό έλεγχο των δραστηριοτήτων του σώματος, εξασφαλίζουν τη σταθερή καθυπόταξη των δυνάμεών του και επιβάλλουν σ’ αυτές μια σχέση υπακοής – χρησιμότητας: όλα αυτά μπορούν να ονομαστούν “πειθαρχίες”. […] Οι διάφορες μορφές πειθαρχίας εξελίχθηκαν, στη διάρκεια του 17ου και του 18ου αιώνα, σε γενικούς τύπους πειθαρχίας».[27]
Τότε «γεννιέται μια “πολιτική ανατομία” που είναι συνάμα μια “μηχανική της πειθαρχίας”· εξηγεί με ποιον τρόπο μπορεί κανείς να επηρεάζει το σώμα των άλλων, όχι απλώς για να εκτελούν εκείνο που αυτός επιθυμεί, αλλά και για να ενεργούν όπως αυτός θέλει, σύμφωνα με τις τεχνικές, και με την ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα που έχει προκαθορίσει. Η πειθαρχία κατασκευάζει έτσι σώματα υποταγμένα και εξασκημένα, σώματα “πειθήνια”» [το παράδειγμα της σωματικής αγωγής και των στρατιωτικών ασκήσεων].[28]


τεχνικές κυριαρχίας/μικροφυσικής της εξουσίας/πειθάρχησης

Α. Κατανομή των ατόμων στο χώρο
1.  Περίφραξη / Περιχαράκωση του χώρου, εγκατάσταση ομάδων: στρατώνας, άσυλο, φυλακή, μοναστήρι, σχολείο εργοστάσιο – ο “μεγάλος εγκλεισμός” και οι πολλοί “μικροί/καθημερινοί εγκλεισμοί”
2.  Λειτουργικός κατακερματισμός του χώρου / στοιχειώδης εντοπισμός / δικτύωση: «το κάθε άτομο στη θέση του· και σε κάθε θέση ένα άτομο. Πρέπει να αποφεύγονται οι κατανομές σε ομάδες· να αποσυντίθενται οι ομαδοποιήσεις· να αναλύονται οι συγκεχυμένες, μαζικές ή εφήμερες “πολλότητες”. Ο πειθαρχικός χώρος τείνει να διαιρείται σε τόσα τεμάχια, όσα είναι και τα σώματα ή τα στοιχεία που πρέπει να κατανεμηθούν […] να είναι δυνατό σε κάθε στιγμή να επιτηρείται η συμπεριφορά του καθενός, να αξιολογείται, να κυρώνεται, να μετριούνται τα προσόντα και οι ικανότητες».[29]
3.  Ο κανόνας των λειτουργικών θέσεων και χρήσεων του χώρου για τον έλεγχο και την αποτελεσματικότητα των επιμέρους λειτουργιών ενός εξουσιαστικού συστήματος ή συστήματος παραγωγής.
4.  «Η πειθαρχία, τέχνη της κατάταξης και τεχνική για την αλλαγή των κατατάξεων. Εξατομικεύει τα σώματα, ορίζοντας τον τόπο τους, χωρίς να τα ριζώνει σ’ αυτόν, αλλά τα κατανέμει και τα κάνει να κυκλοφορούν μέσα σε ένα δίκτυο σχέσεων. Έστω το παράδειγμα της σχολικής “τάξης”».[30] Με τον τρόπο αυτό, «ο σχολικός χώρος λειτουργεί σαν μια μηχανή μάθησης, αλλά και επιτήρησης, ιεράρχησης, ανταμοιβής»,[31] υπό το «πανοπτικό» και «ταξιθετικό» βλέμμα του δασκάλου.[32]

Β. Ο έλεγχος της δραστηριότητας
1.  Η προγραμματισμένη απασχόληση (καθορισμός ρυθμού απασχόλησης, εξαναγκασμός σε συγκεκριμένες εργασίες, ρύθμιση των κύκλων επανάληψης). Πρότυπο το μοναστήρι. «Η ακρίβεια του βιομηχανικού χρόνου διατήρησε για καιρό θρησκευτική μορφή· στον 17ο αιώνα, οι κανονισμοί των μεγάλων βιοτεχνικών μονάδων προσδιόριζαν με ακρίβεια τις ασκήσεις που έδιναν ρυθμό στην εργασία».[33] «Για πολλούς αιώνες, τα θρησκευτικά τάγματα υπήρξαν δάσκαλοι της πειθαρχίας: ήταν οι ειδικοί της ορθολογικής χρήσης του χρόνου, οι μεγάλοι τεχνικοί του ρυθμού και των τακτικών δραστηριοτήτων. Αλλά με τον καιρό, οι διάφοροι κλάδοι [στρατός, δημόσιο σχολείο κ.λπ.] μετατρέπουν τις μεθόδους αυτές της ρύθμισης του χρόνου, που τις έχουν κληρονομήσει από τα θρησκευτικά τάγματα. Και πρώτα πρώτα [εκ]λεπτύνοντάς τες».[34] «Η ακρίβεια και η επιμέλεια είναι, μαζί με την τακτικότητα, οι θεμελιακές αρετές του πειθαρχικού χρόνου».[35]

ΠΗΓΗ Ι
«Στις αρχές του 19ου αιώνα, προτείνονται για τα σχολεία, όπου χρησιμοποιείται η αλληλοδιδακτική μέθοδος, διάφορα ωρολόγια προγράμματα όπως, λόγου χάρη, το ακόλουθο: ώρα 8.45΄, είσοδος του επιμελητή της τάξης· 8.52΄, ο επιμελητής κάνει το προσκλητήριο των μαθητών· 8.56΄, τα παιδιά μπαίνουν στην αίθουσα και προσεύχονται· 9.00΄, κάθονται στα θρανία τους· 9.04΄, γράφουν στην πλάκα τους· 9.08΄, τελειώνει η υπαγόρευση· 9.12΄, ξαναγράφουν στην πλάκα [...]».[36]

ΠΗΓΗ ΙΙ
«Απαγορεύεται ρητά να διασκεδάζεις τους συντεχνίτες με χειρονομίες ή με άλλο τρόπο, να παίζεις, να τρως, να κοιμάσαι, να διηγείσαι ανέκδοτα ή αστείες ιστορίες»· ακόμη και την ώρα της διακοπής για φαγητό «απαγορεύεται να διηγείσαι ιστορίες, περιπέτειες, ή ό,τι άλλο περισπά τους εργάτες από τη δουλειά τους»· «απαγορεύεται ρητά σε κάθε εργάτη να φέρνει με οποιοδήποτε πρόσχημα κρασί στο εργοστάσιο και να πίνει στο εργαστήριο».[37]

2.  Η χρονική ρύθμιση της πράξης για τον έλεγχο της εκτύλιξής της και την ομοιομορφία της.
3.  Συσχέτιση του σώματος και της χειρονομίας με σκοπό τον συντονισμό, την ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα.
4.  Η σπονδύλωση σώματος και αντικειμένου – ενόργανη κωδικοποίηση του σώματος (π.χ. στρατιωτικά παραγγέλματα) σε σχέση με το αντικείμενο που χρησιμοποιεί (όπλο, εργαλείο, μηχάνημα, κιμωλία): «σώμα-όπλο, σώμα-εργαλείο, σώμα-μηχανή».[38]
5.  Η εξαντλητική χρησιμοποίηση της εργασίας με σκοπό τη μεγαλύτερη δυνατή αποτελεσματικότητα και παραγωγικότητα. Εντατικοποίηση της εργασίας.

Γ. Η οργάνωση των γενέσεων – συσσωρευτική διεργασία των μηχανισμών που αθροίζουν και κεφαλαιοποιούν τον χρόνο

1.  «Η διάρκεια διαιρείται σε διαδοχικά και παράλληλα τμήματα, που το καθένα τους πρέπει να φτάσει σ’ ένα προκαθορισμένο τέρμα».[39]
2.  «Οι διαβαθμίσεις αυτές πρέπει να οργανώνονται σύμφωνα μ’ ένα αναλυτικό σχήμα – διαδοχή στοιχείων όσο το δυνατόν πιο απλών, που συνδυάζονται μ’ έναν τρόπο όλο και πιο περίπλοκο».[40]
3.  Αξιολόγηση κάθε ατόμου για το εάν έχει κατορθώσει να εσωτερικεύσει τους κανόνες, εάν έχει κατακτήσει τις απαιτούμενες γνώσεις, εάν συμπορεύεται στη μαθητεία του με τους άλλους.
4.  Συνεχείς κατηγοριοποιήσεις των ατόμων με βάση τις δεξιότητές τους.

Δ. Η σύνθεση των δυνάμεων ώστε να συγκροτηθεί, να λειτουργήσει και να γίνει όσο γίνεται πιο αποτελεσματική η συλλογική μηχανή (π.χ. στρατός στη μάχη, εργοστάσιο στην παραγωγή, και στην εποχή μας το σχολείο)
Πρόκειται για την «κατασκευή μιας μηχανής που τα αποτελέσματά της θα μεγιστοποιούνται χάρη στη μελετημένη συναρμογή των στοιχειωδών κομματιών που την αποτελούν. Η πειθαρχία δεν είναι πια απλώς μια τέχνη κατανομής των σωμάτων, απόσπασης και σώρευσης του χρόνου, αλλά σύνθεσης των δυνάμεων για την απόκτηση ενός τελεσφόρου μηχανισμού».[41] Αυτό όμως προϋποθέτει «ένα ακριβολόγο σύστημα διοίκησης»,[42] που βασίζεται στην επιτέλεση σύντομων και απολύτως σαφών εντολών,[43] που γίνεται αυτοματοποιημένα, ως πειθαρχικός-εσωτερικευμένος αυτοματισμός, ως «άμεση και τυφλή υπακοή».

Συνοψίζοντας,
Με τους τρόπους αυτούς η πειθαρχία προσδίδει στην ατομικότητα τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
(α) την καθιστά κυψελική (εξαιτίας της κατανομής στον χώρο),
(β) την καθιστά οργανική (χάρη στην κωδικοποίηση και αλληλεξάρτηση των δραστηριοτήτων),
(γ) την καθιστά γενετική (χάρη στη συσσώρευση του χρόνου και την προγραμματισμένη επιτέλεση ενός έργου: αρχή – μέση - τέλος),
(δ) την καθιστά συνδυαστική (χάρη στη σύνθεση των δυνάμεων).[44]

ΑΝΘΡΩΠΟΣ-ΜΗΧΑΝΗ


 



Ανατομικό          υλιστική                 ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ                γενική                     Τεχνικό
Μεταφυσικό       αναγωγή                   ΥΠΑΚΟΗ                  θεωρία                    Πολιτικό
της ψυχής          ΑΥΤΟΕΛΕΓΧΟΣ            αγωγής



                                εσωτερίκευση                                        Βιοπολιτική
                                                   κανόνων

                                                                                    στρατός  σχολείο  ιδρύματα                   γραφειοκρατία

                                                αυτοματοποιημένες
                                                αντιδράσεις
                                                συμπεριφοράς
            πολιτική                                                                         μηχανική
            ανατομί            α                                                                      της εξουσίας

 


Γενικοί τύποι κυριαρχίας

17ος-18ος-19ος αι.



Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ.

ΤΟ ΓΑΛΛΙΚΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ (1789-1989)


1789:   Η Γαλλική Επανάσταση δεν μερίμνησε για την αναγνώριση δικαιωμάτων στα παιδιά.
Διάταγμα 16ης Αυγούστου 1790: Θέσπιση δικαστηρίων για διευθέτηση οικογενειακών υποθέσεων και ιδιαίτερα ζητημάτων σωφρονισμού. Ορισμός «αστικής ενηλικίωσης» των παιδιών, μετά την είσοδο στην οποία τα παιδιά χειραφετούνται από την πατρική εξουσία. Κατάργηση του δικαιώματος του πατέρα να αποκληρώνει τα παιδιά που αντιβαίνουν στη βούλησή του.
Εθνοσυνέλευση, 7 Μαρτίου 1793: Ανεξαρτήτως της βούλησης του πατέρα αναγνωρίζεται ότι όλοι οι απόγονοί του θα είχαν ίσο δικαίωμα στη διανομή των αγαθών των γεννητόρων τους.
Ναπολεόντειος Αστικός Κώδικας, 1803: Ξαναστήνει στο βάθρο της την πατρική αυθεντία και εξουσία (παλινδρόμηση στο Ancien Regime).
Γ΄ Γαλλική Δημοκρατία, 1889-1898: Αναγνωρίζεται για πρώτη ουσιαστικά φορά ότι τα παιδιά έχουν δικαιώματα, τα οποία πρέπει να προστατεύονται από την κοινωνία και το κράτος. Για τον λόγο αυτό, θεσπίζεται η δυνατότητα αφαίρεσης από τους αμελούντες γονείς του δικαιώματος επιμέλειας των παιδιών τους.
Ρύθμιση 2ας Φεβρουαρίου 1945: Θεσπίζονται ειδικά ιδρύματα για παιδιά, καθώς και ειδικά όργανα δικαιοδοσίας (δικαστήρια). Ο σωφρονισμός βασίζεται σε εκπαιδευτικά πλέον μέσα και όχι σε τιμωρητικές πρακτικές. Ωστόσο, ο σωφρονισμός από τον πατέρα διατηρήθηκε έως το 1958.
Νόμος 4ης Ιουνίου 1970 περί γονικής αυθεντίας: Θεσπίζεται για πρώτη φορά η υποχρέωση των γονέων να είναι υπεύθυνοι και να μεριμνούν για την ασφάλεια, την υγεία και την ηθική των παιδιών τους.
Διεθνής Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Παιδιού: ΟΗΕ, 1989.

πηγή: Alain Renaut, Το τέλος της αυθεντίας, μτφρ. Γιώργος Καράμπελας, Πόλις, Αθήνα 2007, 179-189.

ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Χάρτης των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Οκτώβριος 2000.

Άρθρο 24: Δικαιώματα του παιδιού
1.      Τα παιδιά έχουν δικαίωμα στην προστασία και τη φροντίδα που απαιτούνται για την καλή διαβίωσή τους. Τα παιδιά μπορούν να εκφράζουν ελεύθερα τη γνώμη τους. Η γνώμη τους σχετικά με ζητήματα που τα αφορούν λαμβάνεται υπόψη σε συνάρτηση με την ηλικία και την ωριμότητά τους.
2.      Σε όλες τις πράξεις που αφορούν τα παιδιά, είτε επιχειρούνται από δημόσιες αρχές είτε από ιδιωτικούς οργανισμούς, πρωταρχική σημασία πρέπει να δίνεται στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού.
Θεσπίζεται η 20ή Νοεμβρίου ως Παγκόσμια Ημέρα των Δικαιωμάτων του Παιδιού.

«Ισχυριζόμενοι [όπως η Hannah Arendt] ότι η αναγνώριση του παιδιού ως ελεύθερου όντος, φορέα δικαιωμάτων, οδήγησε στην πραγματικότητα σε ένα σύστημα εγκλεισμού ή αποκλεισμού ακόμα χειρότερο από αυτό που υπήρχε πριν, προβαίνουμε σε υπερβολικές εξιδανικεύσεις των αλλοτινών κοινωνικών και πολιτισμικών μηχανισμών αναφορικά με τους μικρούς ανθρώπους. Παρομοίως, η αναπαράσταση της ιστορίας της παιδικής ηλικίας την οποία υποθάλπουν αναλύσεις τέτοιου είδους απλουστεύει κατά τρόπο σχεδόν απαράδεκτο ό,τι επιτεύχθηκε τους τελευταίους τρεις ή τέσσερις αιώνες».[45]



[1] πηγή: Philippe Ariès, «L’ enfance de l’ enfance», στο αφιέρωμα: L’ envers de l’ Histoire του περιοδικού Critique (Ιανουάριος - Φεβρουάριος 2000), 166-174, 632-633.
[2] Βλ. Linda Pollock, Forgotten Children: Parent – Child Relations from 1500 to 1900, Cambridge 1983.
[3] Henry Kamen, Πρώιμη Νεότερη Ευρωπαϊκή Ιστορία, μτφρ. Ελένη Καλογιάννη, Μεταίχμιο, Αθήνα 2002, 298.
[4] Alain Renaut, Το τέλος της αυθεντίας, μτφρ. Γιώργος Καράμπελας, Πόλις, Αθήνα 2007, 174-175.
[5] H. Kamen, ό.π., 37-38.
[6] H. Kamen, ό.π., 39.
[7] H. Kamen, ό.π., 40.
[8] H. Kamen, ό.π., 44-45.
[9] H. Kamen, ό.π., 46.
[10] H. Kamen, ό.π., 46-47.
[11] H. Kamen, ό.π., 51-52.
[12] [Juan] Luis Vives, De Subventione Pauperum (Περί αρωγής των φτωχών), 1526.
[13] H. Kamen, ό.π., 322.
[14] Αν και το ερμηνευτικό σχήμα του Foucault, Επιτήρηση και τιμωρία δεν επιβεβαιώνεται από τα διαθέσιμα στοιχεία, τουλάχιστον έως τα μέσα του 18ου αιώνα: βλ. H. Kamen, ό.π., 333.
[15] H. Kamen, ό.π., 333.
[16] H. Kamen, ό.π., 333.
[17] A. Renaut, Το τέλος της αυθεντίας, ό.π., 58-59.
[18] Εφ. Αυγή, 23 Ιουλίου 1858.
[19] Σπ. Παγανέλης, «Η φιλανθρωπία εν Αθήναις. Το Πτωχοκομείον», Εστία, 473 (20 Ιανουαρίου 1885), 74.
[20] Μαρία Κορασίδου, Οι άθλιοι των Αθηνών και οι θεραπευτές τους. Φτώχεια και φιλανθρωπία στην ελληνική πρωτεύουσα τον 19ο αιώνα, ΙΑΕΝ, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, Αθήνα 1995, 101.
[21] Μ. Κορασίδου, ό.π., 115.
[22] Σπ. Παγανέλης, «Η φιλανθρωπία εν Αθήναις. Το νηπιακόν Ορφανοτροφείον», Εστία, 441 (10 Ιουνίου 1884), 371.
[23] Μ. Κορασίδου, ό.π., 116-117.
[24] Μ. Κορασίδου, ό.π., 126.
[25] Μ. Κορασίδου, ό.π., 129. Η τελευταία φράση σε ανωφερή εισαγωγικά προέρχεται από το: Α. Ζίννης, Έκθεσις των κατά το Δημοτικόν Βρεφοκομείον Αθηνών, Αθήναι 1861, 9.
[26] Βλ. Μ. Κορασίδου, ό.π., 125.
[27] Μισέλ Φουκώ, Επιτήρηση και τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής, μτφρ. Καίτη Χατζηδήμου – Ιουλιέττα Ράλλη, θεώρηση Άλκης Σταύρου, εκδ. Ράππα, Αθήνα 1989, 182-183.
[28] Μ. Φουκώ, ό.π., 184.
[29] Μ. Φουκώ, ό.π., 190.
[30] Μ. Φουκώ, ό.π., 194.
[31] Μ. Φουκώ, ό.π., 195.
[32] Μ. Φουκώ, ό.π., 195-196.
[33] Μ. Φουκώ, ό.π., 198.
[34] Μ. Φουκώ, ό.π., 198-199.
[35] Μ. Φουκώ, ό.π., 200.
[36] R. R. Tronchot, Lenseignement mutuel [αλληλοδιδακτική] en France, διδ. διατριβή, παρατίθεται στο Μ. Φουκώ, ό.π., 199.
[37] Άρθρα από τους Κανονισμούς των εργοστασίων Oppenheim και Amboise, παρατίθενται στο Μ. Φουκώ, ό.π., 199-200.
[38] Μ. Φουκώ, ό.π., 203.
[39] Μ. Φουκώ, ό.π., 208.
[40] Μ. Φουκώ, ό.π., 208.
[41] Μ. Φουκώ, ό.π., 215.
[42] Μ. Φουκώ, ό.π., 217.
[43] Μ. Φουκώ, ό.π., 217.
[44] Μ. Φουκώ, ό.π., 219.
[45] A. Renaut, Το τέλος της αυθεντίας, ό.π., 159.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου